Ευτυχώς το σαχλό κλισέ περί ερωτικής πόλης έχει σταματήσει να ακούγεται εδώ και χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, το 59ο Φεστιβάλ είναι γεμάτο από ταινίες που εξερευνούν τον έρωτα και το σεξ από πολλές και ποικίλες πλευρές. Με το αφιέρωμα για το ελληνικό queer να δεσπόζει, οι δρόμοι της erotica στο σινεμά αναγκαστικά διασταυρώνονται με την περίπλοκη, πολυσήμαντη εξερεύνηση της ταυτότητας, προσωπικής και συλλογικής.
Τίποτε δεν συγκρίνεται με την πολυερωτική, και όχι πανσεξουαλική, οδύσσεια της Αλμπερτίνα Κάρι, Daughters of Fire, μια λεσβιακή φαντασία στη μακρινή Παταγονία, όπου τρεις γυναίκες συναντώνται τυχαία και ξεκινούν ένα λεσβιακό ταξίδι αισθήσεων (που συνορεύουν με τις παραισθήσεις), το οποίο καταλήγει σε ένα παρατεταμένο πάρτι, με μια συμμετέχουσα να απομονώνεται φορώντας ακουστικά στον κήπο, γυμνή από τη μέση και κάτω, να αυνανίζεται, να ολοκληρώνει, να κάνει την απαραίτητη παύση, και να συνεχίζει για μια δεύτερη, έντονη φορά, και να συνέρχεται από την ηδονή του sequel, αποκτώντας επαφή με το περιβάλλον – καμία, παρά μόνο η σταθερή κάμερα, δεν της δίνει σημασία, διότι είναι όλες απασχολημένες με τον χορό και τις εκ περιτροπής παρτενέρ τους.
Η ταινία της Αργεντινής σκηνοθέτιδος δεν συγγενεύει ακριβώς με την αεικίνητα πουσαρισμένη κινηματογράφηση του συμπατριώτη της, Γκασπάρ Νοέ, αλλά απελευθερώνει in extremis τη γυναικεία επιθυμία, χωρίς πόνο και συστολή, μέσω της απενοχοποίησης της οπτικής ενός φακού πρόθυμου, χαρούμενου για την εκρηκτική συμμετοχικότητα.
The Daughters of Fire
Αντίθετα, το Μη Με Αγγίζεις της Αντίνα Πιντίλιε ανακατεύει προσωπικές εμπειρίες και μυθοπλαστικά στοιχεία για να ερευνήσει την απουσία επαφής, το σκάλωμα της οικειότητας που ξεκινά από αχαρτογράφητα συναισθηματικά τραύματα και επεκτείνεται σε προκαταλήψεις για την εμφάνιση, την ομορφιά, το σώμα και τη σεξουαλική συμπεριφορά.
Αρτιμελείς ή όχι, οι πρωταγωνιστές είναι μέλη ενός κλινικού πειράματος και η κάμερα της Ρουμάνας σκηνοθέτιδος τοποθετείται στο κέντρο της «ανάκρισης», υποτίθεται για να εμπλέξει τον θεατή σε μια διαλογική εξομολόγηση, που όμως είναι πολύ ψυχρή για να αποδώσει καρπούς, ή έστω ένα πειστικό δράμα.
Το όργιο του φινάλε, που αντίστοιχα είδαμε και στο Daughters of Fire, δεν είναι παρά μια σεταρισμένη διάταξη κορμιών σ' ένα σεξ κλαμπ. Η Αντίνα και η Λόρα της ταινίας δεν θα γίνουν ποτέ κόρες της φωτιάς, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως θα βρουν συμπαραστάτες στη μπρεχτική τους μίρλα.
Μη Με Αγγίζεις
Στο Sauvage, ο Καμίλ Βιντάλ Νακέ (δεν γνωρίζω αν έχει σχέση με τον Πιέρ, διάσημο φιλόλογο και θεωρητικό της Αρχαίας Ελλάδας, αλλά η Αντίνα μας είπε πως δεν έχει καμία με τον Λουσιάν, τον σκηνοθέτη) δεν επιχειρεί καθόλου μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ανδρική πορνεία.
Τον ενδιαφέρει η ανάγκη για αγάπη ενός νέου άνδρα που πουλάει φτηνά, τυχαία, συνεχώς και απερίσκεπτα το κορμί του, ορμώμενος από το δάσος της Βουλώνης για να καταλήξει, προσωρινά, στο σπίτι ενός ευγενικού άνδρα, που θέλει να τον ημερέψει, ως άλλο κατοικίδιο. Ο αδέσποτος και ανερμάτιστος ήρωας σκηνοθετείται ως κανονικό αγρίμι, που απλώς προσαρμόζεται στις επιθυμίες των άλλων, ενώ παράλληλα σβήνει τη δική του καύλα όπως-όπως.
Ωραίο και δυναμικό το ντεμπούτο του Νακέ, μια ταινία απόλυτα ισορροπημένη ανάμεσα στα ένστικτα και το επίκτητο συναίσθημα που δραπετεύει σε μικρές δόσεις από ένα υβρίδιο ανθρώπου με ζώο, που δεν παραπονιέται ποτέ, δεν λέει εύκολα όχι, και πασχίζει να θέσει όρια στα υποψήφια αφεντικά και τους περιστασιακούς συμμάχους, τη φωλιά και την αγέλη του αντίστοιχα.
Το Sauvage είναι μια από τις καλύτερες επιλογές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πρωτοπαίχτηκε στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, φέρνει αναγκαστικά στον νου τις Άγριες Νύχτες του Σιρίλ Κολάρ, αλλά είναι σαφώς το πορτρέτο ενός αντι-διανοούμενου.
Sauvage
Αναγκαστικά, ένα άνθρωπος που πάσχει από νευροϊνωμάτωση προκαλεί το οξύμωρο, αλλά πραγματικό, βλέμμα αποστροφής, σαν την ορθάνοιχτη νευρική ματιά σε φρέσκο δυστύχημα στο δρόμο. Ο Άνταμ Πίρσον είναι ο Βρετανός ηθοποιός που είδαμε και στο Under the Skin του Γκλέιζερ, και στο γλυκό, μυαλωμένο, ιδιαίτερο Chained for Life του Άαρον Σίμπεργκ είναι ο Ρόζενταλ, ένας performer συγγενής του Ανθρώπου Ελέφαντα (αν και εκείνη είναι διαφορετική ασθένεια), που μαζί με άλλους συναδέλφους του με γενετικές ανωμαλίες και ποικίλες παραμορφώσεις, συμμετέχει στο παράξενο, παλιομοδίτικο φιλμ τρόμου που γυρίζει ένας γερμανικής, της γειτονιάς του Χέρτσογκ, προφοράς b-movie σκηνοθέτης.
Ο περιοδεύων θίασος των freaks και ειδικά ο Ρόζενταλ φιλτράρει την απόδοση της πρωταγωνίστριας, μιας όμορφης κοπέλας που αμέσως τον συμπαθεί, θέλει να τον βοηθήσει και φαίνεται να αντιστέκεται σθεναρά στον οίκτο που συνήθως προκαλεί στους άλλους, διασκεδάζοντας τον με αυθεντική συμπάθεια – ή μήπως πρόκειται για το προσποιητό ενδιαφέρον των ηθοποιών για τη διαφορετική κατάσταση του οποιουδήποτε, ως μέσο πληροφόρησης της δικής τους, άμεσης ή μελλοντικής ερμηνείας; Καθόλου απίθανο.
Η ταινία ξεκινά με ένα απόσπασμα παλιάς συνέντευξης της Πολίν Κέιελ, της επιδραστικής και αφοριστικής Αμερικανίδας κριτικού, η οποία όταν είχε ερωτηθεί για την ομορφιά, απερίφραστα υποστήριξε τις ηθοποιούς με την αρμονική εμφάνιση, και σε μια άρεια κορόνα, παραδέχτηκε πως είναι σαφώς πιο ευχάριστο για τον θεατή να τις χαζεύει.
Ο Σίμπεργκ, με πολλές σινεφίλ αναφορές, χωρίς ωστόσο να τις πετάει δεξιά κι αριστερά χωρίς νόημα, επιχειρεί μια σκεπτόμενη αντιστροφή των όρων και κυρίως σχολιάζει την υποκρισία μέσω της υποκριτικής. Η ωραία και το τέρας κάνουν ως και σεξ στην ταινία μέσα στην ταινία (μπορεί να υπάρχει ακόμη μια στο μίξερ, δεν είμαι σίγουρος) και προσπερνούν άνετα τον οίκτο και το εφέ του αξιοπερίεργου, αποκτώντας επαφή και κατανόηση. Ο Πίρσον είναι εξαιρετικός και εκφραστικός, αν και πιο εντυπωσιακή είναι η ενηλικίωση μιας ενζενί, όπως την ερμηνεύει η Τζες Γουέιξλερ.
Chained for Life
Στο We, ο Ολλανδός σκηνοθέτης Ρενέ Έλερ δεν ασχολείται τόσο με τις αναστατωμένες ορμές μιας παρέας νέων αγοριών και κοριτσιών, ένα ζεστό καλοκαίρι σε ένα χωριό στα σύνορα Βελγίου με Ολλανδία, όσο με την κυνική εκμετάλλευση των προνομίων αυτής της μικρής, ανερχόμενης ελίτ, όταν τα μέλη της αρχίζουν να βαριούνται και αναλαμβάνει την επιστασία τους ο πιο προβληματικός, αρχηγικός και ανήθικος της παρέας.
Εδώ το σεξ γίνεται παιχνίδι εξουσίας από την κάστα των οκνών, μια idle class που φαίνεται να έχει χάσει το όποιο μικρό γούστο είχε στο παρελθόν. Χωρισμένο σε κεφάλαια, το We κερματίζει την αφήγηση με έντεχνη ανάπτυξη, παρουσιάζει αρετές στο ύφος αλλά αδυναμία στη θερμοκρασία του.
We
Ανάμεσα στον Θείο Μπούνμι του Απιτσατπόνγκ Βερεσεθάκουλ και τον Δεσμώτη του Ιλίγγου του Άλφρεντ Χίτσκοκ (ναι, όντως), το Διαβολόψαρο (Manta Ray) του Ταϊλανδού Φατιπόνγκ Αρουνφένγκ είναι το ακριβώς αντίθετο του Daughters of Fire: ένα μικρό ποίημα για την υπέρβαση της αφοσίωσης. Ο στενός δεσμός ανάμεσα σε έναν ψαρά με βαμμένα ξανθά μαλλιά κι έναν βαριά τραυματισμένο, τον οποίο βρίσκει στους βάλτους, σώζει από βέβαιο θάνατο και φροντίζει μέχρι να σταθεί στα πόδια του, δεν είναι ακριβώς φιλικός, ούτε όμως και σαρκικός, αλλά παίρνει διαστάσεις ερωτικής εμμονής, με ενδιαφέρουσα προβολή στον χώρο και τον χρόνο, όταν ο πρώτος εξαφανίζεται χωρίς λόγο και προειδοποίηση και ο «σωσμένος» παίρνει, κατά κάποιον τρόπο, τη θέση του, αργοπορημένα, αλλά λυτρωτικά.
Χαύνη και λυγερή, σαν τις ταινίες του Βερεσαθάκουλ, η ταινία είναι αφιερωμένη στους Ροχίνγκιας, τους απάτριδες της Μιανμάρ που θεωρούνται ο πιο καταδιωγμένος λαός αυτή τη στιγμή στον πλανήτη.
Καθώς ο βαριά τραυματίας στην ταινία δεν μιλάει καθόλου, γίνεται σαφές πως ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται περισσότερο την εικόνα από τον λόγο για τα θέματα που τον απασχολούν. Και σε ένα ντεμπούτο αυτοπεποίθησης και εικαστικής ομορφιάς (προέρχεται από τις Καλές Τέχνες και εντυπωσιάστηκε από το αντίστοιχο έργο που είδε στο πλαίσιο της έκθεσης «Ρωμαϊκή Φιλευσπλαχνία», στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης στην Αποθήκη Β, από καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από ταινίες του διαγωνιστικού), που σύρεται λίγο παραπάνω από τα αλληγορικά και αφηγηματικά κυβικά του, αλλά λάμπει σαν το θανατηφόρο φωσφορίζον ψάρι του τίτλου.
Manta Ray
Κι αν αναρωτιέστε γιατί απουσιάζουν οι ελληνικές ταινίες, τουλάχιστον σε εκείνες που είδα, στο διεθνές διαγωνιστικό ή στο εθνικό πανόραμα, ερωτισμό δεν διέκρινα.
σχόλια