Πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι από την έξοδο του «Έτερος Εγώ» στις κινηματογραφικές αίθουσες, το οποίο σημείωνε μια συμπαθητική, διακριτική εισπρακτική πορεία στις αίθουσες, όταν κατέβηκε ξαφνικά με απόφαση του σκηνοθέτη Σωτήρη Τσαφούλια, λόγω του συσχετισμού του με μια σειρά δολοφονιών της εποχής – μεγάλη ιστορία, μια σχετική αναζήτηση στο Google θα σας διαφωτίσει.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο Έλληνας δημιουργός ανέβασε την ταινία στο κανάλι του στο ΥouΤube και αυτή προσέλκυσε έναν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό θεατών που εκτίμησαν την ελληνόφωνη απόπειρά του στο είδος.
Η δεύτερη ζωή της ταινίας και η δημοφιλία της έφεραν με τη σειρά τους μια… σειρά με κεντρικό ήρωα τον Δημήτρη Λαΐνη του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, έναν καθηγητή Eγκληματολογίας με σύνδρομο Άσπεργκερ που βοηθά την αστυνομία να λύσει δολοφονίες.
Γενικότερα, νιώθεις ότι ο Τσαφούλιας ακόμα εξερευνά τις δυνατότητες και τις ικανότητές του στο μέσο και του αναγνωρίζεις ότι, σε κάθε περίπτωση, οι δυτικότροπες καλλιτεχνικές του ανησυχίες μπόρεσαν να συναντηθούν με τη δίψα του ελληνικού κοινού για μυθοπλασία και, μάλιστα, για μυθοπλασία είδους.
Κι αν οι δολοφόνοι συνέχισαν να έχουν ως σημείο αναφοράς την αρχαία Ελλάδα, όπως και στην ταινία –στην πρώτη σεζόν είχαμε φόνους εμπνευσμένους από τον μύθο του Θησέα–, στην πορεία η σειρά ακολούθησε μια διαφορετική τροχιά, συστήνοντας μια ευρύτερη εγκληματική οργάνωση, ο εγκέφαλος της οποίας φέρει το προσωνύμιο «Ερπετό».
Σταδιακά το αστυνομικό μυστήριο έδωσε τη θέση του στην αστυνομική δράση, ένα είδος που όχι μόνο δεν ευδοκιμεί στην εγχώρια μυθοπλασία αλλά αριθμεί ελάχιστους, ξεχασμένους εκπροσώπους – θυμάστε π.χ. το «Short Fuse» (2016) ή το «The Republic» (2015);
Στη δεύτερη σεζόν η ταυτότητα του «Ερπετού» αποκαλύφθηκε με έναν σεναριακό ελιγμό αλά «Usual Suspects», ενώ μια αστυνομική επιχείρηση κατέληξε σε λουτρό αίματος, με τον Λαΐνη να υφίσταται προσωπική απώλεια.
Τα δύο πρώτα επεισόδια της τρίτης και τελευταίας σεζόν, τα οποία παρακολουθήσαμε, βρίσκουν τον εγκληματολόγο σε θρήνο για την αγαπημένη του Τόνια και ελαφρώς παραγκωνισμένο.
Έτσι κι αλλιώς, το σύμπαν της σειράς έχει διευρυνθεί μέσα στα χρόνια, ο ήρωας που υποδύεται ο Δαδακαρίδης είναι πια ισότιμο κομμάτι ενός ensemble, μιας πινακοθήκης χαρακτήρων που υποδύονται μέλη της αφρόκρεμας της εγχώριας υποκριτικής σκηνής. Υπό αυτή την έννοια, έχουμε πια έναν συλλογικό ήρωα που πασχίζει να νικήσει το Κακό και τους εκπροσώπους του, δηλαδή το Ερπετό και τα τσιράκια του.
Μια μυστηριώδης έκρηξη σε ένα γραφείο τελετών κινητοποιεί το γνώριμο τμήμα των αστυνομικών αρχών, με τη φιγούρα μιας ηλικιωμένης(;) που φαίνεται να αποχωρεί από τη διπλανή πολυκατοικία λίγο πριν από το συμβάν να είναι ένα στοιχείο που πιθανότατα θα μας απασχολήσει σε επόμενα επεισόδια.
Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι τα πρακτικά εφέ των αδελφών Αλαχούζων παραμένουν αξιοθαύμαστα – μα δείτε το απανθρακωμένο πτώμα. Το Ερπετό κυκλοφορεί ελεύθερο εκεί έξω, ο οξύθυμος αστυνόμος του Τάσου Νούσια έχει τεθεί εκτός υπηρεσίας, έχοντας θεωρηθεί κύριος υπαίτιος για την αστυνομική επιχείρηση-φιάσκο και σύντομα φαίνεται ότι θα αποτελέσει και το εξιλαστήριο θύμα.
Και τα δύο επεισόδια μοιάζουν λιγότερο να μαζεύουν τα συντρίμμια του εκρηκτικού φινάλε της δεύτερης σεζόν –δεν τηρείται, βλέπεις, και κάποιος ενιαίος, πένθιμος τόνος– και περισσότερο να συστήνουν όσα θα μας απασχολήσουν σε αυτή την τελευταία.
Ομολογουμένως, η ανάπτυξη της πλοκής είναι κάπως βραδυφλεγής σε αυτή την εκτεταμένη εισαγωγή, νιώθεις σε σημεία ότι η σειρά κυνηγάει την ουρά της, βρίσκεις όμως καταφύγιο σε μικρές, εξωφιλμικές απολαύσεις, όπως η συνάντηση Μπέζου - Παπαδόπουλου στην ίδια σκηνή, δεκαετίες μετά τους «Απαράδεκτους», με τον πρώτο να αναρωτιέται πόσο καιρό έχουν να τα πουν, κλείνοντάς μας το μάτι, ή η εμφάνιση γνωστού αοιδού που «μεγάλωσε μέσα στην αλητεία» σε ρόλο dealer.
Γνωρίζοντας, όμως, τη δομή που ακολουθεί η σειρά, ξέρεις ότι ο Τσαφούλιας φυλάει το κρεσέντο για τα τελευταία επεισόδια.
Αν και σεναριακά οι διαλογικές περιττολογίες και επαναλήψεις επανεμφανίζονται, αφηγηματικά διαπιστώνεις μια εμφανή βελτίωση, θα εντοπίσεις ακόμα και περιστασιακά στοιχεία αιτιοκρατίας.
Παρακολουθείς π.χ. μια σκηνή αυτοσχέδιου ολιγομελούς γλεντιού με σκυλάδικα στον δρόμο, την οποία διαδέχεται μια σκηνή στο υπουργείο Δημοσίας Τάξης, με τη μετάβαση να γίνεται απότομα και από τη διαδοχή των σκηνών να γεννάται ένα σχόλιο. Βελτίωση εντοπίσαμε και στην πάγια αδυναμία της διεύθυνσης ηθοποιών.
Ακόμα, παρατηρείς ερμηνείες διαφορετικών ταχυτήτων μεν, όπου όμως φαίνεται να υπάρχει μια κοινή, πιο χαμηλότονη γραμμή, τουλάχιστον σε αυτά τα πρώτα επεισόδια. Αφανής ΜVP του καστ παραμένει ο Σπύρος Παπαδόπουλος, η φυσικότητα του οποίου μπροστά στον φακό, η γνώση τού πώς να στηθεί μπροστά σε αυτόν, χωρίς να προσπαθεί έκδηλα να μας σαγηνεύσει, και η απέριττη εκφορά του λόγου μαρτυρούν έναν ηθοποιό που κατανοεί το μέσο και τις απαιτήσεις του και θα κάνει αυτό που είναι απαραίτητο για τη σκηνή – τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Γενικότερα, νιώθεις ότι ο Τσαφούλιας ακόμα εξερευνά τις δυνατότητες και τις ικανότητές του στο μέσο και του αναγνωρίζεις ότι, σε κάθε περίπτωση, οι δυτικότροπες καλλιτεχνικές του ανησυχίες μπόρεσαν να συναντήσουν τη δίψα του ελληνικού κοινού για μυθοπλασία και, μάλιστα, για μυθοπλασία είδους –ποιος θα το περίμενε;–, ανοίγοντας τον δρόμο για περισσότερες αντίστοιχες και πιο στοχευμένες σε σχέση με το παρελθόν απόπειρες.
Και, εδώ που τα λέμε, η συνδρομή του «Έτερος Εγώ» και της επιτυχίας του σε αυτή την έκρηξη ελληνικής μυθοπλασίας και επενδύσεων σε ελληνικές σειρές που παρατηρούμε την τελευταία διετία υπήρξε καταλυτική. Και αυτό δεν το λες αμελητέο.
Το «Έτερος Εγώ: Νέμεσις» κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 13/2 στις 23.00 στην Cosmote TV.