Το 2008, όταν ακόμα δεν υπήρχε Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, μια χρονιά προτού ο «Κυνόδοντας» κάνει το εντυπωσιακό του άνοιγμα στις Κάννες, το κινηματογραφικό δυναμικό της χώρας ήταν σε αναβρασμό. Αιτία, τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας, που παραδόξως εκείνη τη χρονιά είχαν όλα τους μοιραστεί σε δύο ταινίες: το «Without» του Αλέξανδρου Αβρανά και το «Σκλάβοι στα δεσμά τους» του Τώνη Λυκουρέση.
Δυστυχώς, ο θόρυβος που ξέσπασε «έπνιξε» τόσο αυτές τις ταινίες (ποτέ άλλοτε δεν λειτούργησε πιο αρνητικά μια βράβευση!) όσο και τον ίδιο τον θεσμό. Το 2009 δεν υπήρχαν πια Κρατικά Βραβεία Ποιότητας. Υπήρχε όμως Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Πάνε δώδεκα χρόνια από την ίδρυσή της, που συνοδεύτηκε τόσο από επευφημίες όσο και από σκεπτικισμό (δίκαια ή άδικα, τα Κρατικά Βραβεία ήταν και χρηματικά – σημαντική ανάσα αυτή όταν κάνεις σινεμά στην Ελλάδα).
Η συγκυρία, όμως, ήταν θεαματική. Ήταν η εποχή που ο «Κυνόδοντας» του Λάνθιμου μύησε το διεθνές κινηματογραφικό κοινό στο Greek Weird Wave, όρος που, επί της ουσίας, λειτούργησε ως Δούρειος Ίππος, με στόχευση τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ – τακτική που, για κάποια χρόνια τουλάχιστον, έφερε αποτελέσματα.
Σήμερα, το Greek Weird Wave έχει ξεφτίσει (αν και κρατάμε μια πισινή) και οι σκηνοθέτες του ελληνικού σινεμά εξακολουθούν να κάνουν τις ταινίες τους όπως μπορούν (και όχι όπως θέλουν), ενώ συχνά-πυκνά διαπληκτίζονται με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (να και κάτι που δεν άλλαξε). Τουλάχιστον, τα ελληνικά συνεργεία δουλεύουν περισσότερο από ποτέ χάρη στο ΕΚΟΜΕ που θεσμοθέτησε επιτυχώς η προηγούμενη κυβέρνηση (ακόμα να καταλάβουμε γιατί οι προηγούμενες αγνοούσαν τόσα χρόνια τις συνεχείς εκκλήσεις των Ελλήνων παραγωγών), καθιστώντας την Ελλάδα επιτέλους προσιτή (και) στο Χόλιγουντ.
Η δε Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου έχει πλέον πάνω από πεντακόσια μέλη, καθώς και μια καινούργια γενική διευθύντρια, τη Φαίδρα Βόκαλη, μόλις 35 ετών, αλλά με βαρύ βιογραφικό και μακρά πορεία στο κινηματογραφικό στερέωμα.
Κάθε γενιά έχει τις δικές της ανησυχίες, αντιμετωπίζει τον κόσμο με τα δικά της εργαλεία, φέρνει μια άλλη οπτική και θέλει να δει κάτι με το βίωμα το δικό της. Το ότι εμείς, ως γενιά, είχαμε την ευκαιρία να δούμε πολύ περισσότερες διεθνείς ταινίες και να συνομιλήσουμε με άλλους θεατές και δημιουργούς γι' αυτές τις ταινίες εμπλουτίζει το λεξιλόγιο.
Με τη Φαίδρα μάς συνδέει και μια εξίσου μακρά φιλία που αναθερμάνθηκε με αφορμή το νέο της πόστο. Είχαμε αρκετό καιρό να τα πούμε και, ως εκ τούτου, αυτό που ακολουθεί είναι περισσότερο μια συνομιλία γύρω από όλα όσα αφορούν το ελληνικό σινεμά, μια κουβέντα, που λένε, παρά μια συνέντευξη.
Στο μεταξύ, από σήμερα το κοινό θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει όλες τις υποψήφιες ταινίες για τα βραβεία της Ακαδημίας στο θερινό «Άνεσις», κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και αποτελούσε κι αυτό, με τη σειρά του, αίτημα πολλών ετών.
Πριν ξεκινήσουμε καν, με ρωτά γιατί δεν είμαι μέλος της Ακαδημίας ο ίδιος και της μεταφέρω την άποψη που είχα από πάντα: Ως συντάκτης, κρίνεις με μεγαλύτερη άνεση έναν θεσμό όταν είσαι απέναντί του παρά όταν αποτελείς κομμάτι του. «Διαφωνώ απόλυτα!» μου λέει, και από μέσα μου σκέφτομαι «καλά θα πάει αυτό».
Βρισκόμαστε στην Κυψέλη, ο καιρός είναι καλός, η μπίρα παγωμένη, το κλίμα, εν τέλει, χαλαρό…
— Δεν ξέρω πώς ένιωσες όταν σου ζητήθηκε να αναλάβεις αυτήν τη θέση – εγώ θα είχα κοκαλώσει.
Κι εγώ αυτό έπαθα (γέλια).
— Δεν είπες όχι όμως.
Καταρχάς, βρήκα απίστευτα τιμητική την πρόταση από αυτούς τους ανθρώπους. Το ενδεχόμενο να καταφέρουμε να χτίσουμε κάτι για την ανάδειξη και προώθηση του ελληνικού κινηματογράφου και για όλα όσα είναι στο καταστατικό της Ακαδημίας με συναρπάζει. Επίσης, είχα κάνει και ένα διάλειμμα από την παραγωγή το 2019, οπότε είχα αυτό το κενό, καθώς δούλευα για τη δική μου μικρού μήκους ταινία, που είχα γράψει και έκανα τα γυρίσματα πέρσι το καλοκαίρι.
Στο ενδιάμεσο ασχολούμουν και με κάποια πρότζεκτ περιφερειακά, αλλά δεν ήμουν μια ενεργή παραγωγός. Ήμουν σε ένα μεταβατικό στάδιο και η αλήθεια είναι πως θέλω να είμαι ενεργή στον κινηματογράφο. Οπότε θα έλεγα όχι αν πίστευα ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω. Δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος να αρνηθώ.
— Εργαζόσουν και στη διαφήμιση εκείνη την περίοδο;
Όχι, στη διαφήμιση δούλευα παράλληλα, όσο έκανα τις ταινίες στη Marni Films. Θέλαμε να κάνουμε ταινίες, αλλά έπρεπε να είναι βιώσιμη η φάση. Ο τρόπος, τη δεδομένη στιγμή, με τις συγκεκριμένες συνθήκες και με την ομάδα που είχαμε, ήταν κάνοντας και διαφημίσεις. Λειτουργούσε και μας έδινε μια άνεση να κάνουμε κάποια πράγματα κινηματογραφικά που μπορεί να μην έχουν κέρδος, όπως πολλές ταινίες μικρού μήκους.
— Ξεχωρίζεις σήμερα κάποια απ’ αυτές;
Όλες! Οι μικρού μήκους έχουν όλη τη δουλειά που έχει μια μεγάλου μήκους, απλώς πραγματοποιούνται σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Έχουν όλο το πάθος, όλη την αγωνία, συνεργάζεσαι συνήθως με άτομα που είναι στα πρώτα τους βήματα και δεν έχουν μεγάλη εμπειρία, υπάρχει πολύς ενθουσιασμός, θες να τα κάνεις όλα καλά, πρέπει να είσαι πολύ εφευρετικός, εφόσον το μπάτζετ είναι πολύ περιορισμένο…
— Αλήθεια, υπάρχει το ενδεχόμενο κάποια στιγμή τα βραβεία της Ακαδημίας να γίνουν και χρηματικά, όπως ήταν τα Κρατικά; Βασικά, χρηματοδοτείται η Ακαδημία;
Όχι, και καλό θα ήταν να το πούμε κι αυτό! Είναι ένας πολύ δύσκολος αγώνας. Το μόνο έσοδο που έχει η Ακαδημία είναι η συνδρομή των μελών της, η οποία ανέρχεται στα τριάντα ευρώ τον χρόνο. Θεωρώ ότι αυτό το ποσό γι' αυτά που παρέχει η Ακαδημία είναι οριακά υποτιμητικό. Ως μέλος, έχεις την ευκαιρία να δεις, αν δεν έχεις προλάβει να το κάνεις ήδη στο σινεμά, όσες ταινίες κατατεθούν, δηλαδή τις περισσότερες ταινίες της ελληνικής παραγωγής, να μιλήσεις με τους συναδέλφους, να αποκτήσεις εικόνα και να πεις τη γνώμη σου. Θεωρώ ότι αυτό κοστολογείται πάνω από 30 ευρώ.
Για το αν θα γίνουν τα βραβεία χρηματικά δεν έχω απάντηση. Κάποιοι άνθρωποι το στηρίζουν με χίλια, κάποιοι άλλοι είναι παντελώς αντίθετοι. Τα βραβεία των περισσότερων Ακαδημιών είναι μη χρηματικά. Στο μεταξύ, μιλάμε για είκοσι δύο βραβεία. Πρέπει γενικά να δούμε το ζήτημα της χρηματοδότησης του οργανισμού. Αυτήν τη στιγμή βασίζεται πάρα πολύ στην αμισθί δουλειά του διοικητικού συμβουλίου.
— Να πούμε και ποια είναι τα μέλη του;
Βεβαίως. Ο πρόεδρός μας, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, η Ελίνα Ψύκου, ο Σύλλας Τζουμέρκας, η Ελένη Κοσσυφίδου, ο Γιώργος Τσούργιαννης, ο Σίμος Σαρκετζής και ο Νίκος Πάστρας. Οι άνθρωποι αυτοί δίνουν το είναι τους στην Ακαδημία, όπως και η Γενική Υπεύθυνη Συντονισμού, Μέη Καραμανίδη, που είναι η καρδιά της από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της. Προφανώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν συμφωνούν με όλα όσα κάνουμε και πάντα θα υπάρχει κριτική, αλλά είναι αδιαμφισβήτητο ότι γίνεται πάρα πολλή δουλειά, και όχι επειδή πληρωνόμαστε αδρά γι' αυτή.
— Ποιες είναι οι ευθύνες της γενικής διευθύντριας της Ακαδημίας;
Αυτό είναι work in progress. Το βρίσκουμε.
— Ταιριαστό μου φαίνεται. Και η Ακαδημία η ίδια ένα work in progress είναι, όχι; Είναι δώδεκα ετών – ούτε καν έφηβη.
Μέσα σε αυτό το διάστημα, όμως, έχουν εδραιωθεί κάποια πράγματα, όπως είναι τα βραβεία. Αλλά αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου σε σχέση με τη δουλειά της Ακαδημίας.
— Δηλαδή ποια είναι τα έργα της Ακαδημίας που δεν βλέπουμε;
Όλες οι διεργασίες που γίνονται σε σχέση με τη νομοθετική κατοχύρωση του κινηματογράφου και το τι είναι αυτό που θα βοηθήσει την παραγωγή να εξελιχθεί. Σκοπός της Ακαδημίας, άλλωστε, είναι να βελτιώνει τις συνθήκες για τη δημιουργία των κινηματογραφικών ταινιών της χώρας, να συνδράμει όπως μπορεί και να παρεμβαίνει για τη θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων, να εκπαιδεύει τους επαγγελματίες και το κοινό στα κινηματογραφικά τεκταινόμενα και να προωθεί την εθνική κινηματογραφία. Αυτό είναι μια τεράστια ομπρέλα.
Και σκέψου τώρα: έχεις τα Όσκαρ ή τα BAFTA, που είναι μια κολοσσιαία οργάνωση με πολύ μεγάλη ιστορία, με πάρα πολύ κόσμο να δουλεύει εκεί και με συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Εκεί είναι πιο προσδιορισμένα τα πράγματα. Είναι πολύ πιο δύσκολη υπόθεση εδώ η διασύνδεση των επαγγελματιών του χώρου μεταξύ τους αλλά και των οργανισμών, των σωματείων, των φεστιβάλ.
— Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί είναι τόσο δύσκαμπτο το νομικό πλαίσιο.
Πιστεύω ότι αφορά τη γενικότερη αντίληψη που έχουμε για τον κινηματογράφο σε αυτήν τη χώρα, μια αντίληψη που θεωρώ ότι υπάρχει από το παρελθόν και την κουβαλάμε ακόμα, η οποία δεν σχετίζεται μόνο με το σινεμά αλλά με όλες τις τέχνες και τον πολιτισμό. Ότι, δηλαδή, πρόκειται για μια πολυτέλεια, ένα χόμπι κάποιων τρελών, μια ιδιορρυθμία πλουσίων. Είναι γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζεται αυτό το επάγγελμα ως Επάγγελμα.
— Καλά, εμείς, άσε, το έχουμε καταχωρισμένο ως βίτσιο.
Είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο καλλιτέχνης γενικότερα, και είναι διττός. Νομίζω ότι συμπεριλαμβάνει ένα είδος φθόνου, μια αντιμετώπιση του τύπου «ποιος είσαι εσύ, ρε φίλε, που θα κάνεις κάτι που σου αρέσει και θα πληρώνεσαι και γι' αυτό;». Αλλά αυτό είναι γενικότερα συστημικό, δεν είναι μόνο ελληνικό. Το ότι οφείλουμε να αποσυνδεθούμε από το αντικείμενο της εργασίας μας για να είμαστε πιο παραγωγικοί.
Το επόμενο στάδιο είναι ότι η απόλαυση, η επιθυμία, δεν μπορεί να είναι συστατικό στοιχείο της δουλειάς. Γιατί όταν βάλεις την επιθυμία, την ικανοποίηση, την απόλαυση μέσα στη δουλειά, ξαφνικά αρχίζεις να ζητάς περισσότερα. Ποιο αφεντικό θέλει να ζητάς καλύτερες συνθήκες εργασίας;
— Στην περίπτωση του ελληνικού σινεμά, ποιος είναι το αφεντικό;
Έλα μου ντε. Είναι χίλιοι αφεντάδες. Εξαρτάται από ποια οπτική το βλέπεις.
— Ας το πιάσουμε από τη μεριά ενός σκηνοθέτη. Πόσους αφεντάδες υπηρετεί;
Εξαρτάται ποιον σκηνοθέτη και ποια σκηνοθέτρια θα ρωτήσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν για το κοινό, άλλοι για να κάνουν την επόμενη ταινία τους, άλλος μπορεί να σου πει ότι ο παραγωγός είναι το αφεντικό και, φυσικά, υπάρχει το νομικό πλέγμα, στο οποίοι όλοι υποκείμεθα.
— Στο Χόλιγουντ, ας πούμε, έτσι για να σχηματίσουμε μια πιο γενική αντίληψη των πραγμάτων, όλο αυτό το πλέγμα είναι πολύ πιο διακριτό.
Είναι το σύστημα διαφορετικό. Υπάρχει το στούντιο, που εκεί είναι τα μεγάλα αφεντικά. Έχουμε και τους ανεξάρτητους, που βέβαια είναι πια κι αυτοί σε πολύ μεταβατικό στάδιο, οι οποίοι στηρίζονται από private funding, οργανισμούς ή κάποιες χορηγίες. Όταν υπάρχει βιομηχανία μιλάμε με τους όρους του κέρδους και αυτό αυτόματα καθορίζει και την ιεραρχία.
— Δεν ισχύει για όλους τους αφεντάδες εδώ. Δηλαδή, για το Κέντρο, ας πούμε, ο γνώμονας δεν είναι το κέρδος – τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι.
Όχι και βάσει σκοπού καταστατικού. Η γνώμη μου είναι ότι όταν μιλάμε για ένα καλλιτεχνικό προϊόν, αυτό δεν μπορεί να αφορά μόνο το κέρδος. Χρησιμοποιούμε βέβαια τη λέξη «προϊόν», άρα αναγνωρίζουμε ότι είναι κάτι που πρέπει να παραχθεί υπακούοντας τους κανόνες στο πλαίσιο των οποίων παράγεται, αλλά αν πάμε μόνο με αυτό, ζήτω που καήκαμε.
— Εμείς πάμε να αποκτήσουμε κάτι σαν industry σιγά-σιγά; Έρχονται Αμερικανοί και Καναδοί παραγωγοί, ως και blockbusters. Δεν είναι μάλλον αναγκαία η ύπαρξη μιας βιομηχανίας όσο το πράγμα προχωράει;
Όπως το βλέπω, το ζήτημα είναι να υπάρχει ένας πλουραλισμός και μια διασύνδεση. Το ότι αυτήν τη στιγμή έχουμε τη δυνατότητα να προσφέρουμε services έχει προκύψει και επειδή κάποιες ταινίες, οι οποίες έγιναν εκτός στούντιο και βιοτεχνίας, κατάφεραν να αγγίξουν τον κόσμο, να ταξιδέψουν, να πάρουν βραβεία, να αναδείξουν καλλιτέχνες και δημιουργούς, οι οποίοι συνομίλησαν και με άλλους αντίστοιχους καταξιωμένους επαγγελματίες και αυτό έφερε μια αναγνώριση. Δεν γίνεται να πούμε ότι η λύση είναι μία.
— Θεωρείς, δηλαδή, πως οι λύσεις είναι πολλές;
Ναι, και πρέπει κάπως να εφαρμοστούν όλες ταυτόχρονα, με έναν συντονισμό.
— Και είναι εφικτό κάτι τέτοιο;
Προφανώς είναι πολύπλοκο. Ειδικά στη χώρα μας, όπου υπάρχει πολύ μεγάλη καχυποψία, απ' όλους και προς όλους. Από το κοινό απέναντι στους δημιουργούς, από τους χρηματοδότες απέναντι στους δημιουργούς και στο κοινό, από τους δημιουργούς απέναντι στον νομοθέτη, στους δημιουργούς μεταξύ τους. Είμαστε μια καχύποπτη χώρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι τόσο αυτονόητες η συνεργασία, η συλλογικότητα και η διασύνδεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται. Σημαίνει ότι έχουμε έναν δρόμο μπροστά μας για να χτίσουμε μια τέτοια κουλτούρα που θα οδηγήσει στο επιθυμητό.
— Πολλοί αναγνώστες και φίλοι στο Facebook με ρωτούν συχνά πού μπορούν να βρουν παλιότερες ελληνικές ταινίες. Είναι ένας κοινός τόπος για ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού σινεμά αυτά τα άθλια transfers από beta τα οποία κυκλοφορούν εδώ και χρόνια και δεν μπορούμε πραγματικά να απολαύσουμε αυτές τις ταινίες όπως θα θέλαμε. Η «Χαμένη λεωφόρος του ελληνικού σινεμά» είχε σώσει κόσμο εκείνη την περίοδο.
Η «Χαμένη Λεωφόρος» ήταν μια εξαιρετική, και όπως αποδείχτηκε από τη συμμετοχή, αναγκαία πρωτοβουλία. Προφανώς αυτό είναι ένα τεράστιο κομμάτι για εμάς, ως Ακαδημία.
Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ η ανάδειξη της ιστορίας του ελληνικού σινεμά. Ετοιμάζουμε μια δράση αυτό τον καιρό, για την οποία δυστυχώς δεν μπορώ να πω περισσότερα, γιατί τη συνδιοργανώνουμε και με άλλους φορείς. Θα υπάρξει όμως μια μεγάλη ανακοίνωση που πιστεύω ότι θα χαροποιήσει σινεφίλ και δημιουργούς. Δίνει αυτή την πρόσβαση που αναφέρεις σε ένα κομμάτι της κινηματογραφικής παραγωγής. Περιορισμένο, προφανώς, γιατί ο όγκος είναι τεράστιος, αλλά ελπίζουμε ότι θα είναι η αρχή για μεγαλύτερη προσβασιμότητα.
— Αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι να πλησιάσει κανείς την Criterion για να κυκλοφορήσει τον «Θίασο». Θέλω να πω, έχω ανακαλύψει σε Blu-ray ταινίες, των οποίων την ύπαρξη δεν γνώριζα καν – και ο «Θίασος» φιγουράρει στις λίστες των περισσοτέρων ενώσεων κριτικών ανά τον κόσμο ως μία από τις κορυφαίες στιγμές της κινηματογραφικής τέχνης.
Πιστεύω ότι θα γίνει κάποια στιγμή, είμαστε πολύ πιο κοντά απ' ό,τι πριν από λίγα χρόνια. Αυτή είναι μια τεράστια διαδικασία που έχει πολύ μεγάλο κόστος. Τι σημαίνει να ψηφιοποιήσεις μια ταινία; Πρώτα κάνεις την επιλογή, επειδή οι πόροι είναι περιορισμένοι, και αποφασίζεις την ταινία. Μετά, πρέπει να βρεις σε ποιον ανήκουν τα δικαιώματα, το οποίο μπορεί να είναι δαιδαλώδες. Έπειτα πρέπει να βρεις το υλικό. Το καλύτερο είναι να βρεις το αρνητικό, το νεγκατίφ, μια και από αυτό γίνονται τα καλύτερα restorations.
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, δυστυχώς, που τα νεγκατίφ δεν υπάρχουν ή αγνοούνται. Πρέπει να κάνεις δουλειά ντετέκτιβ. Και μόλις βρεις το υλικό, αρχίζει η διαδικασία της ψηφιοποίησης. Πρέπει να γίνει το σκανάρισμα σε μια καλή ποιότητα και με τον κατάλληλο εξοπλισμό, και μετά να γίνει η επεξεργασία από τους τεχνικούς, με μια καλλιτεχνική επιμέλεια στην οποία συμμετέχουν οι δημιουργοί ή, αν δεν είναι εν ζωή, κάποιο άτομο υπεύθυνο για την ψηφιοποίηση, ώστε να επιβλέπει το τελικό αποτέλεσμα.
— Δεν είχε γίνει μια τέτοια προσπάθεια στο παρελθόν;
Το 2008, μια πολύ μεγάλη ψηφιοποίηση που είχε γίνει από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
— Τι έγινε εκεί πέρα;
Αυτή είναι μια μπερδεμένη και πολύπλοκη ιστορία. Ψηφιοποιήθηκε ένας μεγάλος αριθμός ταινιών. Το format που επιλέχθηκε για την αποθήκευση ήταν μια μορφή μαγνητικής κασέτας που ονομάζεται Jaguar. Στο πέρασμα του χρόνου, δυστυχώς, τα Jaguar εξέλιπαν, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολη η πρόσβαση σε αυτό το υλικό. Αυτό είναι το ένα κομμάτι.
Επίσης, δεν ξέρω κατά πόσο είναι αξιοποιήσιμο αυτό το υλικό σήμερα. Η ψηφιοποίηση είναι πάντα work in progress. Όσο βελτιώνεται η τεχνολογία, όσο καλύτερα μηχανήματα έχεις και όσο καλύτερη είναι η αντίληψη και η εμπειρία σου ως προς τη διαδικασία, τόσο καλύτερες αποκαταστάσεις κάνεις. Η καλύτερη ψηφιοποίηση των '90s δεν συγκρίνεται με την καλύτερη ψηφιοποίηση του 2020.
— Με πας τώρα στις πραγματικά φρικώδεις ψηφιοποιήσεις των παλιών ελληνικών ταινιών που βλέπω στην τηλεόραση.
Καλά, εδώ μιλάμε πλέον για έγκλημα. Με τίτλους ηλεκτρονικούς, εμβόλιμα πλάνα σημερινά σε ταινίες του '50, αμφιβόλου αισθητικής χρωματικές παρεμβάσεις. Υπάρχουν αντικειμενικά και ποιοτικά διεθνή στάνταρ στο πώς αποκαθιστά κανείς μια ταινία. Υπάρχουν κανόνες που πρέπει να τηρηθούν για να γίνει σωστά αυτή η δουλειά. Δεν είναι κάτι που έχει να κάνει με το προσωπικό γούστο. Δεν γίνεται οι ιδιοκτήτες ή οι δικαιούχοι να έχουν τέτοια εξουσία πάνω στις ταινίες.
— Το κράτος εδώ πού βρίσκεται;
Πρακτικά πουθενά.
— Κάποιες από αυτές τις ταινίες αποτελούν εθνικό θησαυρό όμως.
Συμφωνώ απόλυτα. Μακάρι να γίνει κάτι, κάποια στιγμή.
— Γιατί είναι τόσο δύσκολο να τα βρούνε όλοι οι φορείς του ελληνικού κινηματογράφου; Υπάρχει τώρα, ας πούμε, αυτό το θέμα του Κέντρου με τις επιχορηγήσεις που, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένα ακούστηκε πως έχουν εγκριθεί από τους ίδιους σκηνοθέτες που χρηματοδοτήθηκαν, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τη διαδικασία. Πού αποδίδεις εσύ αυτή την πόλωση;
Το μεγαλύτερο ψέμα του καπιταλισμού είναι ότι δεν υπάρχει γραφειοκρατία. Στον κομμουνισμό υπάρχει, υποτίθεται, αυτός ο γραφειοκρατικός εφιάλτης, ο οποίος, ως διά μαγείας, στον καπιταλισμό εξαλείφεται. Ψέμα. Η γραφειοκρατία παρεισφρέει σε όλους τους τομείς της καθημερινότητάς μας! Το δε ζήτημα με τις επιχορηγήσεις του Κέντρου είναι πολύπλοκο, πολυπαραγοντικό, δεν έχει μία απάντηση.
Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, θεωρώ πως είναι προφανές ότι η διοίκηση του Κέντρου έκανε ό,τι καλύτερο ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Σε σχέση με το γιατί είναι τόσο δύσκολο, νομίζω πως είμαστε συνηθισμένοι να τρωγόμαστε με τα ρούχα μας, να διχαζόμαστε, να συγκρουόμαστε, να τρώμε τις σάρκες μας…
— Αυτήν τη χρονική στιγμή, πάντως, είναι πολύ έντονη η αίσθηση πως το ελληνικό σινεμά αλλάζει.
Αλήθεια είναι κι αυτό. Γίνονται πράγματα. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα διασύνδεσης, αλληλεγγύης, πολλών ανθρώπων που δούλεψαν, παρά τις αντιξοότητες. Χωρίς να το βάλουν κάτω, κατάφεραν να φτάσουμε σιγά-σιγά εδώ που είμαστε σήμερα. Όταν μπήκα σε αυτήν τη δουλειά, μιλώντας με ανθρώπους μεγαλύτερων γενεών, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε έντονα η αντίληψη ότι ο παραγωγός είναι ο εχθρός του σκηνοθέτη.
— Άλλο πάλι και τούτο.
Πώς να πας έτσι μπροστά; Η ταινία είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Αν η παραγωγή και το σκηνοθετικό δεν είναι αγκαλιά, πώς να μην εμφανιστεί μετά αυτή η διχοτόμηση σε όλα τα υπόλοιπα; Όταν άρχισαν να συνεργάζονται οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες ως ομάδα, σκηνοθέτες να βοηθούν άλλους σκηνοθέτες στις ταινίες τους, παραγωγοί να βοηθούν νεότερους σκηνοθέτες, να υπάρχει κι ένα αγκάλιασμα των παλαιότερων στους νεότερους, άρχισε αυτό το πράγμα να φέρνει καρπούς. Και θα συνεχίσει να φέρνει.
— Ένιωσες πως πρέπει να γκρεμίσεις έναν τοίχο παραπάνω στον χώρο, επειδή είσαι γυναίκα;
Μία και δύο φορές; Πολλές από εμάς έχουμε νιώσει ότι η γνώμη μας μπορεί να μην εισακούεται το ίδιο επειδή δεν τη λέει ένας άνδρας. Αν εγώ θέλω κάτι να γίνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, θα είμαι bitch ή, αν θυμώσω, θα είμαι υστερική, ενώ αν το κάνει ένας άντρας, είναι διεκδικητικός και ξέρει τι θέλει. Υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, αλλά ευτυχώς φαίνεται ότι υπάρχει και μια μεγαλύτερη συνειδητοποίηση.
— Εξού και το πού βρίσκεσαι σήμερα! Ποια είναι, λοιπόν, η θέση της γυναίκας στο νέο ελληνικό σινεμά;
Πολύ καλύτερη, σημαντικότερη και με μεγαλύτερη ορατότητα απ' ό,τι στο παρελθόν. Αλλά σίγουρα υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη.
— Θυμάμαι ότι μέχρι τα '90s ξέραμε πέντε-έξι ονόματα: από τη Μαρία Πλυτά του παλιού ελληνικού σινεμά μέχρι την Αγγελική Αντωνίου, τη Φρίντα Λιάππα, τη Μαρκετάκη, τη Σισκοπούλου, τη Γιούργου…
… τη Στέλλα Θεοδωράκη, την Αγγελίδη. Και άλλες.
— Σήμερα είναι πολύ περισσότερα. Τι έχει συντελέσει σε αυτό;
2021, Ίντερνετ, φεμινισμοί. Νομίζω αυτό κάπως τα συνοψίζει. Το ότι προφανώς ζούμε σε ένα σεξιστικό συγκείμενο, όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι γεγονός. Υπάρχουν όμως διεκδικήσεις που καλυτερεύουν τη θέση, όχι μόνο των γυναικών αλλά και της θηλυκότητας εν γένει, γιατί θεωρώ ότι ο σεξισμός ακουμπάει στην έκφραση της θηλυκότητας, όπου εκφράζεται, ή στην αμφισβήτηση των ετεροκανονικών προτύπων.
— Η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα αγαπήθηκε, πάντως, από το ελληνικό κοινό.
Μα, όταν μια ταινία είναι καλή και ειλικρινής, μιλάει στο κοινό. Στη σφαίρα της μεγάλης ορατότητας που δίνει η τηλεόραση υπάρχει μια πολύ συντηρητική γραμμή και, φυσικά, ζούμε σε μια συντηρητική χώρα. Οι φανατισμένοι συντηρητικοί όμως, οι σκληροπυρηνικοί, δεν είναι η συντριπτική πλειονότητα. Πολλοί είναι δέσμιοι μιας κατάστασης επειδή, τι να κάνουμε, αυτή προάγεται, αυτή ευνοείται. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι σε ένα μεταίχμιο, που είναι συντηρητικοί από κεκτημένη ταχύτητα – δηλαδή δεν είναι απονεκρωμένοι συναισθηματικά.
— Υποφέρει ακόμα ο Έλληνας από το μετεμφυλιακό τραύμα;
Κοίτα, υπάρχει σίγουρα κυτταρική μνήμη σε ατομικό και συλλογικό υποσυνείδητο, την ίδια ώρα όμως έχουμε μεγάλη έλλειψη ιστορικής μνήμης και εκπαίδευσης γύρω από το παρελθόν. Όταν δεν ξέρουμε καν τι έχει συμβεί και μας έχει οδηγήσει στο σήμερα, είναι πολύ δύσκολο να πάμε παρακάτω. Στην Ιστορία, στο σχολείο, δεν διδασκόμαστε ποτέ για τον Εμφύλιο και την πληγή που δημιούργησε. Όταν υπάρχει ένα τραύμα τόσο ανεπεξέργαστο, υπάρχει και ένα συλλογικό τραύμα, το οποίο δεν αναγνωρίζεται.
— Οι Έλληνες σκηνοθέτες σήμερα σκέφτονται περισσότερο από ποτέ «outside of the box». Τι ήταν αυτό που τους ώθησε, λες, να αναζητήσουν μια καινούργια γλώσσα;
Κάθε γενιά έχει τις δικές της ανησυχίες, αντιμετωπίζει τον κόσμο με τα δικά της εργαλεία, φέρνει μια άλλη οπτική και θέλει να δει κάτι με το βίωμα το δικό της. Το ότι εμείς, ως γενιά, είχαμε την ευκαιρία να δούμε πολύ περισσότερες διεθνείς ταινίες και να συνομιλήσουμε με άλλους θεατές και δημιουργούς γι' αυτές εμπλουτίζει το λεξιλόγιο. Σου δίνει κι εσένα την πίστη ότι μπορεί αυτό που κάνεις να αφορά κι άλλους ανθρώπους και να απευθυνθείς σε πιο ευρύ κοινό, όχι αποκλειστικά στις ελληνικές αίθουσες.
— Μια και τις αναφέραμε, όμως, πες μας τι θα γίνει στο «Άνεσις» από τις 3 του Ιουνίου.
Στο «Άνεσις» θα γίνει κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά με τα βραβεία «Ίρις». Θα προβάλουμε τις υποψήφιες ταινίες στον φυσικό τους χώρο, το σινεμά. Είναι κοινή απόφαση του συμβουλίου. Από πέρσι ήταν αυτή η επιθυμία, αλλά λόγω Covid δεν έγινε καν διά ζώσης η τελετή. Οπότε οι ταινίες θα είναι διαθέσιμες και για το κοινό να τις δει. Είμαστε πάρα πολύ χαρούμενοι και ανυπομονούμε να συναντηθούμε. Θα είναι παρόντες οι συντελεστές των ταινιών, θα υπάρξει συνομιλία, θα κάνουμε κουβεντούλα.
— Το βλέπω αυτό τελευταία και μάλιστα όχι μόνο στις πρεμιέρες των ταινιών, ότι οι συντελεστές είναι παρόντες. Στο «Πρόστιμο», ας πούμε, ξέρω ότι κάθε μέρα οι συντελεστές της ταινίας είναι σε μια προβολή.
Το κοινό, κυρίως τη μετά-Covid εποχή, διψάει για curated events. Όταν ξέρει ότι η ταινία δεν είναι μόνο αυτό που θα δει αλλά και μια συνομιλία με κάποιον που την αγαπάει πολύ και ξέρει κάποια πράγματα παραπάνω, με τους ίδιους τους συντελεστές της, συρρέει. Τώρα συναντιόμαστε για να μιλήσουμε κιόλας για τις ταινίες, όχι μόνο για να τις δούμε. Με γεμίζει χαρά αυτή η σκέψη.