«ΔΕΝ ΘΑ ΒΑΛΩ έναν μπεκρή στο σπίτι μου» - «Κι εγώ δεν δέχομαι εντολές από κανέναν». Με αυτή την πικρή ανταλλαγή στην πρώτη τους γνωριμία, διάρκειας πέντε δευτερολέπτων, μαθαίνουμε περισσότερα για τον χαρακτήρα του άνδρα και της γυναίκας στα «Νεκρά Φύλλα» απ’ ό,τι στις περισσότερες ταινίες που είδαμε μέσα στη σεζόν, μέσα σε ώρες επεξηγήσεων και ωκεανούς εξερεύνησης του background και των προθέσεων κάθε ήρωα.
Ο Άκι Καουρισμάκι, ραψωδός των μοναχικών καουμπόηδων του Βορρά, είχε ανέκαθεν έναν συμπονετικά τηλεγραφικό τρόπο να περιγράφει τους ραγισμένους πρωταγωνιστές του – προτιμά ένα ροκαμπίλι ή μια μπαλάντα για να αναφερθεί εμμέσως πλην σαφώς στην κατάστασή τους, να υπογραμμίσει ή να κινηθεί δραματικά, δανειζόμενος από τους κώδικες του βωβού ή εμπιστευόμενος τη μουσική, γιατί τα λόγια συνήθως είναι περιττά.
Μιζέρια παντού, με ενδιάμεσους σταθμούς σε έρημους δρόμους, στάσεις λεωφορείων, μικρά καφέ, σε ένα καραόκε μπαρ και μια art αίθουσα κινηματογράφου για τα ραντεβού, με κλασικό φόντο τους πράσινους τοίχους και τη '50s αισθητική, πάντα lo- fi.
Η Άνσα και ο Χολάπα είναι αταίριαστοι –και ποιο ζευγάρι δεν είναι στη φιλμογραφία του Φινλανδού– και ντροπαλοί, σχεδόν στοιχειωμένοι από τη μοναξιά τους, λακωνικοί και αγοραφοβικοί. Εκείνη δουλεύει σε ένα σούπερ μάρκετ και απολύεται για ασήμαντη και άδικη αφορμή. Εκείνος εργάζεται σε οικοδομές και απολύεται επειδή τραυματίζεται και συλλαμβάνεται πιωμένος στο απαραίτητο αλκοτέστ. Είναι αλκοολικός χωρίς ενοχές και πρόθεση να αλλάξει, τουλάχιστον μέχρι να σκεφτεί σοβαρότερα αν η καρδιά του έχει προτεραιότητα έναντι της συνήθειας. Η Άνσα έχει χάσει πατέρα και αδελφό από το πιοτό και προτιμά να μένει χωρίς ταίρι, με το ραδιόφωνο στη διαπασών να μεταδίδει ειδήσεις από το μέτωπο στην Ουκρανία, τα νεότερα για βομβαρδισμούς και νεκρούς.
Στη γενικότερη μιζέρια, ο Χολάπα, που δεν έχει πει καν το μικρό του όνομα, χάνει το χαρτάκι που εκείνη του δίνει με το τηλέφωνό της αμέσως μετά την προβολή μιας ταινίας –κλείσιμο ματιού– του Τζιμ Τζάρμους, έτερου συνοδοιπόρου του Καουρισμάκι και μόνιμου διεκδικητή βραβείων στις Κάννες, αν και επίσης χωρίς Χρυσό Φοίνικα στο ενεργητικό του, και, απλά, χάνονται και πάλι στη μοναξιά τους.
Μιζέρια παντού, με ενδιάμεσους σταθμούς σε έρημους δρόμους, στάσεις λεωφορείων, μικρά καφέ, σε ένα καραόκε μπαρ και σε μια art αίθουσα κινηματογράφου για τα ραντεβού, με κλασικό φόντο τους πράσινους τοίχους και τη '50s αισθητική, πάντα lo- fi. Και παρά το διάχυτο φθινοπωρινό πνεύμα, τις γνώριμες ρετρό εμμονές του και τις απλές γραμμές, ο Καουρισμάκι επιφυλάσσει ανοιξιάτικη διάθεση για τα δυο ανθρώπινα πεσμένα φύλλα της ταινίας του με μια σινεφίλ ανάσα μελό καθαρότητας σε ένα φεστιβάλ φορτωμένο με πολύπλοκα θέματα και auteur-ίστικη φιλολογία.