Με αφορμή τη φθίνουσα δημοτικότητα του αγαπημένου του Μίκυ Μάους, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ βρήκε την ευκαιρία να βάλει με μεγαλοπρέπεια τη σφραγίδα του στο κινούμενο σχέδιο, ένα είδος που ούτως ή άλλως είχε εξακοντίσει σε τρομακτικά ύψη δημιουργικότητας και πρωτοτυπίας.
Η Φαντασία δεν έμοιαζε με τίποτε άλλο που είχε προηγηθεί μέχρι τότε. Βλέποντας το κόστος παραγωγής του Sorcerer's Apprentice, με ήρωα τον Μίκυ, σε κλασσική μουσική υπόκρουση (μια ασυνήθιστη επιλογή), να αυξάνει δυσανάλογα προς τη συνηθισμένη διατίμηση των ταινιών μικρού μήκους που σκάρωνε κάτω από την ομπρέλα των Silly Symphonies, αποφάσισε να το συμπεριλάβει σε ένα ακόμη ασχημάτιστο σπονδυλωτό του όραμα, πάντα με συνοδεία κλασσικών κομματιών. Έπεισε τον Λέοπολντ Στοκόφσκι να διευθύνει την ορχήστρα της Φιλαδέλφειας (αν και στην ταινία ένας άλλος ενορχηστρωτής κρατούσε το μπατόν και εισήγαγε διαδοχικά τα κεφάλαια) και έδωσε εντολή στα «τσακάλια» του, τους αφοσιωμένους animators που εργάζονταν νυχθημερόν, να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό σε ένα σχέδιο που ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Επειδή το βίτσιο του Ντίσνεϊ ήταν να ξεπερνάει τον εαυτό του βάζοντας ψηλά τον πήχη, έδωσε μεγάλη σημασία στον ήχο, καθώς το πάντρεμα της «ποιοτικής» κλασσικής μουσικής με τα «λαϊκά» καρτούν δεν είχε ξαναγίνει στο παρελθόν - τουλάχιστον όχι σε τέτοια κλίμακα. Το ηχητικό σύστημα που παρήγγειλε κόστισε πάνω από 200 χιλιάδες δολάρια, μια περιουσία για τα προπολεμικά δεδομένα. Ο Ντίσνεϊ θέλησε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση στον θεατή πως ακούει μια ζωντανή ορχήστρα στην αίθουσα και οι ηχολήπτες πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό το ποθούμενο αποτέλεσμα, εγγράφοντας σε πολλαπλά κανάλια, κάνοντας overdubs και ελαττώνοντας θορύβους και φυσήματα. Οι εφευρέσεις αυτές, που αποτυπωμένες στην ηχητική μπάντα γέννησαν ένα στερεοφωνικό surround σύστημα που βαφτίστηκε «fantasound», ήταν πρωτότυπες και ριζοσπαστικές, αποτέλεσαν δε τη βάση για την εξέλιξη των ηχογραφήσεων που θα ακολουθούσαν πολύ αργότερα, στο σινεμά αλλά κυρίως στη δισκογραφία.
Μετά τον θάνατο και του τελευταίου Ντίσνεϊ στην εταιρεία, κανένα πλάνο για συνέχεια, προσθήκη ή υποσημείωση στη Φαντασία δεν έχει ανακοινωθεί.
Αυτή η υπερφιλόδοξη «κουρελού» υψηλής πιστότητας και σχεδιασμού που αψηφούσε κάθε κατηγορία, καθώς απευθυνόταν εξίσου στα παιδιά και τους ενήλικες, τους σινεφίλ και τους μελομανείς, τους αστούς και την επαρχία, έκανε πρεμιέρα το Νοέμβριο του 1940, σε επιλεγμένες και αποκλειστικές προβολές, το λεγόμενο roadshow που κάποτε προϋπάντιζε μια ταινία-γεγονός, συνήθως σε διακεκριμένα κινηματοθέατρα. Οι κριτικές ήταν εξαιρετικά θετικές στο σύνολο τους, αλλά το φιλμ δεν είχε καριέρα στην Ευρώπη, καθώς η συγκυρία ήταν δραματικά αρνητικά: ο πόλεμος είχε ήδη ξεσπάσει και το ευρωπαϊκό κοινό έμελλε να δει τη Φαντασία, όπως και τις περισσότερες αμερικανικές ταινίες μετά το 1945. Η RKO που έλεγχε αρκετές αίθουσες είχε ενστάσεις ως προς τη φύση και τη μεγάλη διάρκεια του φιλμ, που ξεπερνούσε τις 2 ώρες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο αναγκαστικό διάλειμμα. Τα χρήματα που ξοδεύτηκαν (πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια) η Φαντασία δεν τα έβγαλε στην πρώτη προβολή και την πρώτη επανέκδοση της.
Ακολούθησαν πολλές στις επόμενες δεκαετίες και τελικά, μαζί με τις εισπράξεις της Ευρώπης και τα έσοδα από το home entertainment, το στοίχημα του Ντίσνεϊ καρποφόρησε. Το επόμενο μεγάλο χτύπημα του μάστορα του κινουμένου σχεδίου ήταν η υλοποίηση της πρώτης Disneyland στην Καλιφόρνια, αλλά το magnum opus του παραμένει η κατά βάση ανομοιογενής, ενίοτε κιτς και υπερβολική, αλλά συχνότατα ιδιοφυής συρραφή διαφορετικών ιστοριών, από τη Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό μέχρι τους ιπποπόταμους που χορεύουν σα μπαλαρίνες με μια σειρά από χαρακτήρες που το μόνο τους κοινό ήταν η αχαλίνωτη φαντασία των σχεδιαστών και φυσικά η κλασσική μουσική υπόκρουση.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του '30, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν είχε εξάρει την τελειομανία του Ντίσνεϊ σε ότι κι αν καταπιανόταν, τη φορμαλιστική, πρωτεϊκή δύναμη των σκίτσων του και κυρίως την ικανότητά του να προκαλεί έκσταση στις μάζες, και να τις τροφοδοτεί με αρχέτυπα που γέμιζαν την ανθρώπινη ψυχή. Η Φαντασία ήταν ίσως η απάντηση του Αμερικανού πρωτοπόρου στους επαίνους του μεγάλου Ρώσου κινηματογραφιστή (και θεωρητικού). Παρά τις πρακτικές δυσκολίες και την απολογητική στάση του Ντίσνεϊ για τις χαμένες ευκαιρίες στις λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είχαν γίνει ακόμη καλύτερες, ο ίδιος δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το στάνταρ που έθεσε. Πού να το φανταζόταν αυτό το βασικά συντηρητικό συμπίλημα υπερκαπιταλιστή επιχειρηματία και ασυμβίβαστου καλλιτέχνη, πως ένα νεόκοπο κοινό, κυρίως από ανήσυχους φοιτητές, θα έβλεπαν την ταινία στην επανέκδοση στις αίθουσες το 1969, και θα την άκουγε κανονικά, κάτω από την επήρεια ψυχοτροπικών ουσιών! Η έκσταση, που έλεγε και ο Σεργκέι...
Ακριβώς 60 χρόνια αργότερα, ο ανιψιός του, ο Ρόι Ντίσνεϊ (που του έμοιαζε πολύ στην εμφάνιση αλλά όχι και στο drive) έπεισε το αφεντικό του στα Disney Studios, τον Μάικλ Άισνερ, να ολοκληρώσουν μια ιδέα που σιγοψηνόταν από το 1974, για ένα εξίσου πρωτοποριακό sequel της Φαντασίας. Η Φαντασία 2000 καινοτόμησε ως προς τον συνδυασμό του ψηφιακού σχεδίου με το παραδοσιακό χειροποίητο, αλλά της έλειπε η μαγεία και το κάτι παραπάνω, ή το κάπου παραπέρα από την εποχή. Βαδίζοντας πάνω σε μια παλιομοδίτικη λογική (και αναγκαστικά πάνω στα μονοπάτια του original) η ταινία ακολούθησε την ίδια σπονδυλωτή δομή, με προσωπικότητες όπως ο Κουίνσι Τζόουνς, η Άντζελα Λάντσμπερι και ο Στιβ Μάρτιν στο σύντομο ρόλο του εισηγητή της κάθε μουσικο-κινηματογραφικής ενότητας. Το σκετς της Γαλάζιας Ραψωδίας, ένας σβέλτος, δαιμονιωδώς μονταρισμένος φόρος τιμής στο ύφος του illustrator Αλ Χίρσφελντ, ξεχώριζε αισθητά από το faux μελό και τη βεβιασμένη κωμικότητα της όλης υπόθεσης.
Οι εισπράξεις δεν χτύπησαν κόκκινο, γιατί οι προβολές κυρίως σε IMAX αίθουσες δεν εξασφάλιζαν την χωρητικότητα που απαιτείτο για την απόσβεση. Βλέποντας τις πενιχρές επιδόσεις, ο Άισνερ χαρακτήρισε την ταινία μια «τρέλα του Ρόι», και τον ίδιο ατάλαντο. Μετά τον θάνατο και του τελευταίου Ντίσνεϊ στην εταιρεία, κανένα πλάνο για συνέχεια, προσθήκη ή υποσημείωση στη Φαντασία δεν έχει ανακοινωθεί.
σχόλια