Πέραν του Ελληνικού, του Διεθνούς Διαγωνιστικού και του Διεθνούς Σπουδαστικού Διαγωνιστικού, συντρέχουν 3 παράλληλα τμήματα, το oικολογικής ευαισθησίας Short and Green, το Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα Animation και το Cinematherapy, μια πρωτότυπη δράση με επικεφαλής την ψυχοθεραπεύτρια Ντενίζ Νικολάκου που παντρεύει το σινεμά με την ψυχοθεραπεία.
Το Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα αποτελεί, παραδοσιακά, την αιχμή του δόρατος, το τμήμα που ενδιαφέρει περισσότερο την επαγγελματική και τη σινεφίλ κοινότητα, καθώς μέσα από αυτό διακρίνονται τα ταλέντα του μέλλοντος. 30 ταινίες διέθετε η φετινή σοδειά, με τις γυναίκες δημιουργούς να καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος – μετρήσαμε 19 γυναικείες υπογραφές.
Η ταινία που ξεχώρισε φέτος κι αγάπησαν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είναι το Από το Μπαλκόνι του Άρη Καπλανίδη, ένα animation που εξελίσσεται σε μια γειτονιά της Νέας Φιλαδέλφειας. Με μια λεπτοδουλεμένη, ταχύτατη πρόζα και άξονα μια γειτόνισσα που παρατηρεί από το μπαλκόνι της τους πάντες και τα πάντα ο Καπλανίδης ξεδιπλώνει μια σειρά από γνώριμους νεοελληνικούς ανθρωπότυπους σε ένα φιλμ με τόσα λεκτικά και οπτικά ευρήματα που απαιτεί επαναληπτικές προβολές, ώστε να τα αφομοιώσεις όλα. Το λαϊκό σάουντρακ, η άψογη δουλειά του φωνητικού καστ, ο γρήγορος ρυθμός, η επιμέλεια στο σκίτσο και ένα φινάλε που έρχεται από το πουθενά για να κάνει όλο το σώμα σου να μουδιάσει συγκροτούν μία από τις καλύτερες δουλειές που είδαμε τα τελευταία χρόνια από έλληνα μικρομηκά. Πραγματικά, πολλά συγχαρητήρια.
Η ταινία που ξεχώρισε φέτος κι αγάπησαν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είναι το «Από το Μπαλκόνι» του Άρη Καπλανίδη, ένα animation που εξελίσσεται σε μια γειτονιά της Νέας Φιλαδέλφειας.
Στο Βανκούβερ της Άρτεμης Αναστασιάδου, όπου παρά τη διάρκεια, δεν πετάς ούτε δράμι φιλμ, σε κερδίζει πρωτίστως η χημεία ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο, τον Βασίλη Κουτσογιάννη, που έχει ευλογηθεί με κινηματογραφική φάτσα, και τη μικρή Μαργιάννα Καρβουνιάρη, μια ανήλικη ηθοποιό που παίζει σαν ενήλικη και δίνει κανονικότατη ερμηνεία – δεν της την «κλέβει» η σκηνοθεσία με reaction shots. Η αδερφική αγάπη προκύπτει μέσα από μικρές, φευγαλέες χειρονομίες, προϊόντα πότε ενός ακατέργαστου (και άρα κινηματογραφικά ιδανικού), υφιστάμενου ερμηνευτικού ενστίκτου και πότε σκηνοθετικού δαιμονίου. Κρατάμε και την αλαφροΐσκιωτη νυχτερινή σεκάνς.
Στο Soul Food του Νίκου Τσεμπερόπουλου ένας πιτσιρικάς που μετακομίζει σε πολυκατοικία με τη μητέρα του και τον σύντροφό της βρίσκει μια άλλη οικογένεια στο πρόσωπο μιας σαραντάχρονης που, λόγω της ροκ εμφάνισής της, γίνεται αντικείμενο χλεύης στη γειτονιά. Ήδη από το αρχικό του μονοπλάνο το φιλμ σε πείθει για τη δεξιοτεχνία και την κατασκευαστική του αρτιότητα, στη συνέχεια σε κερδίζει (και) ο ρεαλισμός του. Οι πιτσιρικάδες μιλούν σαν πιτσιρικάδες, ενώ οι μικρές στιγμές καθημερινού φασισμού έχουν την τραχύτητα της πραγματικότητας αντί για τη στιλιζαρισμένη κινηματογραφική σκληρότητα. Δεν έχουμε να κάνουμε με ανερχόμενο ταλέντο, αλλά με έτοιμο δημιουργό.
Μια ιπτάμενη κατσίκα, αθερίνες που κολυμπούν στο τηγάνι, το φάντασμα ενός παππού που χαιρετά τον εγγονό του σε έναν κατασκότεινο χωματόδρομο είναι μερικές από τις εικόνες που στοιχειώνουν το Απαλλού του Νίκου Αυγουστίδη, όπου το φανταστικό και το πραγματικό συνυπάρχουν με τον τρόπο της παραδοσιακής ελληνικής μυθοπλασίας. Φροντισμένη παραγωγή, ιδιαίτερη κινηματογραφική ματιά και συμπαγής ατμόσφαιρα, στην οποία συνδράμουν τα πνευστά και τα έγχορδα του soundtrack του Λευτέρη Βενιάδη.
Στο Μετά το Μεσημέρι του Αλέξη Κουκιά-Παντελή δύο εραστές συναντιούνται καιρό μετά τον χωρισμό τους εν μέσω πανδημίας. Τα κοντινά πλάνα υπογραμμίζουν την εγγύτητα της συνάντησης, η σημειακή δραματουργία (υπερ)καλύπτεται από ένα στιγμιότυπο αμηχανίας (και ένα επακόλουθο τρυφερότητας) που σχεδόν σπάει την τεχνητότητα του μέσου – κατά ένα μέρος νιώθεις σαν να παραβιάζεις μια τρομερά ιδιωτική στιγμή.
Σε ανάλογα ανθρώπινο και εξομολογητικό μήκος κύματος, αλλά με μεγαλύτερη οικονομία και, πιθανότατα, την καλύτερη (και πιο κινηματογραφική) ερμηνεία του τμήματος –εκείνη της Ρομάννα Λόμπατς– ,το λιτό Δεν Θέλω να Ξεχάσω Τίποτα αφορά δυο αδερφές που μιλούν στο τηλέφωνο, καθώς προετοιμάζονται για την κηδεία της μητέρας τους. Η περιγραφικότητα των διαλόγων ίσως ξενίσει κάποιους, αποτυπώνει, όμως, με ακρίβεια την αποστασιοποίηση ανθρώπων που είχαν την ατυχία να έχουν όλο τον χρόνο να προετοιμαστούν για τη φυγή ενός αγαπημένου –μας το πιστοποιεί μια αναφορά σε χημειοθεραπεία–, πάντα μέχρι την ώρα της συνειδητοποίησης, για την οποία ποτέ δεν είσαι έτοιμος.
Το Exploitation της Μαρίνας Συμεού με τη δυτικότροπη αισθητική και τη noir αφήγηση λειτουργεί καλύτερα ως άσκηση ύφους, παρά ως φεμινιστική δήλωση, η οποία εξαντλείται σε έναν στείρο ρεβανσισμό και κερδίζει αρκετά από την κωμική στόφα του Γιάννη Δρακόπουλου σε εκείνη τη σκηνή που δίνει μια ταραντινική νότα στο επαρχιακό καφενείο μιας παρατημένης ελληνικής κωμόπολης.
Αν υπάρχει ένας κοινός τόπος ανάμεσα στις περισσότερες ταινίες της φετινής σοδειάς, είναι οι εικόνες εγκατάλειψης από την ελληνική επαρχία. Ακόμα και στο ευφορικών διαθέσεων φιλμάκι του Μιχάλη Μαθιουδάκη με τίτλο Στο Αεροδρόμιο ο πρωταγωνιστής είναι υπεύθυνος στο αεροδρόμιο ενός νησιού που δεν πατάει ποτέ κανείς. Ευτράπελα όπως η εισβολή αμνοεριφίων στον αεροδιάδρομο διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της κωμωδίας, η διάρκειά του κλέβει λίγο από τις θετικότατες εντυπώσεις, σε κάθε περίπτωση αιώνια ευγνωμοσύνη γιατί μας σύστησε το τραγούδι «Εγώ δεν είμαι σαν τους Μπιτλς» του Βαγγέλη Περπινιάδη, που αγνοούσαμε εντελώς.
Ένα τραγούδι που επίσης αγνοούσαμε μας συστήνει η Αθηνά Γεωργία Κουμελά στο πιο πειραματικό Γιαφ Γιουφ. Πρόκειται για ένα παλιό, ομώνυμο ρεμπέτικο γύρω από το οποίο η Κουμελά στήνει ένα αρμοστά μαύρο (αν και ελαφρώς επαναλαμβανόμενο) animated «βιντεοκλίπ». Το τραγούδι περιγράφει την εμπειρία της φυλακής από τη γυναικεία σκοπιά, σπάνιο φαινόμενο στο εν λόγω μουσικό είδος, το οποίο έχει δοξάσει την ανδρική εμπειρία της φυλάκισης μέσα από τραγούδια όπως οι «Φυλακές του Ωρωπού» του Γιωργου Μπάτη.
Υπό μια ευρεία έννοια μουσικού ενδιαφέροντος είναι και το Βαθύκοφτο της Ιωάννας Κρυωνά, όπου ένα misheard lyric στέκεται η αφορμή για να ξεσπάσει καβγάς ανάμεσα σε δύο φίλες στο Βερολίνο. Κινητικό, εύθυμο, ολότελα αβαρές –για μας αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα–, με βερολινέζικο ρεπεράζ, δυο φωτογενέστατες και ικανότατες πρωταγωνίστριες, γνώση του κώδικα της γυναικείας φιλίας και μια αυθάδη στιχουργική διόρθωση του επίμαχου άσματος στο φινάλε, το Βαθύκοφτο ήταν, για μας, από τις πιο ενδιαφέρουσες φετινές συμμετοχές.
Μια παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι, παρά τη θεωρητικά εγγενή οικονομία του φορμά μικρού μήκους, αρκετές συμμετοχές υπερέβαιναν τη δέουσα διάρκεια –το δέον κρίνεται πάντοτε ad hoc– ακροβατώντας ανάμεσα στην ξεχειλωμένη μικρού μήκους και την ελλιπή μεγάλου. Ναι, η δουλειά στο δωμάτιο του μοντάζ είναι σωστή σπαζοκεφαλιά, κατανοούμε και τη συναισθηματική δυσκολία της όποιας αφαίρεσης, η οικονομία, όμως, είναι δομικό στοιχείο του καλού σινεμά. Και στο φετινό διαγωνιστικό είδαμε δείγματα τέτοιου, είδαμε και υποσχέσεις τέτοιου. Και ο δρόμος για να μειωθεί η απόσταση από την «υπόσχεση» στο «δείγμα» ίσως να είναι (και) η αφαίρεση.
Και του χρόνου.