«Ο ΩΡΑΙΟΣ ΑΣΧΗΜΟΣ». Τι να σημαίνει άραγε αυτή η φράση σήμερα, όταν όλοι οι μεγάλοι σταρ του Χόλιγουντ σε σινεμά και τηλεόραση είναι είτε πρώην μοντέλα είτε… νυν (όταν τα βρίσκουν σκούρα); Γιατί μπορεί ο Ζαν Πολ Μπελμοντό που χάσαμε σήμερα να μην είχε το τέλειο πρόσωπο του Μπραντ Πιτ, τη σχεδόν πλαστική ομορφιά του Τιμοτέ Σαλαμέ ή την κοψιά ολάκερης της υπερηρωικής στρατιάς της Marvel ή της DC (θα μπορούσαν άνετα να πρωταγωνιστούν σε ένα promo φιλμάκι της ευγονικής – αν κάποιος θα ήθελε να μας την πουλήσει δηλαδή), ο ίδιος όμως δεν έδινε δεκάρα. Και «ρέφαρε» με αυθάδεια, τσαμπουκά αλλά και γνήσια macho γοητεία, την εποχή εκείνη που, αν ήσουν όντως τοξικός, δεν ήσουν δα και τόσο αρρενωπός.
Γεννημένος στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού, ο Μπεμπέλ μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια: Ο πατέρας γλύπτης, η μαμά ζωγράφος. Αντιδραστικός από τότε, επιλέγει την πυγμαχία: στη σύντομη καριέρα του στα ρινγκ, μάλιστα, είχε μόνο νίκες (σε τρεις περιπτώσεις έριξε νοκ-άουτ τους αντίπαλους του από τον πρώτο γύρο) μέχρι που, τελικά, τον κέρδισε η υποκριτική, καθώς το 1950 έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού.
Η συνέχεια δεν θα μπορούσε να είναι πιο φαντασμαγορική: Τρεις ταινίες με τον Ζαν Λικ Γκοντάρ και μαζί μ’ αυτές, συνεργασίες με τον Φρανσουά Τριφό, τον Αλέν Ρενέ, τον Κλοντ Σοτέ, τον Λουί Μαλ, τον Κλοντ Σαμπρόλ και τον Ζαν Πιερ Μελβίλ (ο Τριφό τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον πιο ολοκληρωμένο ηθοποιό της γενιάς του»). Ως «Εφημέριος» (Léon Morin, Prêtre) απέδειξε πως μπορούσε να φέρει εις πέρας και δύσκολους ρόλους λεπτών αποχρώσεων.
Αλλά ο Μπεμπέλ δεν ήταν εκλεκτικός. Του άρεσε το σινεμά, του άρεσε η περιπέτεια, του άρεσε και η δουλειά: Από τις 80 ταινίες της φιλμογραφίας του, οι μισές γυρίστηκαν στη δεκαετία του ‘60.
Αντιπροσώπευσε μια μορφή ακραίας αντίδρασης ενάντια στη μεταπολεμική μανία για ασφάλεια: Στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, ο «Μπεμπέλ» (όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι οπαδοί του) περιφέρεται ως άλλος «επαναστάτης χωρίς αιτία», παριστάνοντας μεν τον Μπόγκαρτ, αλλά με κοστούμια που του είναι εμφανώς πολύ φαρδιά και με μια χαρακτηριστική όσο και αξιοζήλευτη απάθεια. Σκοτώνει έναν αστυνομικό και παίρνει όλες τις λάθος αποφάσεις – αλλά εσύ τον θαυμάζεις, ακόμα και σήμερα.
Η δε περσόνα που καθιέρωσε ο Μπελμοντό, μετά τα μεγάλα σουξέ του στη Νουβέλ Βαγκ, χρωστούσε αρκετά στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Έναν αντι-ήρωα δηλαδή, με κώδικα αυστηρό, σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, αλλά και με βαθιά, εσωτερική γνώση της φύσης του εχθρού που ήξερε και τις δύο πλευρές του νόμου και ήταν αρκετά σκληρός να κάνει το σωστό. Με μοναδική διαφορά πως το επέλεγε, ανεξαρτήτως του ποια πλευρά υπηρετούσε, όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή έτσι γούσταρε (διόλου τυχαίος ο τίτλος μιας μεταγενέστερης περιπέτειας του: «Μπάτσος ή αλήτης;»).
Και φυσικά, αντιπροσώπευσε μια μορφή ακραίας αντίδρασης ενάντια στη μεταπολεμική μανία για ασφάλεια: Στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, ο «Μπεμπέλ» (όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι οπαδοί του) περιφέρεται ως άλλος «επαναστάτης χωρίς αιτία», παριστάνοντας μεν τον Μπόγκαρτ, αλλά με κοστούμια που του είναι εμφανώς πολύ φαρδιά και με μια χαρακτηριστική όσο και αξιοζήλευτη απάθεια. Σκοτώνει έναν αστυνομικό και παίρνει όλες τις λάθος αποφάσεις – αλλά εσύ τον θαυμάζεις, ακόμα και σήμερα, κόντρα (και πάλι) στις εκνευριστικές διδαχές «αυτοβελτίωσης» που πρωταγωνιστούν σήμερα.
Στα '70s πάντως γνωρίσαμε έναν άλλο Μπελμοντό – αν και η ουσία αυτού του χαρακτήρα που αγαπήσαμε στα παλαιότερα φιλμ του, παρέμεινε: Ήταν και πάλι αυθάδης, και πάλι προκλητικός, απλά σε ταινίες πιο εμπορεύσιμες, όπου όμως εκτελούσε ο ίδιος όλα τα stunts, όλες δηλαδή τις επικίνδυνες σκηνές, χωρίς τη βοήθεια κάποιου κασκάντερ. Μάλιστα ενσάρκωσε έναν στην πολύ αστεία κωμωδία «L’animal», παρέα με τη Ράκελ Γουέλς το 1977. Λίγα χρόνια πριν είχε κάνει ακριβώς το ίδιο, γυρίζοντας στην Ελλάδα –σε Πειραιά, Αθήνα και Κέρκυρα– το συγκλονιστικό «Le casse», που προβλήθηκε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες στη «Ριβιέρα», σε μια μεταμεσονύχτια συνεργασία του «Midnight Express» με το «Ξαφνικά Φέτος το καλοκαίρι» του Ηλία Φραγκούλη, που επέλεξε και το φιλμ.
Πάλι δεν χορταίναμε να βλέπουμε αυτό το αυθάδικο, τραχύ όσο και μεταδοτικό χαμόγελο του ήρωα που πρωταγωνίστησε στις ταινίες του Ανρί Βερνέιγ, του Κλοντ Ζιντί, του Λοτνέρ και του Ντε Μπροκά. Ταινίες που δεν αγάπησαν οι κριτικοί, αλλά λατρεύτηκαν ανά την υφήλιο, καθώς η Ευρώπη ακόμα μπορούσε να προσφέρει δυνατό «προϊόν» και να κοντράρει στα ίσα τα αστυνομικά θρίλερ του Χόλιγουντ.
Εξάλλου κανείς Αμερικανός τότε δεν είχε αυτόν τον «αέρα». Αυτός, άλλωστε, ήταν που τον έκανε ακαταμάχητο, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες της εποχής του. Οι τελευταίοι ήθελαν να του μοιάζουν και οι πρώτες να τον έχουν (κανείς δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα όταν αποκαλύφθηκε ο παράνομος δεσμός του με την Ούρσουλα Άντρες που οδήγησε στο διαζύγιό του με την Ελοντί Κονσταντάν).
Από μια άποψη, μπορούμε να βρούμε όλο αυτό το χαρακτηριστικό θράσος στους ήρωες που λάνσαρε η Αμερική από τα τέλη του ’80 και μετά, με ηθοποιούς σαν τον Μπρους Γουίλις που, στις πρώτες ταινίες της σειράς «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», εξολοθρεύει μια ολάκερη ομάδα τρομοκρατών εκτοξεύοντας κυνικά καλαμπούρια και πηδά από ένα φλεγόμενο αεροπλάνο – η διαφορά όμως είναι πως ο τελευταίος το έκανε με τη βοήθεια των ειδικών εφέ καθώς ήταν καλός μόνο στα καλαμπούρια. Ενώ ο Μπεμπέλ μπορούσε άνετα να κρεμαστεί από ένα αληθινό αεροπλάνο εν πτήση στο αντιναζιστικό έπος «Ο άσσος των άσσων», με τον τηλεφακό να δουλεύει υπερωρίες ούτως ώστε να σιγουρευτούμε πως, ναι, είναι αυτός που ρισκάρει τη ζωή του μπροστά στα μάτια μας και όχι κάποιος ανώνυμος κασκαντέρ. Στο συγκλονιστικό «Τρόμος πάνω από την πόλη» κρέμεται από ελικόπτερα, τρέχει πάνω σε κινούμενα τρένα και χοροπηδάει από οροφές πανύψηλών κτηρίων, ενώ εξίσου θεαματικές κασκάντες εκτελεί στον αθάνατο «Επαγγελματία» (με την αξέχαστη μουσική του Ένιο Μορικόνε) – με εμάς να συνεχίζουμε να τον θαυμάζουμε.
Όσο για μένα προσωπικά, που τον αγάπησα από μικρός, νοικιάζοντας μανιωδώς τις ταινίες του τα πρώτα χρόνια της εθνικής μας βιντεομανίας, δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα από κοντά, δέκα χρόνια πριν: Σε μια τελετή βράβευσης για το σύνολο της καριέρας του, στο Φεστιβάλ Καννών. Εκείνο το βράδυ, στο Palais Du Cinema, βρέθηκαν όλοι οι παλιοί του φίλοι – και μαζί η αφρόκρεμα του γαλλικού σινεμά: Η Κλαούντια Καρντινάλε, ο Ζαν Ροσφόρ, ο Ζιλ Ζακόμπ, ο Κλοντ Λελούς, ο Ζορζ Λοτνέρ, η Φέι Ντάναγουεϊ, ο Ζαν-Πολ Ραπενό, ο Ξαβιέ Μπουβουά, άλλοι τόσοι ακόμα, και στη μέση ο ίδιος. Είχαμε μόλις δει μια συρραφή όλων των θεαματικών stunts του και είμασταν ήδη αποσβολωμένοι από το θέαμα. Και ο ίδιος, συνοδευόμενος από τη 45 χρόνια νεότερή του και πρώην Playmate, Μπάρμπαρα Γκαντόλφι, με μια χαρακτηριστικά «αλήτικη» χειρονομία, πέταξε την πατερίτσα του και περπάτησε προς το μέρος μας, αγνοώντας επιδεικτικά όλα τα κουσούρια από εκείνο το εγκεφαλικό επεισόδιο που τον άφησε ημιπαράλυτο το 2001.
Το χαμόγελο είχε μείνει ίδιο. Ήταν το μόνο stunt που μπορούσε πλέον να εκτελέσει. Και το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μας κάνει.
Η τελετή βράβευσης για το σύνολο της καριέρας του Ζαν Πολ Μπελμοντό, στο Φεστιβάλ Καννών του 2011