Θα αρκούσε μόνο το «Once» (2007) για να χρωστάμε αιώνια ευγνωμοσύνη στον Ιρλανδό Τζον Κάρνεϊ. Προσαρμόζοντας το είδος του μιούζικαλ στο indie ιδίωμα, ο Kάρνεϊ αφηγείται μια (παρ’ ολίγον) ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν μουσικό του δρόμου και μια πλανόδια ανθοπώλισσα και συνθέτει μια δουβλινέζικη φιλμική μπαλάντα σαν εκείνες στις οποίες βρυχάται ο πρωταγωνιστής Γκλεν Χάνζαρντ.
Ακολούθησε το νόστιμο «Βeing There» (2013) με τον μουσικό παραγωγό Μαρκ Ράφαλο να ψάχνει κάτι φρέσκο και να βγαίνει στους δρόμους για ηχογράφηση παρέα με την Κίρα Νάιτλι, για να έρθει η ακαταμάχητη ‘80s φούσκα του «Sing Street» (2016) και να επιβεβαιώσει ότι έχουμε να κάνουμε με δημιουργό από εκείνους που σε καθησυχάζουν πως βρίσκεσαι σε καλά χέρια, ακόμα και στις ελάσσονες στιγμές του.
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μαντικές ιδιότητες για να προβλέψετε πως, αν και διαφορετικός ο αρχικός στόχος, τελικά η μουσική θα φέρει πιο κοντά τη Φλόρα και τον Υιό, όπως θα είναι ο τίτλος της αυτοσχέδιας μπάντας τους.
Αν υπάρχει ένα κοινό μοτίβο σε αυτές τις ταινίες, είναι η μουσική ως ενωτικός παράγοντας, ως το μέσο που φέρνει τους χαρακτήρες κοντά. Η από κοινού τραγουδοποιία των τελευταίων αναδεικνύεται σε ύψιστη αγαπητική χειρονομία. Στο «Once» οι ήρωες ερωτεύονται μέσα από τη μουσική δημιουργία, στο «Being There» βρίσκουν μέσω αυτής τον τρόπο να επικοινωνήσουν τη μοναξιά τους, ενώ στο «Sing Street» τα τραγούδια φτιάχνουν τη συντροφιά και εκπληρώνουν τη φαντασίωση «απόδρασης» από ένα (κατά τα άλλα) ασφυκτικό Δουβλίνο.
Στο «Flora and Son» (2023) ο Κάρνεϊ παραμένει στο Δουβλίνο, τους ανθρώπους του οποίου ξέρει καλά. Είναι, βέβαια, ένα Δουβλίνο τεχνητό, ένα Δουβλίνο ιδωμένο μέσα από το φίλτρο της κομεντί, το είδος που υπηρετεί εδώ ο σκηνοθέτης.
Η Φλόρα είναι 31 ετών και χωρισμένη από τον σύζυγό της, έναν αποτυχημένο μουσικό, με τον οποίο μοιράζονται την επιμέλεια του έφηβου γιου τους, του Μαξ. Θα ήταν ευφημισμός αν λέγαμε ότι η σχέση της με τον Μαξ έχει προβλήματα.
Φαίνεται αδύνατο να βρουν κοινό τόπο μεταξύ τους, σε μεγάλο βαθμό με δική της ευθύνη, καθώς πρέπει να συμφιλιώσει τη μέριμνα και την έγνοια για το παιδί με τη στενοχώρια και την ανησυχία για τη ζωή που δεν έζησε, την οποία πνίγει πίσω από μπόλικα νεύρα, εριστική συμπεριφορά, μπουκάλια κρασιού και μια ενίοτε ξεκαρδιστική ελευθεροστομία.
Μια παρένθεση εδώ, για να πούμε ότι χαιρετίζουμε ένα κινηματογραφικό trend της τελευταίας διετίας που θέλει τους μητρικούς χαρακτήρες πιο άνετους να εκφράσουν τη δυσφορία τους για τις συνέπειες της ιδιότητάς τους, ένα θέμα ταμπού εντός κι εκτός οθόνης. Μια ενδεχόμενη υποψηφιότητα της Φλόρα για μητέρα της χρονιάς θα ήταν φιάσκο, αν και της αναγνωρίζουμε ότι προσπαθεί. Θα ανασύρει, π.χ., μια κιθάρα από τα σκουπίδια, την οποία θα πληρώσει για να επισκευάσει, ως δώρο γενεθλίων για τον Μαξ.
Ο Μαξ θα απορρίψει το δώρο. Ίσως να έφταιξε λίγο και το γεγονός ότι ξέχασε τα γενέθλιά του και του το έδωσε ετεροχρονισμένα, μα τα σκουπίδια του ενός είναι ο θησαυρός του άλλου, όπως λέει μια βρετανική παροιμία, και έτσι η Φλόρα θα αξιοποιήσει αυτήν τη νέα προσθήκη στο μικρό διαμέρισμά τους, ξεκινώντας διαδικτυακά μαθήματα με τον Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, τον οποίο θέλαμε να δούμε σε τραγουδιστικό ρόλο από τότε που ερμήνευε το «What are you doin’ New Year’s Eve» παρέα με τη Ζόι Ντεσανέλ, σε ένα βίντεο που είχε γίνει viral.
Όταν θα ανακαλύψει την έφεση του γιου της στο ραπάρισμα και το crush του για μια συμμαθήτριά του, η οποία φλερτάρει με έναν συνομήλικο trapper, θα τον βοηθήσει να κερδίσει το ενδιαφέρον της, σκαρώνοντας μαζί του ένα τραγούδι κι ένα συνοδευτικό βιντεοκλίπ.
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μαντικές ιδιότητες για να προβλέψετε πως, αν και διαφορετικός ο αρχικός στόχος, τελικά η μουσική θα φέρει πιο κοντά τη Φλόρα και τον Υιό, όπως θα είναι ο τίτλος της αυτοσχέδιας μπάντας τους. Kι αν η σχέση μάνας και γιου αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ταινίας, το ρομάντζο της πρώτης με τον χαρακτήρα του Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ είναι μια μισοψημένη υποπλοκή.
Γενικότερα, κάποιος που θα έβλεπε το ποτήρι μισοάδειο θα έλεγε ότι η ταινία μοιάζει καμωμένη σε ένα φιλμικό GarageBand, μέσω του οποίου ενώθηκαν μοτίβα και… samples από παλιότερα σουξέ του σκηνοθέτη και γέννησαν ένα λιγότερο «επαγγελματικό» αποτέλεσμα.
Εμείς θα προτιμήσουμε να σταθούμε στα καλά στοιχεία, στο φλεγματικό χιούμορ, στην αδιαμφισβήτητη ικανότητα του σκηνοθέτη να φτιάχνει ρομαντικό σασπένς και να πατά τα σωστά κουμπιά για συναισθηματική φόρτιση, καθώς και στην αποκαλυπτική εμφάνιση της Ιβ Χιούσον. Η κόρη του Bono φαίνεται να διαθέτει κωμική στόφα που είχαμε καιρό να εντοπίσουμε σε νέα πρωταγωνίστρια.
Αν εκλάβουμε τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη ως μουσικό άλμπουμ, το «Flora and Son» μάλλον είναι filler. Αν τη δούμε ως μουσικό κομμάτι, μοιάζει περισσότερο με γέφυρα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά, «σημαντικότερα» τμήματα της μελωδίας. Χρειαζόμαστε, όμως, fillers και γέφυρες, δίνουν ανάσες, εκτός των άλλων. Και με το είδος της κομεντί να μη διάγει την καλύτερη περίοδο, θα πάρουμε αυτό που μας έδωσε ο Κάρνεϊ και θα πούμε κι ευχαριστώ.
Η ταινία είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα Apple TV+. Θα συνιστούσαμε να τη φυλάξετε για κυριακάτικη μεσημεριανή προβολή ή, ακόμα καλύτερα, για τα προσεχή Χριστούγεννα – θα καταλάβετε γιατί στο φινάλε.