Σταθερά και παραγωγικά, ο Φρανσουά Οζόν έχει χτίσει μια καριέρα σημαντικού μεγέθους που ξεκίνησε με πρόκληση (το «Sitcom» και το «Amants Criminels»), πέρασε από χαμηλόφωνα σχόλια στις ανθρώπινες σχέσεις, όπως στο αριστουργηματικό «Sous le sable», διέσχισε είδη, όπως η κωμωδία και το μιούζικαλ, με τις «8 Γυναίκες» και συνεχίζει, με ήρεμη φιλοδοξία, να καταπιάνεται με σοφιστικέ δράματα, διασκευάζοντας μυθιστορήματα, θεατρικά ή και ταινίες, όπως φέτος, στην περίπτωση του ερωτικού δράματος «Frantz», του Ερνστ Λιούμπιτς το παραγνωρισμένο «Broken Lullaby» του 1932, που με τη σειρά του βασιζόταν στον «Άνδρα που σκότωσα» του Μορίς Ροστάν, γιου του Εντμόν Ροστάν, συγγραφέα του περίφημου «Σιρανό ντε Μπερζεράκ».
Όπως μας εξήγησε στη συνάντησή μας στο ξενοδοχείο Excelsior, στο πλαίσιο του πρόσφατου Φεστιβάλ Βενετίας, είχε πρώτα διαβάσει το θεατρικό έργο, μετά από προτροπή ενός φίλου, και μόλις έμαθε πως είχε ήδη γυριστεί σε ταινία, εγκατέλειψε την ιδέα. «Πώς να ξεπεράσω τον Λιούμπιτς;», αναρωτήθηκε, αλλά αφού είδε την ταινία, διαπίστωσε πως διαποτίζεται από μια σχεδόν ειδυλλιακή σχέση ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία, καθώς και από τον ιδεαλισμό του Μεσοπολέμου, μια γεμάτη δεκαετία μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, καθώς κανείς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο που θα διαδεχόταν τον πρώτο, το επονομαζόμενο και «Μεγάλο». Ο Γερμανός σκηνοθέτης δεν είχε απομακρυνθεί από τη θεατρική πηγή, ενώ ο Οζόν δοκίμασε τροποποιήσεις, με σημαντικότερη την αλλαγή πλεύσης στο δεύτερο μέρος, δίνοντας την πρωταγωνιστική σκυτάλη στην Άννα. Στο ξεκίνημα, το βάρος πέφτει στον Αντριάν, έναν νεαρό Γάλλο που έρχεται στο χωριό του Γερμανού φίλου του λίγο μετά το 1918, αποθέτει λουλούδια στον τάφο του, γνωρίζεται με τους γονείς του νεκρού και τους μεταφέρει τις ανέμελες στιγμές που μοιράστηκαν ως σπουδαστές στο Παρίσι, και έρχεται κοντά στην αρραβωνιαστικιά του, μια κοπέλα που χρωστάει ευγνωμοσύνη στους γονείς του αγαπημένου της, τους οποίους και αισθάνεται ως δική της οικογένεια και τιμά με απόλυτη αφοσίωση.
Πολλοί κριτικοί επισήμαναν την αλληγορία για το πρόσφατο Brexit και ο Οζόν παραδέχτηκε πως, ενώ κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας δεν είχε καθόλου στον νου του τις πολιτικές συμπαραδηλώσεις, όντως το «Frantz» μιλάει ευκρινώς για την ξενοφοβία σε μια Ευρώπη που κινείται σε παράδοξες κατευθύνσεις και θυμίζει τόπο σε καιρό πολέμου.
Η υγρασία της σχέσης του Αντριάν με την Άννα περνάει από πολλά στάδια, μέχρι την τελική σκηνή, έτσι ώστε ο θεατής να μην ξέρει τι να υποθέσει: ποια ήταν η πραγματική σχέση των δύο φίλων; Άδολη ή ακόμη και ερωτική; Ποιες είναι οι προθέσεις του Αντριάν απέναντι στην Άννα; Είναι αυθόρμητη η έλευσή του σε έναν ξένο τόπο ή προϊόν τύψεων και δεύτερων σκέψεων; Έχουν δίκιο οι ηττημένοι, οργισμένοι ντόπιοι που τον υποπτεύονται και του φέρονται εχθρικά; Τέλος, πώς θα πορευτεί η Άννα όταν μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τον χαρακτήρα του Αντριάν και για το τι ακριβώς συνέβη στο μέτωπο; Στο ίδιο φεστιβάλ, την προηγούμενη χρονιά, ο Μπράιαν ντε Πάλμα είχε εκμυστηρευθεί στο ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει για το έργο του ο Νόα Μπάουμπακ πως, ενώ πολλοί σφετερίζονται τον τίτλο του διαδόχου του Άλφρεντ Χίτσκοκ, μόνο αυτός συνέχισε να κάνει ταινίες χιτσκοκικές, ενώ οι υπόλοιποι απλώς φιλμ αλά Χίτσκοκ: «Ε, αφού το λέει ο Ντε Πάλμα, έτσι θα είναι!», απαντά με ελαφρά σκωπτικό ύφος ο Οζόν, ο οποίος έχει πλειστάκις δανειστεί τη χιτσκοκική τεχνική και θεματολογία, όποτε η περίσταση ευνοούσε το σασπένς στις ταινίες του. «Ο κύριος κανόνας του Χίτσκοκ είναι να κρατηθεί το ενδιαφέρον του θεατή, να βυθιστεί στην προσμονή και τις επιθυμίες που γεννιούνται από την ταινία», συνεχίζει ο Γάλλος σκηνοθέτης, ο οποίος, όπως και ο Βρετανός μετρ, ενθαρρύνει το κοινό να αγκαλιάσει την ηδονοβλεπτική του πλευρά. Στο «Frantz» τα διφορούμενα μυστικά ιντριγκάρουν με μεθοδευμένη εξέλιξη και η ταινία ουσιαστικά είναι μια αφηγηματική σπουδή πάνω στις πολλές διαστάσεις του ψέματος, του ερωτικού και, κατ' επέκταση, του πολιτικού. Όταν του λέμε πως η «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε έρχεται αμέσως στον νου ως παράδειγμα προς σύγκριση, δεν αποφεύγει να σχολιάσει την ύπαρξη κοινών στοιχείων, αν και σπεύδει να διαχωρίσει την πνευματική και εικαστική (λόγω της επιλογής του ασπρόμαυρου έναντι του έγχρωμου) συγγένεια από το ίδιο το θέμα. Ο λόγος που ο Οζόν πίστεψε πως το χρώμα δεν θα εξυπηρετούσε την ιστορία του είναι γιατί η έλλειψή του τού φάνηκε πιο αυθεντική, πιο κοντά στην κινηματογραφική και πραγματική μνήμη, σαν τις παλιές φωτογραφίες ή τις αντίστοιχες ταινίες που βγήκαν από εκείνη την εποχή, αλλά και πιο ταιριαστό στο περιρρέον πένθος. Ωστόσο, όποτε αισθάνθηκε πως το στόρι έφερνε τους χαρακτήρες σε μια ζωτικότερη κατάσταση («όταν το αίμα άρχισε να κυλάει στις φλέβες τους, ακριβώς όπως η ζωή διαδέχεται τον θάνατο»), δεν δίστασε να εμπλουτίσει με χρώμα τις επιλεγμένες σκηνές, φροντίζοντας να αυξήσει τους ήχους που μέχρι τότε παρέμεναν «ταπεινοί», μακριά από τις τέλειες χολιγουντιανές παραγωγές, που επιμένουν να συμπεριφέρονται σε έργα εποχής σαν να είναι σύγχρονες περιπέτειες. Ο Οζόν εξήγησε επίσης πως ζήτησε από τον συνθέτη Φιλίπ Ρομπί να δημιουργήσει ένα σκορ πένθιμο και ελλειπτικό, από τον σκηνογράφο του να μελετήσει το έργο του Γερμανού ζωγράφου του 18ου αιώνα Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, μετανιώνοντας, στιγμιαία όμως, που δεν είχαν χρώμα τα τοπία του, και ταυτόχρονα πήρε την εύλογη απόφαση να γυρίσει σε φιλμ, για να αποφύγει το πρασίνισμα που επιφέρει το ψηφιακό στα φόντα.
Υποστηρικτής του Αλέν Γκιροντί, του Μπερτράν Μπονελό και του Κριστόφ Ονορέ, «του γαλλικού σινεμά που έχει κάτι να προτείνει», ο Φρανσουά Οζόν ομολόγησε τη συνάφειά του με τη γερμανική κουλτούρα, έχοντας κάνει ταξίδια με τους γονείς του από μικρός κι έχοντας αγαπήσει την τέχνη και τα γράμματα της γειτονικής χώρας. Πολλοί κριτικοί, ήδη από την επομένη της πρεμιέρας της ταινίας στη Βενετία, επισήμαναν την αλληγορία για το πρόσφατο Brexit και ο Οζόν παραδέχτηκε πως, ενώ κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας δεν είχε καθόλου στον νου του τις πολιτικές συμπαραδηλώσεις, όντως το «Frantz» μιλάει ξεκάθαρα για την ξενοφοβία σε μια Ευρώπη που κινείται σε παράδοξες κατευθύνσεις και θυμίζει τόπο σε καιρό πολέμου. Μία από τις αγαπημένες του σκηνές της ταινίας είναι όταν η Άννα βρίσκεται σε ένα καφενείο, ενώ επισκέπτεται τον Αντριάν στο Παρίσι, και, μόλις βλέπουν ένστολους να εισέρχονται, όρθιοι οι Γάλλοι θαμώνες τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα, αγνοώντας την προέλευση της έντρομης κοπέλας – μια ανατριχιαστική έξαρση αυθεντικού, φορτισμένου πατριωτισμού, σε κρίσιμο χρονικό σημείο. Τέλος, τόνισε πως ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο γι' αυτόν ήταν η κανονική χρήση της γλώσσας από τους ηθοποιούς του, τον Πιέρ Νινέ και την Πόλα Μπέερ, θεωρώντας πως οι σύγχρονοι θεατές δεν αποδέχονται εύκολα τα αγγλικά ως υποκατάστατο σε περιπτώσεις μεικτών διαλόγων. Μέσω αυτής της επιλογής πιστεύει πως η ελπίδα, ως αντίστιξη στον ζόφο και στον θάνατο, μεταδίδεται πειστικότερα.