Στην περιγραφή του ενός και μοναδικού (όπως αυτοδιαφημίζεται με πολύ καμάρι) site που είναι αφιερωμένο στον Αντρέι Ζουλάφσκι, χρησιμοποιείται η λέξη ξεχασμένος πριν από το όνομά του. Κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει υπερβολικό, αλλά είναι μάλλον αλήθεια. Παρά τη μεγάλη δράση του στις δεκαετίες του 70 και του 80, άρχισε λίγο πριν την αλλαγή του αιώνα να τρώει πόρτες από παντού. Δεν έβρισκε χρήματα για χρηματοδότηση, η αφήγησή του έμοιαζε ακατανόητη ακόμη και μέσα στο art house κύκλωμα, ενώ με τα χρόνια τα δεκάδες φεστιβάλ του κόσμου που χαίρονταν να ανασταίνουν καριέρες και να χρησιμοποιούν συχνά τον χαρακτηρισμό overlooked πίσω από ταινίες και ανθρώπους, δεν του έκαναν αφιερώματα. Είναι μάλιστα ειρωνικό πως αν και η επιστροφή του πίσω από την κάμερα την προηγούμενη χρονιά με το Cosmos, μετά από απουσία 15 ετών, παίχτηκε στο στιβαρό μεν, όχι πρωταγωνιστικό δε, φεστιβάλ του Λοκάρνο, πιθανώς τώρα να ζητηθεί περισσότερο παγκοσμίως λόγω του θανάτου του.
Ίσως αυτή η απαξίωση είναι ένα σημείο των καιρών μας. Η πολύ απαιτητική σημειολογία του έργου του απορρίπτεται ως χαώδης και δυσνόητη, έστω και αν βοήθησε λίγο και ο ίδιος με κάποιες από τις τελευταίες ταινίες του (La Note Bleue το 1991 και Chamanka το 1996, σίγουρα δεν συμπεριλαμβάνονται στα δυνατά του). Υπάρχει όμως μια 20ετία περίπου που το σινεμά του συζητιέται αρκετά και φθάνει και στη χώρα μας υποστηριζόμενο από σημαντική μερίδα της κριτικής, προεξέχοντος του Βασίλη Ραφαηλίδη, που ειδικότερα για το Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη (1980) γράφει ύμνους.
Ο Ζουλάφσκι γεννήθηκε στην Πολωνία το 1940 και από τα πρώτα χρόνια της ζωής του έχει να θυμάται μόνο κυνηγητά από τους Γερμανούς μέχρι τελικά η οικογένειά του να εγκαταλείψει τη χώρα. Έμαθε στην πράξη σινεμά από έναν άλλο μεγάλο Πολωνό, τον Αντρέι Βάιντα, του οποίου υπήρξε βοηθός σε 3 ταινίες μέχρι να πάρει τον δικό του δρόμο. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Το Τρίτο Μέρος της Νύχτας (1971) μοιάζει βγαλμένο από τους πρώιμους εφιάλτες της ζωής του, ξεκινάει με τη σφαγή της συζύγου και του παιδιού του κεντρικού ήρωα, συνεχίζει με μια γέννα, περιφέρεται με τρέλα στα βουνά όπου αυτός κυνηγιέται από τους Γερμανούς και καταλήγει σε ανθρώπους που μεγαλώνουν ψείρες μέσα τους για τους σκοπούς ενός απάνθρωπου πειράματος. Κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο μόλις είχε γεννηθεί.
Ο Ζουλάφσκι όμως έναν χρόνο αργότερα κάνει το Devils (1972) που είναι αρκετό για να εκδιωχθεί από τη χώρα του καθώς η ιστορία του αν και αναφέρεται σε συμβάντα που έγιναν 200 χρόνια πριν, μοιάζει επικίνδυνα με τις εξεγέρσεις που έγιναν (και) στην Πολωνία από φοιτητές το 1968. Πηγαίνει στη Γαλλία και η μετακόμιση αυτή είναι ευεργετική. Κάνει το Σημασία Έχει Ν’ Αγαπάς (1975) και έχει την μεγάλη τύχη να έχει πλάι του την ωριμότερη Ρόμι Σνάιντερ. Η ζωή ως ένα ατέλειωτο θέατρο και το θέατρο ως το υποκατάστατο της ζωής, ένα ασυγκράτητο, καταιγιστικό θέαμα για την σχέση 2 κόσμων (του αληθινού και του θεάματος) και την τοποθέτηση μέσα σε αυτούς, της αγάπης, της λέξης που δεν μπορεί να ειπωθεί στο ξεκίνημα του φιλμ όταν πρέπει να ειπωθεί για τα γυρίσματα μιας ταινίας, αλλά θα ειπωθεί στο τέλος όπου δεν υπάρχει πλέον μυθοπλασία.
Η επιτυχία του Σημασία Έχει Ν’ Αγαπάς θα έδινε φτερά σε οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη, αλλά ο Ζουλάφσκι γύρισε στην Πολωνία για να μεταφέρει στον κινηματογράφο μια ιστορία που έγραψε ο θείος του στις αρχές του αιώνα, το Lunar Trilogy. Ξόδεψε 2 χρόνια για να μετατρέψει την ιστορία σε σενάριο, ξόδεψε και επιπρόσθετο χρόνο ψάχνοντας για ιδανικές τοποθεσίες για γύρισμα και πριν το ολοκληρώσει, το κράτος έκλεισε την παραγωγή, υποψιασμένο πως ετοιμάζεται να γυρίσει ένα κατηγορώ πάνω στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Δέκα χρόνια αργότερα, βρήκε το υλικό, πρόσθεσε μπόλικο voice over, η κριτική πλέον έψαχνε αφορμές για κράξιμο και το φιλμ αν και προβλήθηκε πανηγυρικά στις Κάννες το 1988 με τον τίτλο On the Silver Globe απαξιώθηκε πλήρως. Η διελκυστίνδα όμως ανάμεσα στις αποτυχίες και τα μεγάλα έργα συνεχίστηκε. 1981 και το Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη (1980) δίνει στην Ιζαμπέλ Αντζανί βραβείο ερμηνείας στις Κάννες (τότε οι Κάννες κυνηγούσαν τα νέα φιλμ του Ζουλάφσκι), το κοινό αναρωτιέται αν τρελάθηκε αυτό, η κάμερα, ή η πρωταγωνίστρια, οι δυτικοί κριτικοί το κατακρεούργησαν, σήμερα θεωρείται μάλλον η καλύτερη ταινία του – ο χρόνος ξέρει πιο καλά απ’ όλους.
Συνέχισε με ταινίες που επέβαλαν στον διεθνή καλλιτεχνικό χώρο τις πρωταγωνίστριές του. Η Βαλερί Καπρίσκι, μονίμως γυμνή στην Δημόσια Γυναίκα το 1984 και η Σοφί Μαρσό στην Ερωτική Τρέλα το 1985 μόνο κέρδη είχαν για την εικόνα τους, αν και μάλλον ταλαιπωρήθηκαν αρκετά στα γυρίσματα. Η τελευταία ξεκίνησε και μια 15ετή σχέση μαζί του, παντρεύτηκαν, απέκτησαν ένα παιδί, μάλωναν συνεχώς, σχεδόν αλληλοεξουδετερώθηκαν με τον σκηνοθέτη να γυρνά τις πιο αδύναμες ταινίες του φτάνοντας ως το La Fidélité (2000) το οποίο ακολούθησε και ο οριστικός χωρισμός. Εκεί άρχισε η περιβόητη λήθη (κοινού, φεστιβάλ, θεσμών), η πικρία του σκηνοθέτη που σε στιγμές μιλούσε τόσο άσχημα για το σινεμά και τα φεστιβάλ που σε έκανε να απορείς πως αυτός ο άνθρωπος είχε γυρίσει ως τότε 12 ταινίες μεγάλου μήκους. Στις ΗΠΑ έγινε για πρώτη φορά πλήρης ρετροσπεκτίβα του έργου του μόλις το 2012, πέρυσι έκανε το Cosmos, αλλά η είδηση της επιστροφής του αναφέρθηκε μόνο σε πολύ κλειστά και μάλλον ελιτίστικα μέσα. Σήμερα, αρκετές από τις ταινίες του θεωρούνται δυσεύρετες, ακόμη και στον πειρατικό κόσμο και η εποχή που προκαλούσε αισθητικά το κοινό και τους κριτικούς μοιάζει πολύ μακρινή.
σχόλια