Μια φίλη μου εδώ και πολλά χρόνια υποστηρίζει ότι οι γυναίκες θα είχαν εντελώς διαφορετική σεξουαλική συμπεριφορά αν μπορούσαν ελεύθερα, όσο και οι άντρες, να πηγαίνουν σε πορνεία και να συνευρίσκονται με εργάτες του σεξ.
Αξεπέραστο ταμπού ακόμα και σήμερα, η διερεύνηση της γυναικείας σεξουαλικότητας στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα έρχεται ως συζήτηση στο προσκήνιο με αφορμή την ταινία «Καλή τύχη, Λίο Γκράντε», στην οποία πρωταγωνιστεί η 63χρονη ηθοποιός, συγγραφέας και σεναριογράφος Έμα Τόμσον, μια από τις πιο διάσημες και πολυβραβευμένες ηθοποιούς της βρετανικής σκηνής, που οι επιδόσεις της στον κινηματογράφο γοήτευσαν το κοινό και τον κόσμο της τέχνης και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού με την ίδια να έχει στο παλμαρέ της δυο Όσκαρ, τρία BAFTA, δύο Χρυσές Σφαίρες, ένα Primetime Emmy και δεκάδες υποψηφιότητες για τα πιο περίβλεπτα βραβεία του κόσμου.
Η Τόμσον, που συχνά συγκρίνεται για τις υποκριτικές της επιδόσεις με τη Μάγκι Σμιθ, ανήκει στο μικρό και εκλεκτό κλαμπ των Βρετανών ηθοποιών, όπως η Τζούντι Ντεντς, η Κέιτ Γουίνσλετ και η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, που φέρνουν τη βρετανική αύρα και το ελαφρύ αξάν της βρετανικής προφοράς μαζί με αξιοσημείωτες επιδόσεις, ενώ γενικώς δεν υπήρξαν ποτέ περιζήτητες για το σώμα τους.
Όπως η 47χρονη Κέιτ Γουίνσλετ απαγόρευσε οποιοδήποτε ρετούς στην κοιλιά της και δεν επέτρεψε να κυκλοφορήσουν αφίσες και διαφημιστικές φωτογραφίες αν δεν αφαιρούσαν εντελώς το ρετούς και δήλωσε ότι ποσώς την ενδιαφέρουν οι σκηνές με γυμνό, τις οποίες δεν θα ξανάκανε, έτσι και η Έλεν Μίρεν το 2015, στα 70 της, ανακοίνωσε ότι δεν προτίθεται να συμμετέχει ξανά σε σκηνές που περιλαμβάνουν γυμνό, δείχνοντας ανακουφισμένη που έληξε η εποχή αυτή, αποκαλύπτοντας ότι ποτέ δεν ένιωσε εντελώς άνετα και πάντα φοβόταν αυτά τα γυρίσματα.
«Δεν είναι τα 50 τα νέα 35; Αυτό λένε συχνά και μπορώ απλά να πω, πολύ δυνατά, "μαλακίες". Οι άνθρωποι που θέλουν να είναι 35 όταν είναι 50 με κάνουν να σκέφτομαι: Γιατί; Γιατί δεν είσαι 50 και να είσαι καλός σε αυτό;»
Η Έμα Τόμσον έκανε μια αντιστροφή στο «Καλή τύχη, Λίο Γκράντε», δείχνοντάς μια γυμνή, μεσήλικη, πλήρως λειτουργική γυναίκα με τα ψεγάδια της, μια γυναίκα που κινείται με τρόπο που ταιριάζει στην ηλικία της, τη ζωή της και την καταγωγή της και επειδή ακριβώς το έκανε εκείνη και με αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν σοκάρει κανέναν, αλλά αντιθέτως μοιάζει με τρυφερή παραίνεση να αγαπήσουμε το σώμα μας, σε μια εποχή που η συζήτηση για το body shaming είναι στο κόκκινο.
Η ίδια έχει αποκαλύψει ότι ποτέ δεν είχε νιώσει οικειότητα με το σώμα της. Κάποτε ένας Βρετανός δημοσιογράφος έγραψε ότι έχει παχύνει, ότι τα πόδια της είναι σαν μπουκάλες, και η αξιαγάπητη 31χρονη τότε ηθοποιός έκανε περίπου τρεις δεκαετίες να ξεπεράσει αυτά τα λόγια. Γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, όπως ομολογεί η ίδια, ποσώς ενδιαφέρεται να αποδείξει τη σωματική της «επάρκεια» σε έναν κόσμο φτιαγμένο από σιλικόνη.
Όταν ρωτήθηκε στα 50 της, δήλωσε ότι δεν ενδιαφέρεται να κάνει πλαστική χειρουργική επέμβαση. «Μου φαίνεται ότι είναι αρκετά ψυχολογικά δυσλειτουργικό και μέρος αυτής της γελοίας κουλτούρας της τελειότητας» είπε. «Δεν είναι τα 50 τα νέα 35; Αυτό λένε συχνά και μπορώ απλά να πω, πολύ δυνατά, "μαλακίες". Οι άνθρωποι που θέλουν να είναι 35 όταν είναι 50 με κάνουν να σκέφτομαι: Γιατί; Γιατί δεν είσαι 50 και να είσαι καλός σε αυτό;», είχε πει σε μια συνέντευξή της στον «Guardian» όταν ήταν 55 ετών.
Θεωρεί την αποθέωση και την επιδίωξη της νεότητας από τη γενιά της ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, λέγοντας: «Λοιπόν, βλέπω ανθρώπους να ξεκινούν τη ζωή ξανά και ξανά. Και θέλεις να τους πεις: απλά πήγαινε βαθύτερα σε αυτή τη ζωή που έχεις... Η κουλτούρα αυτή έχει δημιουργηθεί επειδή είμαστε κοινωνία μιας χρήσης. Νομίζω ότι οι σχέσεις θεωρούνται πιο αναλώσιμες από ό,τι ήταν, και αυτό είναι κοντόφθαλμο εκ μέρους μας».
Οι συγκρατημένες γυναίκες, οι υπερόπτες χαρακτήρες, η οδυνηρή αξιοπρέπεια, η αυτοσυγκράτηση και η ανεπαίσθητη ειρωνεία, ο δογματικός και σφιγμένος τρόπος στους ρόλους της, αλλά και το χιούμορ στις μεταμφιέσεις της, είναι στοιχεία για τα οποία θεωρείται από πολλούς η καλύτερη ηθοποιός της εποχής μας. Αν σκεφτούμε, πηγαίνοντας από το πρόσφατο παρελθόν προς τα πίσω, τη βαρόνη που υποδύθηκε στην «Κρουέλα», τη χαρισματική και αμφιλεγόμενη επιχειρηματία που γίνεται πολιτικός στο «Years and Years», τη σκληρή αρχισυντάκτρια Κάθριν Νιούμπερι στο «Late Night», τη δικαστή Φιόνα Μέι στον «Νόμο περί τέκνων», την αφελή καθηγήτρια Σίμπιλ Τρελόνι στον «Χάρι Πότερ», την απατημένη σύζυγο στο «Αγάπη είναι», την κόρη στον «Επισκέπτη του χειμώνα» δίπλα στη μητέρα της, επίσης διάσημη Σκοτσέζα ηθοποιό Φιλίντα Λο, σε σκηνοθεσία του στενού της φίλου Άλαν Ρίκμαν, την νταντά Νάνι Μακ Φι στη «Μαγική Νταντά», τη νοσοκόμα, την άστεγη γυναίκα και τον Άγγελο στο «Angels in America» του Τόνι Κούσνερ, τη Σεσίλια Ρουέντα στη «Δύναμη ψυχής», μια πολιτική ταινία για την καταπίεση στην Αργεντινή, την Έλινορ Ντάσγουντ στο «Λογική και ευαισθησία», την Ντόρα Κάρινγκτον στο «Κάρινγκτον», τη δεσποινίδα Κέντον στα «Απομεινάρια μιας μέρας», τη Βεατρίκη στο «Πολύ κακό για το τίποτα», όταν με τον Κένεθ Μπράνα, σύντροφό της τότε και στη ζωή, επιχειρούσαν να μεταφέρουν τα έργα του Σαίξπηρ στην οθόνη, την πνευματώδη Μάργκαρετ Σλέγκελ και άλλους τόσους ρόλους –γιατί η Τόμσον γυρίζει από το 1992 μια ταινία τον χρόνο τουλάχιστον–, θα συμφωνήσουμε για την ποιότητα της υποκριτικής της, τη στόφα, την εξαιρετικά ευπροσάρμοστη προσέγγιση που έχει στους ρόλους της και φυσικά για τα υπέροχα σύγχρονα κοστούμια που φορά, ειδικά όταν υποδύεται τις γυναίκες καριέρας και μιας κάποιας ηλικίας.
Η αλήθεια είναι ότι σε αυτή την ταινία που αποκαλύπτεται ολόγυμνη, κάτι που η ίδια μάλλον θεωρεί περισσότερο λογικό από τολμηρό, πιο πολύ από το γυμνό –ευτυχώς– συζητείται ο τρόπος που έθεσε τα πράγματα σχετικά με το γυμνό και την εικόνα της, μοιράζοντας ενέσεις αυτοεκτίμησης σε γυναίκες της ηλικίας της σε όλο τον κόσμο, αποκαλύπτοντας πρωτίστως τη δική της θέση και αλήθεια, που θέλει θάρρος και δύναμη για να τη δηλώσεις δημοσίως, γιατί το σώμα και η σεξουαλικότητα των γυναικών στα εξήντα είναι κάτι που δεν υπάρχει σε συζήτηση γιατί κανένας δεν θέλει να το συζητήσει, ούτε οι άλλοι ούτε οι γυναίκες που τις αφορά.
Κανένας δεν απορεί γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί δεν αναρωτιούνται και οι ίδιες οι γυναίκες. Προσαρμόζονται σε έναν τύπο εμφάνισης που συνάδει με την ηλικία τους, σε σχήματα και χρώματα και αντιλήψεις, αφήνοντας με μια ελαφριά λύπη σε έναν κόσμο που ερεθίζεται μόνο με τη νεότητα κάθε τι «πιο νεανικό» και ανάμεσα σε αυτά και το σεξ, που στη μέση ηλικία θεωρείται αόρατο και γιατί όχι και λίγο ντροπιαστικό.
«Γιατί το βρίσκουμε τόσο δύσκολο να μιλάμε για το σεξ; Επειδή είναι ταμπού, επειδή μας έχουν διδάξει ότι είναι βρόμικο ή άτακτο ή κατώτερο των περιστάσεων, υποτιμητικό, ζωώδες, λάγνο, αμαρτωλό, επικίνδυνο – και πέρα από το μέτρο της αξιοπρεπούς κανονικότητας. Και δεν θεωρώ ότι υπερβάλλω, έπρεπε να καλύπτεται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Είναι θέμα δημόσιας υγείας ελεύθερο, φυσικό, απολαυστικό, καλό για μας, αν και απρόσιτο για κάποιους για κάθε είδους απολύτως βάσιμους λόγους» λέει η Έμα Τόμσον, που στην ταινία «Καλή τύχη, Λίο Γκράντε» υποδύεται τη Νάνσι Στόουκς, μια 55χρονη χήρα, της οποίας η σεξουαλική ζωή είναι μη ικανοποιητική και η οποία προσλαμβάνει έναν εργάτη του σεξ για να πειραματιστεί ή να ανακαλύψει ό,τι της έχει λείψει από τον θαυμαστό κόσμο του σεξ.
Οι συναντήσεις τους δεν αφορούν μόνο το σεξ, αλλά και όλες τις ενοχές, τη νευρικότητα, την ντροπή και την κοινωνική προσέγγιση του δρόμου προς τον οργασμό, που δεν είναι καθόλου εύκολος αν σε αυτόν προστεθούν τα φυσικά εμπόδια και οι αυτοκαταστροφικές ιδέες που έχει μια γυναίκας μέσης ηλικίας για την εμφάνισή της, το γερασμένο σώμα της, τη ζωή της.
Είναι σέξι αυτό το ζευγάρι σε αυτήν τη συνθήκη και γρήγορα ξεχνάς ότι πρόκειται για πληρωμένο σεξ, όμως η πιο συναρπαστική στιγμή της ταινίας έρχεται στο τέλος της, μια στιγμή κατά την οποία η ηρωίδα παρατηρεί τον εαυτό της στον καθρέφτη, εντελώς γυμνή.
Και μόνο το βλέμμα με το οποίο εξετάζει το σώμα της σαν τοπίο παρακμής είναι σαν να ακούμε εκατό φορές και να το γράφουμε σαν τιμωρία «αποδέξου το σώμα σου και αγάπησέ το», είναι μια ωδή συμφιλίωσης με αυτό που μας έχει κάνει πολλές φορές δυστυχισμένους σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.
Της αξίζει μεγάλος σεβασμός για αυτό το βλέμμα και την πράξη που τολμά να την εκθέτει εκεί έξω για να τη δουν όλοι όσοι έχουν χαμηλές προσδοκίες από τη ζωή και το σώμα τους δεν έχει βοηθήσει στην αυτοεκτίμηση και τον σεβασμό προς τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η Τόμσον λέει ότι δεν μπόρεσε να χάσει κιλά πριν από την ταινία και πώς αυτή η σκηνή ήταν «η μεγαλύτερη πρόκληση» που δέχθηκε ποτέ. «Δεν ξέρω αν έχετε βγάλει ποτέ όλα σας τα ρούχα μπροστά σε κάποιον νεαρό που δεν γνωρίζετε πραγματικά. Αν δεν το έχετε κάνει, έρχομαι να σας πω ότι είναι λίγο τρομακτικό. Ειδικά αν είσαι μια γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, στα 60 της, που έχει φάει πρόσφατα πάρα πολλά κέικ και ο νεαρός σε εκπληκτικά τέλεια φόρμα».
Τις πρόβες που έκαναν, με τη σκηνοθέτρια να είναι γυμνή, τις αφηγείται σαν το άνοιγμα και το κλείσιμο ένός διακόπτη. «Απλώς μου υπενθύμισε πόσο μπορεί να σε ισοπεδώσει αλλά και να σε εξυψώσει το να είσαι γυμνός με άλλους. Είναι πιο εύκολο να είσαι ειλικρινής όταν δεν υπάρχει κυριολεκτικά τίποτα να κρύψεις, και αναπόφευκτα ταπεινωτικό. Και μετά από αυτό, δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερο να φοβάσαι».
«Ξέρει ή ενδιαφέρεται κανείς αν οι μεσήλικες γυναίκες παίρνουν σεξουαλική ικανοποίηση ή ευχαρίστηση; Στα νεανικά μας χρόνια, θυμάμαι, μας γκρίνιαζε συνεχώς το "Cosmo" για τον οργασμό. Ήταν πάντα στο εξώφυλλο – πώς να τον πετύχουμε με καλύτερους τρόπους. Μας ενημέρωσαν επίσης ότι οι μεγαλύτερες γυναίκες μπορεί μερικές φορές να θέλουν περισσότερο σεξ, και τότε γεννήθηκε ο μύθος του cougar – βαρετός, κοινότοπος και κενός, όπως τόσοι πολλοί από τους σεξουαλικούς τύπους που υποτίθεται ότι ενσαρκώνουμε.
Η ευχαρίστηση των γυναικών, νεαρών ή μεγαλύτερων σε ηλικία, δεν βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των υποχρεώσεων οποιουδήποτε. Πριν γυρίσω το "Καλή τύχη, Λίο Γκράντε", δεν είχα ιδέα πόσα θα μάθαινα για τη στάση μου απέναντι στο σώμα μου, την απόλαυση και την ντροπή – πόσο θα γελούσα με τη γνήσια ανοησία τόσων πολλών από τις αντιδράσεις μας στη σεξουαλική απόλαυση και πόσο θα έκλαιγα για το τι χάνεται στη ζωή όταν καταπιέζεται, αγνοείται και τιμωρείται», λέει η Τόμσον, κάνοντας την πιο ουσιαστικά φεμινιστική δήλωση των ημερών μας, μέσα από τη φωνή του ίδιου της του σώματος, μέσα από μια αληθινή ενσυναίσθηση, χαμηλόφωνη, ψύχραιμη κα συμπεριληπτική και δυστυχώς επίκαιρη όσο ποτέ, γιατί μιλά ως φεμινίστρια μιας πολύ ώριμης γενιάς, που γαλουχήθηκε με τις αρχές της Γκλόρια Στάινεμ και μπορεί να τις φέρει στην εποχή μας και να αφορούν έφηβες και νεαρές γυναίκες που βλέπουν σήμερα στην Αμερική ότι το δικαίωμα να ελέγχουν το σώμα τους και την ίδια τους τη ζωή περνά στην αρμοδιότητα του κράτους.
Όμως η Έμα Τόμσον δεν κάνει πρώτη φορά δημόσια παρέμβαση για την υποκρισία και τα ταμπού της εποχής μας. Σε κάθε λήμμα που αναφέρει το όνομα της, δίπλα στο ηθοποιός και συγγραφέας, υπάρχει το «ακτιβίστρια».
«Αισθάνομαι ότι όλοι πρέπει να μιλήσουμε και μια γυναίκα που έχει πιο δυνατή φωνή πρέπει να φωνάξει πολύ δυνατά», έχει δηλώσει, με αποτέλεσμα να προκαλέσει ένα άρθρο στην «Daily Telegraph» με τίτλο «Έμα Τόμσον: ένας εθνικός θησαυρός ή η πιο ενοχλητική γυναίκα της Βρετανίας;» και πολιτικούς και δημοσιογράφους να την αποκαλούν «γλωσσού» και να ισχυρίζονται ότι δεν κρατά τους τύπους ή είναι περισσότερο διεκδικητική από όσο χρειάζεται να είναι μια σταρ του βεληνεκούς της ή ότι κάνει «ακρότητες» όταν το 2009, στο πλαίσιο της εκστρατείας της κατά της κλιματικής αλλαγής, αγόρασε μαζί με άλλα τρία μέλη της οργάνωσης Greenpeace γη κοντά σε ένα χωριό για να αποτρέψουν την κατασκευή τρίτου διαδρόμου προσγείωσης για το αεροδρόμιο Χίθροου.
Πολιτικά φιλελεύθερη, μέλος του Εργατικού Κόμματος και άθεη, έχει δηλώσει ότι θεωρεί το σύστημα της θρησκείας ανησυχητικό και ότι το αντιμετωπίζει με καχυποψία και φόβο, λέγοντας «Με προσβάλλουν ορισμένα από τα πράγματα που λέγονται στη Βίβλο και το Κοράνι και τα αντικρούω».
Η ίδια έχει πει πολλές φορές, κατακρίνοντας τη σιωπή και την απάθεια των διάσημων και όσων έχουν δημόσιο βήμα και χρήμα που τους περιβάλλει, ότι οφείλει ως δημόσιο πρόσωπο να εκφράζει τακτικά τις απόψεις της και να ασχολείται με πολλά θέματα, ακόμα και να προκαλεί θύελλα επικρίσεων για την υπερβολική της «ειλικρίνεια».
Το 2019, όταν πήρε μέρος στο συλλαλητήριο Extinction Rebellion κατά της κλιματικής αλλαγής στο Λονδίνο, επικρίθηκε γιατί έκανε 8.700 χλμ. με αεροπλάνο για να παρευρεθεί σε αυτό. Έχει υπάρξει μέλος της αποστολής «Save the Arctic» με σκοπό την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για τους κινδύνους από τις γεωτρήσεις για πετρέλαιο και γύρισε ένα ντοκιμαντέρ, το «Inside the Koch Brothers' War on Climate Science», για τις βιομηχανίες Koch και τις προσπάθειές τους να δυσφημίσουν την έρευνα για το κλίμα.
Η Έμα Τόμσον υπήρξε ακτιβίστρια από τα νεανικά της χρόνια. Γεννήθηκε το 1959 στους κόλπους μιας καλλιτεχνικής οικογένειας. Ο πατέρας της Έρικ Τόμσον, που έφυγε από τη ζωή μόλις στα 52 του χρόνια, κάτι που τραυμάτισε την οικογένεια πολύ βαθιά, ήταν ο συγγραφέας-αφηγητής της δημοφιλούς παιδικής τηλεοπτικής σειράς «The Magic Roundabout» και η μητέρα της η περίφημη ηθοποιός Φιλίντα Λο. Η αδελφή της, η Σόφι Τόμσον, είναι επίσης ηθοποιός.
Μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον δείχνοντας μεγάλη αγάπη στη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Η εμμονή της με τη χρήση της γλώσσας ακόμα και σήμερα την έχει κάνει «σταυροφόρο» εναντίον της επιπόλαιης και περιορισμένης χρήσης της. Η «πρόχειρη γλώσσα» όπως την αποκαλεί, τα like και τα ακρωνύμια για να εκφράσουμε τη συμφωνία ή την αποδοχή μας, κάνει τους ανθρώπους να ακούγονται, ακόμα και αν δεν είναι, ηλίθιοι. «Πρέπει να επενδύσουμε ξανά, νομίζω, στην ιδέα της ευφράδειας ως μορφής προσωπικής ανθρώπινης ελευθερίας και δύναμης», υποστηρίζει.
Όταν αποφοίτησε από το σχολείο θηλέων του Κάμντεν ήταν πολύ δυνατή και πολύ θυμωμένη και άρχισε να σπουδάζει με υποτροφία Αγγλικά στο Newnham College του Κέμπριτζ. Το να γίνει ηθοποιός ήταν κάτι σχεδόν προδιαγεγραμμένο, αφού, όπως έλεγε αργότερα, περιβαλλόταν διαρκώς από δημιουργικούς ανθρώπους.
Στα φοιτητικά της χρόνια άρχισε να ασχολείται με τον φεμινισμό, με αφορμή ένα βιβλίο που της άλλαξε τη ζωή, το «The Madwoman in the Attic», το οποίο αναφέρεται στις γυναίκες συγγραφείς της βικτωριανής εποχής και στις μεταμφιέσεις τους προκειμένου να εκφράσουν αυτό που ήθελαν. Έγινε πανκ ροκ, όπως έλεγε η ίδια, με κοντά κόκκινα μαλλιά, οδηγούσε μοτοσικλέτα και φιλοδοξούσε να γίνει κωμικός όπως η Λίλι Τόμλιν.
Η σημαδιακή αυτή περίοδος την έφερε στον Cambridge Footlights, τον διάσημο θίασο κωμικών σκετς του πανεπιστημίου του οποίου μέλη ήταν ο Στίβεν Φράι και ο Χιου Λόρι. Με το παρατσούκλι «Talented Emma» έγινε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο Perrier στο Φεστιβάλ Fringe του Εδιμβούργου το 1981.
Η καριέρα της άρχισε από την τηλεόραση και συχνά συνεργαζόταν με τους Φράι και Λόρι σε επιτυχημένες σειρές μέχρι που πήρε μέρος στην αναβίωση του μιούζικαλ «Me and My Girl» στο West End, όπου απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ενώ για τις τηλεοπτικές της εμφανίσεις κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού της Βρετανικής Ακαδημίας Τηλεόρασης το 1987.
Λίγο αργότερα γνωρίζει τον Κένεθ Μπράνα με τον οποίο δουλεύουν μαζί στο θέατρο και σε κινηματογραφικές μεταφορές θεατρικών έργων στη μεγάλη οθόνη. Οι κριτικοί θεωρούν ότι η Τόμσον και ο Μπράνα ηγήθηκαν της «βρετανικής κινηματογραφικής επέλασης» τη δεκαετία του 1990, με το ζευγάρι να κάνει μεγάλες θεατρικές επιτυχίες, ενώ η Τόμσον αρχίζει την κινηματογραφική της διαδρομή, ανεξάρτητα, με τον πρώτο μεγάλο ρόλο της δίπλα στον Άντονι Χόπκινς και τη Βανέσα Ρέντγκρεϊβ στην ταινία «Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ» που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του E. M. Forster.
Η ταινία αυτή της επέτρεψε να βρει τον εαυτό της μακριά από τον Κένεθ Μπράνα –με τον οποίο δούλεψε και αργότερα στο «Peter's Friends» και το «Much Ado About Nothing»–, και της χάρισε ένα Όσκαρ, μια Χρυσή Σφαίρα και ένα BAFTA για την ερμηνεία της.
Ωστόσο, η ταινία για την οποία όλοι ανεξαιρέτως θα θυμούνται την Έμα Τόμσον είναι το «Τα απομεινάρια μιας μέρας», που έχει χαρακτηριστεί κλασική στην ιστορία του κινηματογράφου, η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο, με πρωταγωνιστές μια οικονόμο και έναν μπάτλερ στη Βρετανία του Μεσοπολέμου. Η Έμα Τόμσον, της οποίας η γιαγιά ήταν υπηρέτρια, έχει δηλώσει ότι η ταινία ήταν μία από τις μεγαλύτερες εμπειρίες της καριέρας της, και μπόρεσε να μελετήσει την παραμόρφωση που προκαλεί η δουλεία στους ανθρώπους.
«Η γιαγιά μου ήταν υπηρέτρια από τότε που ήταν περίπου 13 ετών, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήθελα τόσο πολύ να κάνω τα "Απομεινάρια μιας μέρας". Ήθελε να παντρευτεί το παιδί του χασάπη, αλλά δεν είχαν χρήματα», λέει, τονίζοντας ότι αυτό που έμαθε από εκείνη είναι η σημασία της λιτότητας, «η σημασία του να ξέρεις να φτιάχνεις ένα πολύ καλό ρυζόγαλο την κατάλληλη στιγμή, όταν οι άνθρωποι χρειάζονται μια ανάσα. Την κανονικότητα της ρουτίνας όταν καθαρίζεις το σπίτι σου, τη λειτουργία ενός σπιτιού».
Το 1994, έκανε το ντεμπούτο της στο Χόλιγουντ, παίζοντας μια χαζοχαρούμενη γιατρό δίπλα στον Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ και τον Ντάι ντε Βίτο στο «Junior», ενώ παράλληλα δούλευε στον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Η επιτυχία της συνεχίστηκε με την ταινία «Λογική και Ευαισθησία» του Ανγκ Λι, που θεωρείται η πιο δημοφιλής και αυθεντική από τις πολυάριθμες κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων της Τζέιν Όστεν που έγιναν τη δεκαετία του 1990.
Ως λάτρης του έργου της Όστεν, έγραψε το σενάριο για αυτήν την ταινία, μια διαδικασία που κράτησε πέντε χρόνια, και έπαιξε τον ρόλο της «γεροντοκόρης» Έλινορ Ντάσγουντ παρά το γεγονός ότι, σε ηλικία 35 ετών, ήταν 16 χρόνια μεγαλύτερη από την ηρωίδα του βιβλίου. Κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου, και έγινε το μοναδικό άτομο στην ιστορία του θεσμού που κέρδισε Όσκαρ τόσο για την υποκριτική όσο και για το σενάριο.
Όταν πήρε μέρος σε ένα επεισόδιο της εκπομπής «Ellen», η κωμική παρουσίαση του εαυτού της της χάρισε το βραβείο Primetime Emmy για Εξαιρετική Καλεσμένη Ηθοποιό σε κωμική σειρά.
Στον δεύτερο ρόλο της στο Χόλιγουντ υποδύθηκε τη γυναίκα του Τζον Τραβόλτα στην ταινία «Primary Colors» του Μάικ Νίκολς, που ήταν βασισμένη στην ιστορία του Μπιλ και της Χίλαρι Κλίντον, με την Τόμσον να υποδύεται μια πολύπαθη, φιλόδοξη σύζυγο που πρέπει να αντιμετωπίσει την απιστία του συζύγου της. Οι Αμερικανοί ξετρελάθηκαν με την ερμηνεία και την προφορά της και τα στούντιο του Χόλιγουντ άρχισαν να τρέχουν από πίσω της.
Της ήταν αδύνατον να μείνει στο Λος Άντζελες πίσω από τοίχους με σωματοφύλακες και ένιωσε τόσο κουρασμένη που εγκατέλειψε για λίγο τον κινηματογράφο.
Όταν έγινε μητέρα, το 1999, συνειδητά μείωσε τον φόρτο εργασίας της και τα επόμενα χρόνια πολλές από τις εμφανίσεις της ήταν δευτερεύοντες ρόλοι. Επέστρεψε στην τηλεοπτική σειρά «Wit» του HBO, υποδυόμενη μια καθηγήτρια του Χάρβαρντ, επιμένοντας να τη σκηνοθετήσει ο Μάικλ Νίκολς, ξυρίζοντας το κεφάλι της, αφού η πρωταγωνίστρια έπασχε από καρκίνο των ωοθηκών, και δίνοντας μια από τις πιο λαμπρές ερμηνείες της που της χάρισε υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες, στα Emmy και στα Screen Actors Guild Awards.
Η Τόμσον έχει κερδίσει και άλλο ένα, παράδοξο θα μπορούσε να πει κανείς, «βραβείο» στη ρομαντική κωμωδία «Love, Actually» του Ρίτσαρντ Κέρτις, παίζοντας έναν στιβαρό χαρακτήρα που καταρρέει, αυτό για «το καλύτερο κλάμα που έχει ακουστεί ποτέ στην οθόνη». Μπορεί το «Imagining Argentina» με τον Αντόνιο Μπαντέρας να πήρε πολύ κακές κριτικές και να αποδοκιμάστηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας όταν προβλήθηκε, αλλά η Τόμσον την ίδια χρονιά έδωσε μια ανεπανάληπτη ερμηνεία στην καταξιωμένη μίνι σειρά «Angels in America» που καταπιάνεται με την επιδημία του AIDS στην Αμερική της εποχής του Ρίγκαν και στην οποία πρωταγωνιστούν ο Αλ Πατσίνο και η Μέριλ Στριπ.
Μεσολάβησε η διασκεδαστική της ερμηνεία στον «Χάρι Πότερ» ως χίπισσα καθηγήτρια που διδάσκει μαντική μέχρι που, μετά από εννέα χρόνια συγγραφής, παρουσίασε το σενάριο για την παιδική ταινία «Nanny McPhee», στην οποία πρωταγωνιστούσε με τον Κόλιν Φερθ και την Άντζελα Λάνσμπερι. Η ταινία έφτασε στην πρώτη θέση του βρετανικού box office, κερδίζοντας 122 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.
«Η Έμα Τόμσον γίνεται σε κάποιο βαθμό η νέα Τζούντι Ντεντς, ως το πρόσωπο που έρχεται για 15 λεπτά και είναι λαμπρή, αλλά μετά, όταν φεύγει, η υπόλοιπη ταινία έχει πραγματικό πρόβλημα να ανταποκριθεί στην ισχύ της παρουσίας της», έγραφαν οι κριτικοί βλέποντας να σφραγίζει με την ερμηνεία της τις ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ή συμμετείχε.
Το 2012, η Τόμσον έκανε μια σπάνια εμφάνιση σε ταινία μεγάλου προϋπολογισμού του Χόλιγουντ, όταν έπαιξε την επικεφαλής πράκτορα στην ταινία «Men in Black 3», και έναν χρόνο αργότερα έπαιξε στο «Beautiful Creatures», που πήρε κακές κριτικές και θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς «σκουπίδι».
Η εικόνα αντιστράφηκε όταν υποδύθηκε την P. L. Travers, τη δύστροπη συγγραφέα της «Μέρι Πόπινς» στο «Saving Mr. Banks», σε μια πολύπλοκη ερμηνεία που επαινέθηκε από όλους, με τη Μέριλ Στριπ να δηλώνει «σοκαρισμένη» που η Τόμσον δεν είχε πάρει για αυτόν το ρόλο υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Τον Μάρτιο του 2014 έκανε την πρώτη της θεατρική εμφάνιση μετά από 24 χρόνια –και το ντεμπούτο της στη Νέα Υόρκη– στο «Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street», κλέβοντας την παράσταση ως κυρία Λόβετ.
Βρέθηκε στην πιο δύσκολη στιγμή της καριέρας της όταν το δράμα εποχής «Effie Gray», ένα έργο που δούλευε για πολλά χρόνια, βασισμένο στην αληθινή ιστορία του καταστροφικού γάμου του Τζον Ράσκιν, έγινε αντικείμενο αγωγής για τα πνευματικά δικαιώματα πριν βγει στους κινηματογράφους, με τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Gregory Murphy να υποστηρίζει ότι ήταν δικό του σενάριο που είχε δώσει στην Τόμσον προτείνοντάς της να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η υπόθεση απέτυχε να καταλήξει σε συμβιβασμό και έφτασε στα δικαστήρια με την έδρα να αποφασίζει ότι, ενώ υπήρχαν ομοιότητες, τα σενάρια ήταν «αρκετά ανόμοια ως προς τις δύο προσεγγίσεις τους στη μυθοπλασία των ίδιων ιστορικών γεγονότων». Η ζημιά είχε γίνει, το αναθεωρημένο σενάριο γυρίστηκε μεν αλλά η πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών ακυρώθηκε. Τον Οκτώβριο του 2013, η ταινία αποσύρθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Mill Valley στην Καλιφόρνια λόγω «απρόβλεπτων περιστάσεων». Όταν η ταινία κυκλοφόρησε το 2014, η Τόμσον, που υποδύεται την Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ, και ο Γκρεγκ Γουάιζ, που υποδύεται τον Τζον Ράσκιν, αρνήθηκαν να την προωθήσουν.
Από το 2015 μέχρι σήμερα, κάθε χρόνο γυρίζει περισσότερες από μία ταινίες, δανείζει τη φωνή της σε κινούμενα σχέδια με επιλογές λιγότερο ή περισσότερο επιτυχείς και σε ρόλους εντελώς διαφορετικούς. Ήταν συναρπαστική στο «The Meyerowitz Stories» σε σκηνοθεσία του Νόα Μπάουμπαχ, στο «Late Night», που έμοιαζε γεννημένη παρουσιάστρια talk-show, ακόμα και ως κακιά Βαρόνη στην «Κρουέλα».
Το 2018 έγινε Dame Commander of the Order of the British Empire (DBE) για τις υπηρεσίες της στο θέατρο και θεωρείται, εκτός από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, μια από τις πιο αναγνωρίσιμες ηθοποιούς της Βρετανίας παγκοσμίως.
«Είμαι μια ενστικτώδης ηθοποιός. Δεν έχω τεχνική γιατί δεν έμαθα ποτέ καμία. Μελετώ το εγκεφαλικό κομμάτι του ρόλου πριν ξεκινήσω. Μετά το αφήνω να συμβεί και να προκύψει με φυσικό τρόπο. Ξεγελάς έτσι το υποσυνείδητό σου. Δουλεύω από μέσα προς τα έξω» λέει.
Το διαζύγιό της με τον Κένεθ Μπράνα την έκανε να απογειωθεί επαγγελματικά, όμως το διάστημα του χωρισμού τους ήταν οδυνηρό, η ίδια είχε καταρρεύσει όταν έμαθε ότι ο Μπράνα έχει σχέση με την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ. Το ζευγάρι χώρισε το 1995 και την ίδια χρονιά γνώρισε στα γυρίσματα του «Sense and Sensibility» τον Γκρεγκ Γουάιζ για τον οποίο λέει «με έσωσε, μάζεψε τα κομμάτια και τα ένωσε ξανά». Παντρεύτηκαν το 2003 και απέκτησαν μια κόρη, τη Γαία, όταν η Τόμσον ήταν 39 ετών.
Την ίδια χρονιά υιοθέτησαν ένα ορφανό παιδί, πρώην στρατιώτη, με το όνομα Τιντιέμπουα Αγκάμπα, από τη Ρουάντα, που έγινε Βρετανός πολίτης το 2009, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο και σήμερα είναι δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το 2020 με τον σύζυγό της ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αφήσουν το Γουέστ Χάμπστεντ του Λονδίνου και να μετακομίσουν μόνιμα στην Ιταλία, και την ίδια χρονιά έγιναν επίτιμοι πολίτες της Βενετίας, όπου αγόρασαν ένα σπίτι, και νόμιμοι κάτοικοι της χώρας. Στη διάρκεια της πανδημίας έφυγε από τη Βενετία για να απομονωθεί στο σπίτι της στη Σκοτία.
Η Τόμσον δεν είχε ποτέ συμβατική ομορφιά, είναι αστεία και λέει ότι «τα πιο συγκινητικά πράγματα είναι συχνά επίσης αστεία, στη ζωή και στην τέχνη», κάτι που είναι παρόν σε όλο της το έργο.
Το 2012, έγραψε το «The Further Tale of Peter Rabbit» ως προσθήκη στη σειρά «Peter Rabbit» της Beatrix Potter, την πρώτη εξουσιοδοτημένη ιστορία του Πίτερ Ράμπιτ από το 1930 και τη μόνη που δεν έχει γραφτεί από την Πόττερ. Ήταν best seller των New York Times και το 2013 έγραψε ένα δεύτερο βιβλίο της σειράς με τίτλο «The Christmas Tale of Peter Rabbit».
Θεωρείται από τις πιο επιδραστικές γυναίκες της Μεγάλης Βρετανίας και θεωρεί τον εαυτό της περισσότερο «Σκοτσέζα». Είναι δραστήρια σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και είναι πρέσβειρα της ActionAid με πολυάριθμα ταξίδια στην Αφρική. Είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Helen Bamber Foundation for the Care of Victims of Torture, προστάτιδα του Refugee Council και διαθέτει στο γραφείο της δωμάτιο θεραπείας για τραυματισμένους πρόσφυγες. Η Τόμσον είναι επίσης ακτιβίστρια υπέρ των Παλαιστινίων, αφού υπήρξε μέλος του συνασπισμού ENOUGH! με έδρα τη Βρετανία, ο οποίος επιδιώκει να τερματιστεί η «ισραηλινή κατοχή της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης».
Είναι προστάτιδα του Ιδρύματος Elton John AIDS, και το 2009 το περιοδικό «Time» την ονόμασε «Ευρωπαία Ηρωίδα» σε αναγνώριση «του έργου της για την ανάδειξη της δεινής θέσης των πασχόντων από AIDS στην Αφρική». Είχε δεχτεί σφοδρή κριτική και την είχαν αποκαλέσει συμπαθούσα του IRA για την ταινία «In The Name Of The Father», το 1993, στην οποία υποδύθηκε τη δικηγόρο υπεράσπισης Γκάρεθ Πιρς. Και της ασκήθηκε σφοδρή κριτική όταν τάχθηκε δημοσίως κατά του πρώτου πολέμου στον Κόλπο.
Σε μια παλιά συνέντευξή της, όταν τη ρωτούν «Ποιο χαρακτηριστικό θαυμάζετε περισσότερο σε έναν άνθρωπο;» απαντά: «Την ικανότητα να γελάς μπροστά στην καταστροφή. Κάθε αστείο είναι μια μορφή εξέγερσης. Ο Μαρκ Τουέιν είπε ότι μόνο το γέλιο μπορεί να τινάξει τις ανοησίες "σε κουρέλια και άτομα με μια έκρηξη"».
Θεωρεί τον εαυτό της κωμικό και λέει αυτοσαρκαζόμενη ότι «αυτό είναι που με εμπόδισε να πετύχω τον στόχο μου ως είδωλο της γοητείας και του σεξ», όσο για αυτά που την ενοχλούν λέει ότι «η μεγάλη απάντηση είναι ο φανατισμός. Η μικρή είναι τα φύλλα τσαγιού στο νεροχύτη».
Μιλώντας χωρίς επιφυλάξεις για τον σεξισμό, θεωρείται σχεδόν εκκεντρικά ριζοσπαστική για τα δεδομένα του κλάδου της. Για την Τόμσον το γεγονός ότι «γαμάμε τη Γη δεξιά, αριστερά και στο κέντρο» – οφείλεται στα πατριαρχικά πρότυπα που τέθηκαν κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής. «Οι περισσότερες ηθοποιοί του Χόλιγουντ προτιμούν να πεθάνουν παρά να χρησιμοποιήσουν τη λέξη "πατριαρχία". Και τη λέξη "φεμινισμός", που σημαίνει ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, και νομίζουν ότι έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Ούτε αυτή τη λέξη χρησιμοποιούν, τη θεωρούν εκτός μόδας. Σίγουρα πρόκειται για ένα θέμα που έχει να κάνει με την ουσία και δεν έχει καμία σχέση με τη μόδα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» λέει.
Πίσω από την ειλικρινή ευφυΐα των ρόλων της, η Έμα Τόμσον κάνει αληθινό αγώνα για να έχει μια καθημερινότητα πιο ανθρώπινη, με μια εικόνα εντελώς διαφορετική από αυτή της διάσημης ηθοποιού με το σοφιστικέ, στιλιζαρισμένο βρετανικό στυλ. Στην καθημερινότητά της μοιάζει με φοιτήτρια, με φούτερ και τζιν και γυαλιά και αθλητικά παπούτσια, χωρίς μακιγιάζ. Η υποκριτική, λέει, όπως και για τους γονείς της, έτσι και για εκείνη «είναι απλώς μια δουλειά, η δική μου δουλειά. Η φήμη είναι ένα εντελώς τυχαίο υποπροϊόν».