Πριν από μερικές εβδομάδες, και ενώ περνούσα με ταξί από την πλατεία Βικτωρίας, πιάσαμε κουβέντα με τον οδηγό για το συγκεκριμένο μέρος της Αθήνας που κάποτε ήταν στέκι ηθοποιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. «Ξέρεις, έχω κι εγώ συγγένεια με έναν απ' αυτούς» μου εξομολογήθηκε, για να μου αναφέρει στη συνέχεια το όνομα του Διονύση Παπαγιαννόπουλου.
Δεν συγκράτησα τι είδους συγγένεια είχε ακριβώς ο ταξιτζής με τον Παπαγιαννόπουλο και δεν έχω κανέναν λόγο να τον αμφισβητήσω, εκείνο που μου έκανε εντύπωση όμως ήταν μια άγνωστη λεπτομέρεια, ενδεικτική της ευαισθησίας του αξιαγάπητου ηθοποιού.
Ο Παπαγιαννόπουλος, λέει, προς το τέλος της ζωής του συνήθιζε να γράφει γράμματα και να τα στέλνει στον ίδιο του τον εαυτό, σαν να ζούσε εντελώς μόνος επάνω στον πλανήτη, σαν να μην υπήρχαν άλλοι άνθρωποι στους οποίους θα μπορούσε να απευθυνθεί.
Εκεί κατάλαβα για ποιον λόγο ο κορυφαίος σκηνοθέτης-χορογράφος μας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, μου είχε εκφράσει κάποτε την επιθυμία του να κάνει ένα ντοκιμαντέρ-πορτρέτο του Παπαγιαννόπουλου. Η προσωποποίηση της έμφυτης μελαγχολίας ήταν ο εν λόγω κωμικός ηθοποιός, που από τη μια σφράγισε τις πιο μεγάλες στιγμές του παλιού λαϊκού κινηματογράφου και από την άλλη ταυτίστηκε με το αγγελοπουλικό σύμπαν σ' εκείνη την αξεπέραστη σκηνή ανθολογίας με τον Κατράκη, στο εξόδιο, για τον ίδιο, «Ταξίδι στα Κύθηρα».
Η προσωποποίηση της έμφυτης μελαγχολίας ήταν ο εν λόγω κωμικός ηθοποιός, που απ' τη μια σφράγισε τις πιο μεγάλες στιγμές του παλιού λαϊκού κινηματογράφου, απ' την άλλη ταυτίστηκε με το αγγελοπουλικό σύμπαν σε εκείνη την αξεπέραστη σκηνή ανθολογίας με τον Κατράκη στο εξόδιο - για τον ίδιο - ''Ταξίδι στα Κύθηρα''.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννιέται τη 12η Ιουλίου του 1912 στο Διακοφτό Αχαΐας, στην παραλία του οποίου υπάρχει τοποθετημένη σήμερα, τιμής ένεκεν, η προτομή του. Ο πατέρας του, ονόματι Σπηλιώτης, έχοντας επιστρέψει άνεργος από τις ΗΠΑ, γνώρισε τη μητέρα του, Μαρία, και μαζί έκαναν δέκα παιδιά. Ο Διονύσης ήταν το όγδοο κατά σειρά.
Η οικογένεια διατηρούσε το περίπτερο στην παραλία του χωριού κι έτσι βιοποριζόταν, με τον μικρό Διονύση να εκδηλώνει από νωρίς την έφεσή του στην αρχαιοελληνική γραμματεία και στις τέχνες και τους γονείς του να αντιδρούν. Κατάφερε, μάλιστα, να τους ξεγελάσει, όταν κάποια στιγμή ντύθηκε δεσπότης κι εκείνοι νόμισαν πως ο δρόμος του ήταν η εκκλησιαστική καριέρα.
Ταυτόχρονα, διέπρεπε στον αθλητισμό, στο ακόντιο και στο ποδόσφαιρο, όπως και στους παραδοσιακούς χορούς, στο τσάμικο. Εικάζεται επίσης πως από νέος ανέπτυξε ένα αίσθημα προσφοράς και αλληλεγγύης προς τους φτωχούς συντοπίτες του, εξού και τα επόμενα χρόνια, με την καθιέρωσή του στο καλλιτεχνικό στερέωμα, έκανε πολλές αγαθοεργίες χωρίς να φαίνεται.
Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας, παραμένοντας σε αυτό μέχρι το 1941 και κάνοντας την πρώτη του σκηνική εμφάνιση ως ιππότης στον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ». Βρισκόμαστε στο 1938 και την παράσταση εκείνη είχε σκηνοθετήσει ο Δημήτρης Ροντήρης, με πρωταγωνιστές τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Αλέξη Μινωτή, τον Θάνο Κωτσόπουλο, αλλά και τον Μάνο Κατράκη − η συμμετοχή του Κατράκη έχει σημασία, αν υποτεθεί πως η τελευταία δουλειά τόσο για τον ίδιο όσο και για τον Παπαγιαννόπουλο ήταν στο προαναφερθέν κινηματογραφικό «Ταξίδι στα Κύθηρα», 46 χρόνια αργότερα.
Η θητεία του στο Εθνικό ανακόπτεται κατά κάποιον τρόπο από την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1940. Ο Παπαγιαννόπουλος παίρνει μέρος σε μεγάλες μάχες στο αλβανικό μέτωπο με τον βαθμό του έφεδρου υπολοχαγού. Με τη συνθηκολόγηση και την Αθήνα υπό γερμανική κατοχή, επιστρέφει στο θέατρο.
Εδώ υπάρχει η γνωστή πια ιστορία που λέει πως ένα βράδυ αρνήθηκε να δεχτεί στο καμαρίνι του τον Μαξ Μέρτεν (1911-1971), τον ανώτατο εισαγγελέα της ναζιστικής Γερμανίας, ο οποίος ήθελε να τον συγχαρεί για την ερμηνεία του.
Ο Μέρτεν, γνωστός και ως Χασάπης ή Δήμιος της Θεσσαλονίκης, είχε εγκατασταθεί στη συμπρωτεύουσα και τη διετία 1942-44 ήταν ο κύριος υπεύθυνος για τη μεταφορά 45.000 Εβραίων στο Άουσβιτς, καθώς και για τη λεηλασία των περιουσιών τους.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο γίνεται το 1947 στο κατοχικό δράμα νεορεαλιστικού ύφους «Τα παιδιά της Αθήνας» του Τάκη Μπακόπουλου. Στο εν λόγω φιλμ συμμετείχε ως τραγουδίστρια η Δανάη Στρατηγοπούλου, ενώ πρωταγωνιστές ήταν η Έλλη Λαμπέτη, ο Χριστόφορος Νέζερ και η Δέσπω Διαμαντίδου.
Επόμενη ταινία του ακόμη ένα κατοχικό δράμα, τα «Ματωμένα Χριστούγεννα», το '51, του Γιώργου Ζερβού, πάλι δίπλα στη Λαμπέτη και στους Νίκο Χατζίσκο, Μίμη Φωτόπουλο, Παντελή Ζερβό, με τη μουσική του Μενέλαου Παλλάντιου, δασκάλου του Χατζιδάκι.
Η τρίτη κατά σειρά κινηματογραφική ταινία στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο ο Παπαγιαννόπουλος είναι το ερωτικό δράμα «Το σταυροδρόμι του πεπρωμένου» που γύρισε το 1954 στην Αίγυπτο ο Ιταλός Τζιάνι Βερνούτσιο με τη Βάσω Μανωλίδου και τη Μαίρη Αρώνη.
Την ίδια χρονιά συμμετέχει στο περίφημο «Ποντικάκι» του Νίκου Τσιφόρου, που, πέραν του ντεμπούτου της Αλίκης Βουγιουκλάκη, θεωρείται και μία από τις πρώτες αστυνομικές ταινίες δράσης στον εγχώριο κινηματογράφο.
Ακόμα δύο ταινίες, η ελληνο-αιγυπτιακή παραγωγή «Άνεμος του μίσους» (1954) του Τσιφόρου και ο «Τζο ο τρομερός» (1955) του Ντίνου Δημόπουλου, η τελευταία με πρωταγωνιστές τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, έναν χρόνο πριν ξαναβρεθούν στο κινηματογραφικό πλατό και γράψουν ιστορία με τον «Δράκο» του Κούνδουρου.
Το '55, όμως, είναι και η χρονιά της θρυλικής «Στέλλας» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος υποδύεται τον Μήτσο, τον υπάλληλο της Βέμπο στο κέντρο «Παράδεισος», με εκείνη την αλησμόνητη σκηνή όπου η Μελίνα με τον Φούντα τον κάνουν «μπαλάκι» ανάμεσά τους!
Ανασύρω μια μαρτυρία από συνάντηση του γράφοντα με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη στο σπίτι του το 2002: «Ο Παπαγιαννόπουλος είχε μια σκληρή και τρυφερή φάτσα, μπορούσες να τον μισήσεις και να τον λατρέψεις συγχρόνως. Ήταν φιλότιμος, εργατικός και κυρίως είχε επίγνωση τού που έπαιζε, τού που εμφανιζόταν κάθε φορά. Ήταν ο ιδανικός για να παίξει τον Μήτσο και να κάνει τον υποτελή στις γυναίκες της ταινίας, τη Βέμπο και τη Μελίνα».
Μέχρι το 1958 που εμφανίζεται στην ταινία «Μια ζωή την έχουμε» του Γιώργου Τζαβέλλα, με την οποία ξεκινά στην ουσία η μεγάλη του καριέρα στη Φίνος Φιλμ, συμμετείχε σε άλλες εφτά ταινίες, μάλλον ασήμαντες συγκριτικά με ό,τι τον περίμενε στον χώρο αυτό.
Ειδικά μετά το κοσμαγάπητο «Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο» του Αλέκου Σακελλάριου, το 1959, στον ρόλο του καθηγητή Μακριδάκη, η παρουσία του στη μεγάλη οθόνη εδραιώνεται και ακολουθεί πλήθος ταινιών που προβάλλονται με επιτυχία από την τηλεόραση μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικοί τίτλοι: «Στουρνάρα 288», «Η νύφη το 'σκασε», «Ένας βλάκας και μισός», «Μπουμπουλίνα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Η βίλα των οργίων», «Η σοφερίνα», «Φωνάζει ο κλέφτης», «Γαμπρός από το Λονδίνο» κ.ά. − κωμωδίες ως επί το πλείστον, στις οποίες συνήθως έπαιζε τον καλοκάγαθο ή και νευρικό σύζυγο ή πατέρα.
Σκηνή από την ταινία «Χτυποκάρδια στο θρανίο»
Αξίζει να σταθούμε σε μερικές απ' αυτές τις ταινίες προς μαζική κατανάλωση. Στη «Λόλα» (1964) του Ντίνου Δημόπουλου, όπου υποδύθηκε τον μοναδικό «κακό» στην καριέρα του, τον αρχηγό συμμορίας και ιδιοκτήτη του καμπαρέ στο οποίο εργαζόταν η ιερόδουλος Λόλα-Τζένη Καρέζη. Στο «Μια τρελή - τρελή οικογένεια» (1965) του Δημόπουλου, όπου κρατούσε τον ρόλο του συζύγου της θεόμουρλης Πάστα Φλώρας-Μαίρης Αρώνη και πατέρα των Τζένης Καρέζη - Κατερίνας Γώγου. Και, φυσικά, στο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), του Δημόπουλου επίσης, με την περιβόητη ατάκα-παραίνεση στον Λάμπρο Κωνσταντάρα: «Χούφτωσ' την, χούφτωσ' την»...
Μια ταινία, ωστόσο, από εκείνα τα χρόνια έχει μεγάλη σημασία στη φιλμογραφία του Διονύση Παπαγιαννόπουλου. Αναφέρομαι στο σπονδυλωτό «Το κανόνι και τ' αηδόνι» (1968) των αδερφών Καμπανέλλη, του Γιώργου και του Ιάκωβου. Ο Παπαγιαννόπουλος με τον Ιάκωβο, τον συγγραφέα, είχαν συνεργαστεί για πρώτη φορά το 1960 στην κωμωδία σε σκηνοθεσία του δεύτερου με τίτλο «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα».
Αυτήν τη φορά, όμως, επρόκειτο για μία αμιγώς σουρεαλιστική ταινία που απέκτησε μορφή υπαινικτικής διαμαρτυρίας εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών. Η σκηνή από το τρίτο και τελευταίο σκετς με τον Παπαγιαννόπουλο και τον Γιώργο Καμπανέλλη πεσμένους στο πάτωμα, στα τέσσερα, να γαβγίζουν σαν σκύλοι, στους ρόλους του Έλληνα πατριώτη και του Γερμανού ναζί, που τελικά αποδεικνύεται φιλεύσπλαχνος φιλέλληνας, είναι μια σκηνή ανθολογίας στα χρονικά του ελληνικού κινηματογράφου.
Έχω ακούσει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να λέει πως χάρη σε αυτήν τη σκηνή και την εν λόγω ταινία κάλεσε τον Παπαγιαννόπουλο ως ολοκληρωμένο ηθοποιό για να συμμετάσχει στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» το '84.
Με τον Μάνο Κατράκη στο «Ταξίδι στα Κύθηρα»
Το «Κανόνι και τ' αηδόνι» απέσπασε έξι μεγάλα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, ενώ τιμήθηκε και με εύφημη μνεία για τρεις β' ανδρικούς ρόλους!
Σύμφωνα με συνέντευξη του Παττακού, λοιπόν, στην κυπριακή εφημερίδα «Μάχη», ο Παπαγιαννόπουλος «ήτο αξιωματικός του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου και πολεμούσε σκληρά τους συμμορίτες κομμουνιστές στον Γράμμο και το Βίτσι. Όποτε με έβλεπε, μου έλεγε: "Επιτέλους, βάλατε μια τάξη και βρήκαμε την ησυχία μας, μας εσώσατε από το χάος, την αναρχία και τους κομμουνιστάς"».
Ίσως γι' αυτό, άλλωστε, ο Παπαγιαννόπουλος να έπαιξε με τέτοια καλλιτεχνική επιτυχία τον δεξιό πατριώτη απέναντι στον αριστερό αγωνιστή και συνοδοιπόρο του Μάνο Κατράκη, μετρώντας τις ανοιχτές πληγές του Εμφυλίου, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» πάντα.
Τραγική ειρωνεία: ο ηθοποιός συμμετείχε επίσης στο «Μεγάλο μας τσίρκο» (1973) του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του θιάσου Καζάκου - Καρέζη, που επίσης αποτέλεσε μια μορφή αντίστασης κατά της χούντας στα τελειώματά της.
Καθ' όλη τη δεκαετία του '70 που το εμπορικό σινεμά είχε απομυθοποιηθεί και η Φίνος Φιλμ είχε παρακμάσει, ο Παπαγιαννόπουλος συνέχισε να παίζει. Ξεχωριστή στιγμή από εκείνη την περίοδο είναι η συμμετοχή του στην κινηματογραφική μεταφορά της αριστοφανικής «Λυσιστράτης» (1972) από τον Γιώργο Ζερβουλάκο, δίπλα στην Καρέζη, την Άννα Φόνσου, τον Καζάκο και την Άννα Μαντζουράνη.
Το 1974 ο Γιάννης Δαλιανίδης, με τον οποίο επίσης είχε δουλέψει πολύ, του δίνει τον ρόλο του κυρ-Γιώργη στο θρυλικό τηλεοπτικό «Λούνα Παρκ» (έκανε πρεμιέρα το 1974 και έριξε αυλαία το 1981). Ο Παπαγιαννόπουλος έγινε πια ο κυρ-Γιώργης, μπήκε στα σπίτια όλων των Ελλήνων ως ένας δικός τους άνθρωπος και πολύ συχνά, μέχρι και σήμερα, μ' αυτό το όνομα τον θυμούνται!
Την επιτυχία του χαρακτήρα αυτού προσπάθησε να μεταφέρει ο Δαλιανίδης και στον κινηματογράφο, στην ταινία «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται» (1977), αλλά, είπαμε, η υπόθεση «ελληνικό εμπορικό σινεμά», εκείνη την περίοδο τουλάχιστον, ήταν τελειωμένη.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, αν και άγαμος, έτρεφε μεγάλη αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Περιστοιχιζόταν από ωραίες, νεότερές του γυναίκες, αλλά δεν θέλησε ποτέ να τις «φανερώσει» για να μην τις εκθέσει.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία της ηθοποιού, ενζενί τότε, Ρίκας Διαλυνά σ' εκείνη τη μεγάλη συνέντευξή της στον γράφοντα και στο LIFO.gr (σ.σ. η Διαλυνά αναπολεί στιγμές από τη συνεργασία της με τον Παπαγιαννόπουλο στην ταινία «Ένας βλάκας και μισός» του 1959):
«Τότε έστελναν αμάξια να μας πηγαίνουν στις 5:30-6 το πρωί στα γυρίσματα. Φόραγα εγώ το φουστανάκι μου, το μαντιλάκι μου και στο γύρισμα άλλαζα, έβαζα ρόμπες και φορέματα με φουρό και γινόμουν η σέξι ντάμα. Μετά τα ίδια, άλλαζα και μας γυρνούσαν στα σπίτια μας. Ένα βράδυ λέει ο Ευθυμίου του Παπαγιαννόπουλου: "Καλά, αυτή η Διαλυνά πότε έρχεται, πότε φεύγει και δεν τη βλέπουμε;". Κι εγώ ήμουν στο ίδιο αμάξι, μαζί τους (γέλια).
Του Ευθυμίου του άρεσα ως κορίτσι και το 'χε καταλάβει ο Παπαγιαννόπουλος, που ήταν μέγα πειραχτήρι. Ένα βράδυ ο Παπαγιαννόπουλος έκανε ότι βήχει: "Βρε Ρίκα, χθες κοιμηθήκαμε με ανοιχτό παράθυρο και κρύωσα, μην το ξανακάνουμε!". Ο καημένος ο Ευθυμίου αναψοκοκκίνιζε και τα έβαφε μαύρα (γέλια).
Όλοι τους ήταν εξαιρετικοί τότε. Ο Παπαγιαννόπουλος, που πάντα κρατούσε κρυφή την προσωπική του ζωή, τα είχε με μια φίλη μου ηθοποιό, συνομήλική μου, αλλά δεν θα σας πω το όνομά της.
Άνθρωπος μοναχικός και υπερευαίσθητος ήταν ο Παπαγιαννόπουλος. Λέγεται πως ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η ηθοποιός Άννα Καλουτά, η οποία τον αρνήθηκε για χάρη του ζεν πρεμιέ Λάμπρου Κωνσταντάρα κι εκείνος κλείστηκε για καιρό στον εαυτό του.
Θυμάμαι τώρα σαν όνειρο την εκπομπή «Το πορτραίτο της Πέμπτης» που του είχε κάνει ο Φρέντυ Γερμανός. Στο τέλος έκλαιγε σαν μωρό παιδί, καθώς η κάμερα έκανε ένα οδοιπορικό στο Διακοφτό και στο πατρικό του σπίτι. Ο Παπαγιαννόπουλος έκλαιγε τόσο πολύ που σηκώθηκε και αποχώρησε προσωρινά από το στούντιο...
Λίγα χρόνια αργότερα πεθαίνει ολομόναχος στο διαμέρισμά του, Σούτσου και Αλεξάνδρας. Κανείς δεν παίρνει είδηση. Ήταν Κυριακή των Βαΐων και το ημερολόγιο έδειχνε 13 Απριλίου του 1984. Τον βρίσκουν μερικές μέρες μετά, τη Μεγάλη Τρίτη, πεσμένο στο πάτωμα με τη ρόμπα, τις πιτζάμες του και τα μάτια ανοιχτά. Πόσο άδοξος θάνατος για έναν από τους πιο δημοφιλείς Έλληνες ηθοποιούς. Πόση οδύνη για έναν άνθρωπο που όλοι θα ήθελαν να είναι ο πατέρας τους.