Η κινηματογραφίστρια και συγγραφέας Νίνα Γκλάντιτς πέθανε τον Απρίλιο του 2021 στη Γερμανία. Είναι πολύ πιθανό να μην την έχετε ακούσει ποτέ – πολύ λογικό, αφού το έργο της συνοψίζεται κυρίως σε ένα ντοκιμαντέρ και ένα βιβλίο που έχουν το ίδιο θέμα, τη συνενοχή της Λένι Ρίφενσταλ όσον αφορά τα εγκλήματα του Ράιχ και τη συμβολή της στη δημιουργία της πλασματική εικόνα ενός ευτυχούς κράτους που έκρυβε επιμελώς τη φρίκη του ναζισμού.
Η Γκλάντιτς μεγάλωσε στα ερείπια του πολέμου, όταν ήδη η καριέρα της Ρίφενσταλ ως εθνικής κινηματογραφίστριας είχε τελειώσει, αλλά η ανακάλυψη του τρόπου που οργανώθηκε όλη η εικόνα, η προβολή και το έργο της, οι συνθήκες με τις οποίες γυρίζονταν οι ταινίες της και η αποκάλυψη του χαρακτήρα της έγιναν στόχος ζωής και εμμονή για την Γκλάντιτς – στην ουσία καταστράφηκε και η ίδια ασχολούμενη πάνω από τέσσερις δεκαετίες με αυτό το θέμα.
Τον χαρακτήρα της και την επίμονη έρευνά της περιγράφει η Κέι Κόνολι, ανταποκρίτρια της «Guardian» στο Βερολίνο. Πρόκειται για μια ιστορία που θα μπορούσε να γίνει ταινία με πολλά επίπεδα, μυστικά και αποκαλύψεις.
Η Λένι Ρίφενσταλ είναι μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα. Οι ταινίες της για το όραμα του φασισμού είναι αυτές που την έκαναν παγκοσμίως γνωστή, όσο και αν τα μεταπολεμικά χρόνια κάποιοι επιχείρησαν να απομονώσουν την αισθητική του έργου της από το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και τον χαρακτήρα της. Το έργο της είναι συνδεδεμένο με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές και αισθητικές θέσεις. Ο «Θρίαμβος της θέλησης» και η «Ολυμπία» χαρακτηρίστηκαν ως οι τέλειες προπαγανδιστικές ταινίες του Χίτλερ, με τον οποίο συνομιλούσε.
Οι ταινίες της για το όραμα του φασισμού είναι αυτές που την έκαναν παγκοσμίως γνωστή, όσο και αν τα μεταπολεμικά χρόνια κάποιοι επιχείρησαν να απομονώσουν την αισθητική του έργου της από το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και τον χαρακτήρα της. Το έργο της είναι συνδεδεμένο με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές και αισθητικές θέσεις.
Για την παγκόσμια κοινή γνώμη η αξία του έργου της μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.Θα είναι πάντα συνδεδεμένη με το πρόσωπο που οπτικοποίησε τον ναζισμό, ως μια επίσημη προπαγανδίστρια του ναζιστικού κόμματος ήδη από το 1934. Όταν, μετά τον πόλεμο, συνελήφθη, η Ρίφενσταλ υποστήριξε ότι υπήρξε θύμα παρεξήγησης και δήλωσε ότι αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αργότερα δήλωσε ότι «αναγκάστηκε να κάνει ό,τι έκανε, επειδή ο Γκέμπελς την απειλούσε ότι θα έστελνε και την ίδια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης». Ενώ προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε για τα εγκλήματα πολέμου, δεν μπόρεσε να κρύψει ότι «οι εθνικοσοσιαλιστές την είχαν συναρπάσει».
«Η γραμμή που κράτησαν οι υπερασπιστές της Ρίφενσταλ», γράφει η Σούζαν Σόνταγκ στο δοκίμιό της «Η γοητεία του φασισμού», στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι πλέον σημαντικές φωνές του κατεστημένου της κινηματογραφικής πρωτοπορίας, «είναι ότι η Ρίφενσταλ ενδιαφερόταν για την ομορφιά». Οι βιογράφοι της επιχείρησαν να την απαλλάξουν από κάθε ευθύνη και να απαλείψουν τα σημεία στα οποία φαίνεται καθαρά ότι παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ναζιστική προπαγάνδα κι αυτό οφείλεται στο ότι, αν και έμεινε σε στρατόπεδα από το 1945 έως το 1948, δεν καταδικάστηκε και χαρακτηρίστηκε απλώς ως «συμπαθούσα των ναζιστών».
«Olympia» (Prologue)
Το ότι δεν καταδικάστηκε της έδωσε την ευκαιρία να κινηθεί δικαστικά εναντίον αυτών που λοιδορούσαν την ίδια και το έργο της, να αλλοιώνει συστηματικά τα στοιχεία της βιογραφίας της και να κάνει προκλητικές δηλώσεις. Θεωρούσε το προπαγανδιστικό της έργο καθαρά καλλιτεχνικό και κατάφερε να πείσει πολλούς. Μάλιστα, το 1972 οι «Τimes» της ανέθεσαν τη φωτογράφιση των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου. Όταν το ΜοΜΑ απέκτησε μια κόπια του έργου της ως ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα προπαγανδιστικής φιλμογραφίας που έχουν δημιουργηθεί ποτέ, δήλωσε ότι «αηδίασε μαθαίνοντας με ποιον τρόπο χρησιμοποιήθηκε το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής της δημιουργίας». Η Αμερική, προπολεμικά ήδη, είχε την πιο σταθερή στάση απέναντι στο έργο της και η Λένι Ρίφενσταλ δεν χωρούσε σε αυτήν. Πολύ μετά την απέρριψε και ο καλλιτεχνικός κόσμος στη Γερμανία, αναγκάζοντάς την στην ουσία να αναχωρήσει για την Αφρική και να ξεκινήσει εκεί ένα άλλο κομμάτι της καριέρας της που αφορούσε τη φύση και τους ιθαγενείς, ανθρώπους με τους οποίους την εποχή του ναζισμού δεν θα διανοούνταν να ασχοληθεί.
Δύο χρόνια πριν από την αναχώρησή της για την Αφρική, βγήκε στη διανομή η ταινία της «Tiefland», σε μια προσπάθεια αναβίωσης της καριέρας της.
Αυτή η ταινία έγινε το πεδίο μάχης μεταξύ δύο γυναικών, της Ρίφενσταλ και της Γκλάντιτς, της οποίας η εμπλοκή στο θέμα της ταινίας καθόρισε σχεδόν δραματικά τη ζωή της.
Το 1940 η Ρίφενσταλ άρχισε να δουλεύει την ταινία «Tiefland», την οποία ο Χίτλερ χρηματοδότησε με το απίστευτο για την εποχή ποσό των 7.000.000 μάρκων. Στην ταινία χρησιμοποιούνται ως κομπάρσοι πρόσωπα από στρατόπεδα συγκέντρωσης, Ρομά και Σίντι, τους οποίους υποτίθεται διέσωσε και τους συνάντησε μετά τη λήξη του πολέμου. Όταν τελικά το «Tiefland» έφτασε στους κινηματογράφους το 1954, η ανταπόκριση θεατών και κριτικών ήταν χλιαρή, το απέρριψαν ως μια ταινία με «ξύλινη γλώσσα». Σχεδόν όλα τα κοντινά πλάνα των Σίντι και Ρομά κομπάρσων είχαν μονταριστεί.
Σκηνή από την ταινία «Tiefland».
Η πραγματικότητα για τους Σίντι και τους Ρομά ήταν εφιαλτική, με τον διαβόητο γιατρό των στρατοπέδων Γιόζεφ Μένγκελε να εκτελεί μερικά από τα πειράματά του επάνω τους. Στο Άουσβιτς περίπου 4.000 Σίντι και Ρομά οδηγήθηκαν στα κρεματόρια και στους θαλάμους αερίων σε μια νύχτα μόνο, στις 2 Αυγούστου 1944.
Η Νίνα Γκλάντιτς ήρθε σε επαφή με το έργο της Ρίφενσταλ όταν στα είκοσί της χρόνια μετακόμισε στο Μόναχο για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Τηλεόρασης και Κινηματογράφου. Για πολλά χρόνια τα ενδιαφέροντά της ήταν άλλα: ακτιβισμός και ταινίες για τα κινήματα κατά της πυρηνικής ενέργειας.
Το ενδιαφέρον της για τη Ρίφενσταλ ξεκίνησε το 1977, όταν ένας γνωστός της τής έδωσε ένα γράμμα που νόμιζε ότι μπορεί να την ενδιέφερε. Είχε γραφτεί από τον Γιόζεφ Ράινχαρτ πριν από είκοσι χρόνια και ζητούσε οικονομική βοήθεια από την Ένωση Διωκομένων του Ναζιστικού Καθεστώτος, εξηγώντας ότι αυτός και τα μέλη της οικογένειάς του είχαν επιλεγεί από τη Ρίφενσταλ, ενώ βρίσκονταν σε στρατόπεδο, να εργαστούν αναγκαστικά ως κομπάρσοι στο «Tiefland» το 1940 και το 1941. Περιλάμβανε δύο μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έδειχναν κακοντυμένα ξυπόλυτα παιδιά.
Όταν η Γκλάντιτς επισκέφτηκε τα εθνικά κινηματογραφικά αρχεία στο Κόμπλεντς λίγες εβδομάδες μετά την ανάγνωση της επιστολής του Ράινχαρτ, έμεινε έκπληκτη διαπιστώνοντας ότι δεν είχαν καμία τεκμηρίωση για το «Tiefland». Το έργο της ζωής της είχε αρχίσει. Η Γκλάντιτς εντόπισε τον Ράινχαρτ, ο οποίος ζούσε στην πόλη Όφενμπουργκ στη δυτική Γερμανία. Ήταν κατασκευαστή βιολιών και ανιψιός του σπουδαίου καλλιτέχνη της προπολεμικής σκηνής της τζαζ Τζάνγκο Ράινχαρτ.
Ο Ράινχαρτ αφηγήθηκε την ιστορία του στην πρώτη κιόλας συνάντηση. Αυτός και η οικογένειά του είχαν εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία και κατέφυγαν στην Αυστρία τη δεκαετία του '30. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το 1938 κρύφτηκε με τους συγγενείς του στο ορεινό δάσος νότια του Σάλτσμπουργκ. Συνελήφθησαν από τις τοπικές αρχές τον Οκτώβριο του 1939 και κρατήθηκαν σε κιβώτια αλόγων προτού μεταφερθούν σε ένα σημείο κράτησης κοντά στο Σάλτσμπουργκ, το οποίο οι ίδιοι οι κρατούμενοι αναγκάστηκαν να μετατρέψουν σε στρατόπεδο που αργότερα έγινε γνωστό ως Maxglan. Είδε για πρώτη φορά τη Ρίφενσταλ εκεί τον Σεπτέμβριο του 1940, συνοδευόμενη από αρκετούς αξιωματικούς των SS. Η Ρίφενσταλ είχε επιλέξει κρατουμένους, συμπεριλαμβανομένων του ίδιου, που τότε ήταν έφηβος, και πολλών μελών της οικογένειάς του.
Η ομάδα που επιλέχθηκε από τη Ρίφενσταλ μεταφέρθηκε σύντομα στο κινηματογραφικό πλατό, το οποίο βρισκόταν στο Κρουν, κοντά στη βαυαρική πόλη Mίτενβαλντ, περίπου 125 μίλια δυτικά. Μόλις έφτασαν ο Ράινχαρντ και οι άλλοι κομπάρσοι άρχισαν να εργάζονται. Το φαγητό και η διαμονή τους ήταν, θυμάται ο Ράινχαρντ, «χειρότερα απ' ό,τι στο στρατόπεδο». Κοιμόντουσαν σε γυμνές σανίδες σε υπόστεγα, αχυρώνες, πάγκους ζώων και κελάρια, που τα κλείδωναν τη νύχτα. Ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση. Οι γυναίκες και τα παιδιά είχαν χωριστεί από τους άνδρες, η πλειονότητα των οποίων είχε μείνει στον καταυλισμό στο Σάλτσμπουργκ.
Τα γυρίσματα συνεχίστηκαν για περίπου δεκατρείς μήνες, μέχρι τον Νοέμβριο του 1941. Μετά οι κομπάρσοι διατάχθηκαν να βαδίσουν προς τον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Ράινχαρτ είπε στην Γκλάντιτς ότι δεν τους είχε επιτραπεί να πάρουν κανένα από τα κοστούμια που είχαν φορέσει στο σετ, αν και είχαν μεγαλώσει πια και τα παλιά κουρέλια δεν τους χωρούσαν, ούτε τα παπούτσια. «Έπρεπε να φύγουμε ξυπόλυτοι γιατί δεν μας έκαναν τα παπούτσια που είχαμε. Έκανε τσουχτερό κρύο». Ο Ράινχαρτ έπαθε κρυοπαγήματα.
Η Γκλάντιτς ήξερε σχεδόν αμέσως ότι θα έκανε ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία του Ράινχαρτ. Με τον καιρό άρχισε επίσης να κατανοεί «ότι κανείς δεν γνώριζε για την κακοποίηση των ανυπεράσπιστων κρατουμένων από τη Ρίφενσταλ». Το 1949 η Ρίφενσταλ μήνυσε κάποιον επειδή αποκάλυψε την εκ μέρους της εκμετάλλευση των Σίντι και των Ρομά, και κέρδισε τη δίκη, ενώ είχε κερδίσει δεκάδες νομικές μάχες εναντίον εκείνων που είχαν γράψει ή πει κάτι για εκείνη που δεν της άρεσε.
Η Γκλάντιτς, αποφασισμένη να κάνει το ντοκιμαντέρ, επιχείρησε να συναντήσει τη Ρίφενσταλ το 1981 στη Φρανκφούρτη, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο και υποδυόμενη μια δημοσιογράφο που λεγόταν Άννα Μαντού και έγραφε για μεγάλους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα. Πίστευε ότι αυτή η συνάντηση θα ήταν η κορυφαία σκηνή του ντοκιμαντέρ της, αλλά έκανε το λάθος να ρωτήσει για τις πιθανολογούμενες λεσβιακές σχέσεις της. Η Ρίφενσταλ έφυγε αμέσως από τη συνάντηση, μάλιστα αργότερα έγραψε στα απομνημονεύματά της ότι η «φράου Γκλάντιτς είχε ξεκάθαρα από την αρχή την πρόθεση να δημιουργήσει ένα συκοφαντικό παρασκεύασμα για μένα».
Το σχέδιο της Γκλάντιτς κατέρρευσε, αλλά η ίδια δεν εγκατέλειψε την ιδέα του ντοκιμαντέρ της. Ο τίτλος του είναι «Time of darkness and silence» και περιλαμβάνει τις αφηγήσεις των μελών της οικογενείας Ράινχαρτ αλλά και την επίσκεψη που έκανε με τον Γιόζεφ Ράινχαρτ στο μέρος όπου γυρίστηκε το «Tiefland» και στον χώρο του πρώην στρατοπέδου Maxglan, που είναι άδεια χωράφια.
Το «Time of darkness and silence» προβλήθηκε στη Γερμανία στις 6 Σεπτεμβρίου 1982. Οι κριτικές ήταν λιγοστές, αλλά αυτές που εμφανίστηκαν αναγνώρισαν τη σημασία της ταινίας. Λίγοι Γερμανοί είχαν ακούσει τους Σίντι και τους Ρομά να μιλούν για τις εμπειρίες τους από το Ολοκαύτωμα και το γεγονός ότι η Γκλάντιτς τους έπεισε να μιλήσουν τόσο ανοιχτά στην κάμερα ήταν αξιοσημείωτο, έγραψε ένας κριτικός στην «Zeit». Τον επόμενο χρόνο η Ρίφενσταλ παρακολούθησε το ντοκιμαντέρ. Τον Ιούνιο του 1983 έστειλε μια θυμωμένη επιστολή στον δικηγόρο της, όπου ισχυριζόταν πως με «έκπληξη» άκουσε τις «τερατώδεις ατάκες» της ταινίας. Αμέσως μετά μήνυσε την Γκλάντιτς για συκοφαντική δυσφήμιση.
Στις 20 Νοεμβρίου 1984 οι δύο γυναίκες βρέθηκαν αντιμέτωπες στο δικαστήριο, σε μια δίκη που διήρκεσε δυόμισι χρόνια. Η Ρίφενταλ ήταν 82 ετών και η Γκλάντιτς 37.
Ο βασικός μάρτυρας υπέρ της Γκλάντιτς ήταν ο Γιόζεφ Ράινχαρτ, που υποστήριζε ότι η Ρίφενσταλ είπε ψέματα: όχι μόνο δεν τους βοήθησε να επιβιώσουν αλλά δεν πληρώθηκαν καν, μόνο ζούσαν σε συνθήκες σχεδόν εξοντωτικές, όπως υποστήριζε.
Η Ρίφενσταλ αρνήθηκε ότι επισκέφτηκε το στρατόπεδο για να διαλέξει τους κομπάρσους, αρνήθηκε ότι δεν τους πλήρωσε και ότι υποσχέθηκε να τους σώσει από το Άουσβιτς. Υποστήριξε ότι ενώ γύριζε την ταινία, δεν γνώριζε την ύπαρξη των θαλάμων αερίων ούτε την τύχη των Ρομά και των Σίντι. Όταν το ντοκιμαντέρ της Γκλάντιτς παίχτηκε στο δικαστήριο την ημέρα έναρξης της δίκης, η Ρίφενσταλ διέκοψε επανειλημμένα την προβολή, φωνάζοντας «Ψέματα! Ψέματα!». Ενώ οι κραυγές της αντηχούσαν στη σκοτεινή αίθουσα του δικαστηρίου, ο δικαστής Γκούντερ Όσβαλντ της είπε: «Κυρία μου, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να δω την ταινία».
Κανένας δεν ξέρει πόσα ακριβώς ήξερε η Ρίφενσταλ για τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στα στρατόπεδα. Η Γκλάντιτς υποστήριζε ότι η Ρίφενσταλ δεν τα ήξερε απλώς όλα αλλά και πολύ περισσότερα από τους άλλους. Κατά τη διάρκεια της δίκης, μάλιστα, εμφάνισε την αλληλογραφία της με έναν επιζώντα κομπάρσο που την αποκαλούσε θεία Λένι. «Ακόμα κι αν δεν θέλετε να το πιστέψετε, οι Τσιγγάνοι –οι ενήλικες αλλά και τα παιδιά– ήταν τα αγαπημένα μας πρόσωπα», είπε η Ρίφενσταλ. Το δικαστήριο εξέτασε αυτά που προσκόμισαν οι δύο πλευρές και έκρινε ότι η Ρίφενσταλ όντως επισκέφθηκε το στρατόπεδο Maxglan για να επιλέξει τους κομπάρσους και ότι δεν είχαν πληρωθεί για τη δουλειά τους. Επίσης, ανέτρεψε την περιγραφή της Ρίφενσταλ για το Maxglan ως «στρατόπεδο ανακούφισης και πρόνοιας», δηλώνοντας ότι εξ ορισμού ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά ο ισχυρισμός του Γιόζεφ Ράινχαρτ ότι η Ρίφενσταλ είχε υποσχεθεί να σώσει αυτόν και την οικογένειά του από το Άουσβιτς ή ότι ήξερε τι θα συνέβαινε στους Ρομά και στους Σίντι όταν έφταναν εκεί δεν μπορούσε να αποδειχθεί και διέταξε να αφαιρεθεί το επίμαχο κομμάτι από το ντοκιμαντέρ της Γκλάντιτς. Εκείνη αρνήθηκε οποιαδήποτε παρέμβαση και η ταινία παρέμεινε στα αρχεία.
Με την καταστροφική αυτή απόφαση για την Γκλάντιτς τον Μάρτιο του 1987 η καριέρα της έφτασε στο ναδίρ, η ίδια θεώρησε ότι έγινε persona non grata, γιατί είχε τολμήσει να δείξει το αληθινό πρόσωπο της Ρίφενσταλ ως δράστιδος ενός εγκλήματος. Πέρασε τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες αφιερώνοντας όλο της τον χρόνο και θυσιάζοντας την ενέργεια και τα λιγοστά της χρήματα σε ένα κυνήγι αλήθειας που δεν έχει προηγούμενο. Τον Οκτώβριο του 2020 εκδόθηκε το μεγάλο έργο της ζωής της με τον τίτλο «Leni Riefenstahl: Karriere einer Täterin» («Καριέρα μιας δράστιδος»). Ο εκδότης της είπε στην Κόνολι ότι αυτή η έκδοση έμοιαζε με το τέλος μια προσωπικής βεντέτας.
Η ίδια η Γκλάντις είπε κάτι σχεδόν τρομακτικό, ότι με αυτό το βιβλίο μύθος της Ρίφενσταλ πέθανε και εκείνη στριφογυρίζει στον τάφο της.
Η Γκλάντιτς κατάφερε να συγκεντρώσει πολλές ιστορίες όσων η Ρίφενσταλ είχε προδώσει και εκμεταλλευτεί και αποστολή της έγινε να τις φέρει στο φως. Ένας φίλος της τής είπε ότι έπρεπε να δει έναν ψυχίατρο και η ίδια η μητέρα της φαινόταν να συμπαθεί τη Ρίφενσταλ. Η Γκλάντις αποκάλυψε την ιστορία του βοηθού της Ρίφενσταλ που έπαθε νευρικό κλονισμό. Η ίδια τον έκλεισε σε ψυχιατρικό ίδρυμα και στη συνέχεια τον πήρε ξανά στα γυρίσματα του «Tiefland», αναγκάζοντάς τον να κοιμηθεί σε ένα δωμάτιο που δεν θερμαινόταν, με φρουρά, ώστε να μη δραπετεύσει, δίνοντάς του ασήμαντες μερίδες φαγητού.
Όταν το 2015 η Γκλάντιτς ολοκλήρωσε το βιβλίο της, ένα χειρόγραφο άνω των 1.000 σελίδων με ανείπωτες ιστορίες από αυτούς που είχε καταστρέψει η Ρίφενσταλ, αποκαλύψεις και λεπτομέρειες για τις μυστικές λεσβιακές υποθέσεις της, τον σχεδόν ερωτικό θαυμασμό που έτρεφε για τον Χίτλερ και τα εκστατικά συναισθήματά της όταν τον συνάντησε για πρώτη φορά, δεν σταμάτησε να ασχολείται με το θέμα «Λένι Ρίφενσταλ». Κάθε συζήτηση, κάθε μέρα της ζωής της είχε το ίδιο θέμα. Το βιβλίο της Γκλάντιτς απορρίφθηκε από περίπου τριάντα εκδότες πριν κυκλοφορήσει.
Τελικά, στις αρχές του 2020 ο ελβετικός εκδοτικός οίκος Orell Füssli ανέλαβε την έκδοση. Η ίδια είχε επιστρέψει και ζούσε στο Schwäbisch Gmünd. Η πανδημία και η κακή της υγεία δεν επέτρεψαν να προβληθεί το βιβλίο, η ίδια όμως ήταν ευτυχής που επιτέλους τα είχε καταφέρει. Παρά το γεγονός ότι οι κριτικές ήταν καλές, η Γκλάντιτς εξακολουθούσε να είναι θυμωμένη με όποιον διατύπωνε έστω και την παραμικρή ένσταση. Ήθελε η Ρίφενσταλ να γίνει γνωστή για τα εγκλήματά της και να καταδικαστεί για τη συνενοχή, τα ψέματα και τη σκληρότητά της. Σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς και όσο απομακρυνόμαστε από την εποχή, αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί. Ταλαιπωρημένη από τη δυσπιστία που είχε αντιμετωπίσει και λόγω του ντοκιμαντέρ της που μαραζώνει ακόμα σε κάποιες αποθήκες, παρά το γεγονός ότι δεν μετάνιωσε ποτέ, ένιωθε πια πολύ κουρασμένη και αντιμετώπιζε προβλήματα με την καρδιά της. Πούλησε τα κινηματογραφικά δικαιώματα του βιβλίου της σε μια εταιρεία που ήλπιζε να κάνει μια σειρά για το Netflix. Σκόπευε να δώσει νομικές μάχες για να βγει η ταινία της «Time of darkness and silence» από το αρχείο. Μέχρι το τέλος της ζωής της, το 2021, η υπόθεση Ρίφενσταλ ήταν ένας διαρκής, ανοιχτός πόλεμος. Πέθανε μόνη, όπως έζησε, στον ύπνο της και τη βρήκαν λίγες μέρες αργότερα. Αν δεν ήταν αυτή, η κυνηγός μίας και μοναδικής υπόθεσης, που έδωσε νόημα στην έννοια «αποκάλυψη της αλήθειας», που έδειξε πόσο μεγάλη ήταν η σήψη πίσω από την ομορφιά, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε σήμερα όλα τα ντοκουμέντα για τη ζωή και τη δράση της Ρίφενσταλ. Εν μέρει, αυτό η Γκλάντιτς το πλήρωσε με τη ζωή της.
«The wonderful horrible life of Leni Riefenstahl» [Documentary 1993]