Η κάμερα διεισδύει, ακολουθεί, κυλάει ανάμεσα σε κολώνες, παραβάν, καθρέφτες, κάτω από αψίδες, μπαίνει σε διαδρόμους, κάνει πέρα κουρτίνες, ανεβαίνει-κατεβαίνει σκάλες. Μας εισάγει σε έναν κόσμο μαγικό, υψηλής αισθητικής, χλιδής, αφθονίας, χαράς, γέλιου αλλά και μοναξιάς, υποκρισίας και προδοσίας. Ο κόσμος της αριστοκρατίας και της μπουρζουαζίας του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ού, ένας κόσμος μεγάλων τάξεων, τελετουργικών και καταπιεσμένου ερωτισμού, όπου οι γυναίκες θύματα-θύτες στο παιχνίδι του έρωτα και στο γαϊτανάκι του πόθου είναι άλλοτε αντικείμενα λατρείας κι άλλοτε αντικείμενα συναλλαγής. Ένας κινηματογράφος που κατέγραψε με ανατριχιαστική ακρίβεια μια εποχή που πια κοιμάται στους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες και στα γραπτά του Μπαλζάκ και του Προυστ. Η γυναικεία ψυχολογία και ο αντρικός κυνισμός παγιδευμένοι στους αποτρόπαιους κοινωνικούς μοχλούς λειτουργίας. Το κινηματογραφικό σύμπαν ενός από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, του Μαξ Οφίλς.
Γεννημένος το 1902 ως Μαξιμίλιαν Οπενχάιμερ, στο Ζααρμπρούκεν, στα γαλλογερμανικά σύνορα, εβραϊκής καταγωγής, άφησε πίσω τη βιομηχανία ρούχων του πατέρα του για να γίνει ηθοποιός, υιοθετώντας το επίθετο Οφίλς, από φόβο μήπως η αποτυχία του ντροπιάσει τη φήμη της οικογένειας. Σύντομα αποδείχτηκε ότι ήταν πιο ταλαντούχος ως σκηνοθέτης κι έτσι μέσα σε δέκα χρόνια ανέβασε περί τα 200 έργα, στο θέατρο του Ντόρτμουντ αλλά και στο Burgtheater της Βιέννης. Το 1929 μετακόμισε στο Βερολίνο, έγινε βοηθός του Ανατόλ Λίτβακ στα στούντιο της UFA, τα χρόνια που ο γερμανικός εξπρεσιονισμός θριάμβευε. Σύντομα βρέθηκε κι ο ίδιος πίσω από την κάμερα, εκμεταλλευόμενος την πείρα που είχε αποκτήσει από το θέατρο. Ανάμεσα στις πρώτες του ταινίες, αυτή που ξεχώρισε ήταν το Liebelei του 1933. Το κάψιμο του Ράιχσταγκ από τους Ναζί τον έπεισε ότι έπρεπε να φύγει από τη Γερμανία όσο ήταν καιρός κι έτσι, τα επόμενα χρόνια, με έδρα το Παρίσι γύρισε μια σειρά από γαλλικά φιλμ, αλλά και από ένα στην Ολλανδία και στην Ιταλία. Κατέκτησε σχεδόν αμέσως, θεματολογικά και στυλιστικά, το προσωπικό του στίγμα, καθώς πάντα υπέγραφε και το σενάριο. Γάλλος πολίτης από το 1938, μέσα από μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών που επιμελούνταν, ερμήνευσε ένα νανούρισμα με αποδέκτη τον Χίτλερ, όπου τον συμβούλευε, όταν είχε αϋπνίες, αντί για προβατάκια να μετράει εκτελεσμένους. Η Γαλλία, εντέλει, παραδόθηκε στη ναζιστική επέλαση κι ο Οφίλς μέσω Ελβετίας απέδρασε εκ νέου με τη γυναίκα του και το παιδί τους στην Αμερική.
Πέρασε περισσότερο από πέντε χρόνια στην ανωνυμία και στην ανέχεια μέχρι να βρεθεί στο Χόλιγουντ, κάνοντας την πρώτη του ταινία για τον Χάουαρντ Χιούζ. Το The Exile, το 1947, με τον Ντάγκλας Φέρμπανκς Τζούνιορ, ακολούθησαν το A letter to an uknown woman το 1948, βασισμένο σε έργο το Τσβάιχ με την Τζόαν Φοντέιν, το The reckless moment και το Caught, το 1949. Όλα ήταν ερωτικά φιλμ νουάρ, εμπορικές αποτυχίες που αργότερα αναθεωρήθηκαν ως μικρά αριστουργήματα. Εκεί, πάντως, μέσα στα μεγάλα στούντιο, ο Οφίλς εξέλιξε την τεχνική του, χρησιμοποίησε όλους τους νεωτερισμούς και την τεχνολογία της βιομηχανίας του θεάματος, τελειοποίησε τα καδραρίσματά του και την αιθέρια κίνηση της κάμερας με τα αργά, συνεχή του τράβελινγκ, εφόδια που μεταπολεμικά απέφεραν εξαιρετικά αποτελέσματα. Σε αντίθεση με τους περισσότερους εξόριστους σκηνοθέτες, όχι μόνο αποδέχτηκε απολύτως την πειθαρχία και τη σκληρότητα του συστήματος, αλλά θαύμαζε και εκτιμούσε τους μεγιστάνες παραγωγούς, θεωρώντας ότι έτρεφαν ειλικρινή αγάπη για το σινεμά.
Με το πέρας του πολέμου, επέστρεψε στη Γαλλία όπου επιδόθηκε σε ένα σινεμά αριστουργηματικής γραφής, που στροβιλιζόταν μεθυστικά σαν βιεννέζικο βαλς και που απογείωνε ζαλιστικά σαν γαλλική σαμπάνια. Φρενήρες και ασφυκτικό, κωμικό σαν οπερέτα, τραγικό σαν όπερα - εκεί που, άλλωστε, τοποθετούσε συχνά τη δράση των έργων του. Τέσσερα «απόλυτα» αριστουργήματα: La Ronde το 1950, με εξαιρετικό σενάριο πάνω σε έργο του Σνίτσλερ, Le plaisir (Η Ηδονή) το 1952, σπονδυλωτή ταινία βασισμένη σε ιστορίες του Γκυ ντε Μοπασσάν για το γήρας, την ηδονή και την αγνότητα, το περίφημο Madame de... ( Η άγνωστη κυρία) το 1953, όπου δύο μαργαριταρένια σκουλαρίκια γίνονται συνδετικός κρίκος προδομένων ερώτων και φρούδων υποσχέσεων, και το θρυλικό Lola Montes του 1955. Η ιστορία μιας courtesan του προπερασμένου αιώνα, η οποία, αφού πέρασε από τα κρεβάτια ισχυρών και διασήμων, κατέληξε λαϊκό θέαμα σε περιφερόμενο τσίρκο. Η πρώτη του έγχρωμη σινεμασκόπ, μια προφητική ταινία, όπου η διασημότητα γίνεται αδηφάγα δύναμη που κατασπαράσσει τα σωθικά και την αξιοπρέπεια. Η αφηγηματική της δομή με τα πολλά φλασμπάκ ξένισε και απομάκρυνε το μεγάλο κοινό, αναγκάζοντας την εταιρεία παραγωγής GAMMA να την πετσοκόψει. Εν τέλει, η εταιρεία οδηγήθηκε σε χρεοκοπία κι ο Οφίλς σε μοιραίο έμφραγμα. Ήταν το 1957, πριν από πρεμιέρα των Γάμων του Φίγκαρο στην όπερα του Αμβούργου, σε ηλικία μόλις 54 ετών. Ο γιος του Μαρσέλ συνέχισε την παράδοση ως ένας από τους σημαντικότερους ντοκιμαντερίστες της γενιάς του.
σχόλια