ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ ΣΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ ΛΟΓΩ ΤΟΥ επετειακού χαρακτήρα (65 χρόνια κλείνει φέτος το φεστιβάλ) αλλά και της ξαφνικής επιφοίτησης του εκλέκτορα Τιερί Φρεμό, που διέκρινε σπουδαία δείγματα στο αμερικανικό σινεμά, το οποίο τόσα χρόνια περνούσε με το σταγονόμετρο στο Διαγωνιστικό Τμήμα. Καθώς απομένουν ο Λι Ντάνιελς, ο Τζεφ Νίκολς αλλά και ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (Καναδός αλλά, τέλος πάντων, ελέω Ρόμπερτ Πάτινσον, πρωταγωνιστή στο Cosmopolis), αυτό μένει να αποδειχτεί.
Μέχρι αυτήν τη στιγμή έχουν προλάβει να παρελάσουν 4 προηγούμενοι νικητές του Χρυσού Φοίνικα, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Για τον μαέστρο Μίκαελ Χάνεκε δεν υπάρχει αμφιβολία: το Amour (Αγάπη κι έρωτας μαζί) είναι η πιο άμεσα ανθρώπινη ταινία του και, χωρίς να φτάνει στο
επίπεδο της ιστορικής πολυπλοκότητας και της αφηγηματικής αφαίρεσης της Λευκής Κορδέλας, είναι μια πνιγηρή, σπαραχτική κραυγή για την αγάπη που ξεπερνάει την εξευτελιστική φθορά της τρίτης ηλικίας. Ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν επέστρεψε στο σινεμά μετά από 14 χρόνια απουσίας, υποκινούμενος από το σενάριο και την εμπειρία του γυρίσματος με τον Χάνεκε (δήλωσε πως δεν
θα το επαναλάμβανε ποτέ!), πρωταγωνιστώντας με την υπέροχη Εμανιέλ Ριβά, αιθέρια μούσα του Αλέν Ρενέ στο Χιροσίμα Αγάπη Μου και το Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ. Είναι ένα συγκινητικό χρονικό, που με τη σειρά του αντιστέκεται σθεναρά στο μελό.
Ως άλλος Γούντι Άλεν, αλλά του διανοουμενίστικου σινεμά, ο Αμπάς Κιαροστάμι φαίνεται να το έχει ρίξει στα ταξίδια, ερευνώντας τη ζωή και τους ανθρώπους μακριά από το Ιράν. Μετά το Copie Conforme και τη Γαλλία, σειρά έχει η Ιαπωνία και το Likesomeoneinlove. Φαινομενικά, το στυλ του Κιαροστάμι υποχωρεί στην τοπική κουλτούρα, αλλά αυτό δεν αρκεί: η ιστορία της νεαρής call girl που επισκέπτεται απρόθυμα έναν ηλικιωμένο, χωρίς να συνειδητοποιεί πως αυτή η συνάντηση δεν θα καταλήξει όπως οι τυπικές επαγγελματικές της νύχτες, εξελίσσεται αργά, χωρίς εξάρσεις ή αποκαλύψεις.
Ο Κεν Λόουτς επέστρεψε με δραματική κομεντί. Το Angel’s Share δεν είναι τόσο ανάλαφρο ή πρωτότυπο όσο το σαφώς πιο διασκεδαστικό Looking for Eric. Παραστρατημένα παιδιά της εργατικής τάξης πρωταγωνιστούν και πάλι, και το ρεαλιστικό μελό που χαρακτηρίζει τον Λόουτς υπερισχύει των παρεΐστικων αστεϊσμών.
Ο Ρουμάνος Κριστιάν Μουνγκίου με το Πέρα από τους λόφους συνθέτει μια επίπονη, επίμονη και κάπως μακρόσυρτη διασύνδεση πίστης και εμμονής και αγάπης, σε μια χώρα με διαλυμένους θεσμούς και ανύπαρκτες υποδομές. Οι πληροφορίες που δίνει για την ακριβή σχέση δυο νέων γυναικών, της μοναχής και της φίλης της από το ορφανοτροφείο που την επισκέπτεται, είναι λιγοστές. Το ασκητικό στυλ του σκηνοθέτη καταφέρνει να υποβάλλει και να δημιουργεί ένα αλλόκοτο σασπένς, με φόντο το αξεδιάλυτο αλισβερίσι ανάμεσα στη θρησκευτική επιβολή και την κρατική ουδετερότητα.
Ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης που είδαμε φέτος στις Κάννες ήταν ο Γουές Άντερσον, με τον Έρωτα του Φεγγαριού (Moonrise Kingdom) στην πρεμιέρα του φεστιβάλ. Δεν απογοήτευσε τους θαυμαστές του, καθώς το σφιχτοδεμένο σκηνοθετικό του ύφος με τους weird χαρακτήρες πλαισίωσε τον έρωτα δυο 12χρονων, που συναντιούνται αναπάντεχα και κλέβονται στις εξοχές της Νέας Αγγλίας, γύρω στο 1965. Μιλώντας από την πιο ψύχραιμη αντίπερα όχθη (καθώς δεν τρελαίνομαι για το περιεχόμενο της φιλμογραφίας του, εκτός από τον ουσιαστικό Fantastic Mr Fox), ο Έρωτας του Φεγγαριού δεν είναι παρά ένα έξυπνο παιχνίδι σινε-γεωγραφίας, χαριτωμένο και ερμητικά κλειστό, αναμενόμενα επιτηδευμένο, σαν μια επίδειξη ενός προσωπικού και αυτοαναφορικού σύμπαντος, που κλείνει συνεχώς το μάτι στην έννοια του σινεμά.
Το Killing them softly και το Lawless είναι σκηνοθετημένα από τον Νεοζηλανδό Άντριου Ντόμινικ και τον Αυστραλό Τζον Χίλκοουτ αντίστοιχα, ωστόσο λογίζονται ως αμερικανικά φιλμ λόγω καστ και παραγωγής. Το δεύτερο είναι μια τυπική, αδιάφορη αντιπαράθεση νόμου και λαθρεμπόρων στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης - ο Τομ Χάρντι υποδύεται τον αδιαπέραστο γρίφο και ο Γκάι Πιρς υπερβάλλει σαν ανθρώπινο καρτούν ως σαδιστικός εκπρόσωπος της τάξης.
Το Killing them softly διαθέτει μια ενδιαφέρουσα προοπτική συνδυασμού ενός παλπ μυθιστορήματος (που έχει ξαναμεταφερθεί στο σινεμά, με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Μίτσαμ) με την πολιτική κατάσταση λίγο πριν από την εκλογή του Ομπάμα, μέσω του υπόκοσμου. Πρωταγωνιστεί ο Μπραντ Πιτ, ο οποίος φιγουράρει και στην ομάδα των παραγωγών. Η βία είναι υπερβολική, φιγουρατζίδικη, δωρεάν. Το θέμα προτάσσεται μέσα από ένα προφανές μήνυμα, αντί να υπονοηθεί. Όντως, η Αμερική είναι μια χώρα όπου η μπίζνα είναι αυτή που ενώνει το έθνος και τα όπλα υπενθυμίζουν ποιος είναι το αφεντικό, πέρα από τις μεγαλόστομες ιδεολογίες. Το καταλάβαμε από την αρχή, αλλά προφανώς η έμφαση έδωσε την πρόκριση για τις Κάννες. Διότι, κακά τα ψέματα, ο βαθμός κριτικής του σκηνοθέτη που επιλέγεται ως προς τη χώρα καταγωγής του τον κάνει πιο εύκολα ευπρόσδεκτο στο συγκεκριμένο φεστιβάλ. Το Killing them softly είναι μια σαφής αλληγορία για τον κοινωνικό ιστό που ξεχειλώνει με την κρίση. Ο Μουνγκίου κατακεραυνώνει την οπισθοδρομική Ρουμανία. Και τη θέση του Χάνεκε στον αγώνα καταλαμβάνει φέτος ο συμπατριώτης του Αυστριακός Ούλριχ Ζάιντλ, ο οποίος με το Paradise, Love ξεσκίζει τον εθνικό ρατσισμό, με τις σεξουαλικές αναζητήσεις σιτεμένων γυναικών στην Κένυα της απόλυτης φτώχιας - στη μέτρια αυτή ταινία, η σκηνή όπου οι χυμένες στις ξαπλώστρες τους τουρίστριες χωρίζονται μ’ ένα σκοινί από τους επαίτες ντόπιους σε μια ειδυλλιακή εξωτική παραλία είναι ένας εκπληκτικός πίνακας ενός σκηνοθέτη με αποδεδειγμένα εικαστικό μάτι.
Απόλυτα πετυχημένες σε κλίμακα μεγέθους (κάτι σαν value for money) είναι το RustandBoneτου Ζακ Οντιάρ και το Κυνήγι του Τόμας Βίντερμπεργκ. Μετά τον Προφήτη, ο Οντιάρ κάνει ένα ερωτικό δράμα, με σωστά μοιρασμένη την επιθυμία και τον πόνο. Η Μαριόν Κοτιγιάρ έχει αποσπάσει τις καλές κριτικές, αλλά ο Ματίας Σονέρτς είναι η πραγματική αποκάλυψη. Το Κυνήγι είναι ένας ολόφωτος εφιάλτης, η εξάπλωση μιας απαίσιας φήμης που σπιλώνει το όνομα ενός δασκάλου και σωστού ανθρώπου και απειλεί να τον καταστρέψει ολοκληρωτικά. Ακόμη και στην προοδευμένη Δανία, το σκοταδιστικό, προτεσταντικό χωριό ζει και βασιλεύει. Μαζί με το Amour του Χάνεκε, αυτές οι τρεις ταινίες έχουν ξεχωρίσει στο πρώτο μισό ενός φεστιβάλ στο οποίο κανένας σκηνοθέτης δεν φιλοδοξεί να το παίξει Θεός (όπως πέρυσι ο Τέρενς Μάλικ), προτιμώντας τη μεζούρα της κοινότητας που γνωρίζουν καλύτερα.
σχόλια