«Σήμερα λέω να κάνουμε ένα πείραμα. Να προσπαθήσουμε να μη μιλήσουμε καθόλου για το “Maestro”», λέω στην Κλέλια Ανδριολάτου μόλις ανοίγω το μαγνητόφωνο. Χαμογελάει. «Άντε, εντάξει, ίσως μόνο ένα ψήγμα. Εξάλλου αργεί ο δεύτερος κύκλος, δεν έχω κάτι καινούργιο να πω».
Και η αλήθεια είναι πως αυτό ακριβώς σκεφτόμουν καθώς πήγαινα να τη βρω στο Θέατρο του Νέου Κόσμου: ότι θα ήθελα να μάθω περισσότερα και να γνωρίσω την Κλέλια πέρα από την Κλέλια του Παπακαλιάτη, το νεαρό κορίτσι που έγινε it girl μέσα σε μια νύχτα, κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολυσυζητημένη σειρά. Αφορμή της συνάντησής μας είναι, εξάλλου, ένα τολμηρό θεατρικό εγχείρημα στο οποίο θα τη δούμε από τον Νοέμβριο: μαζί με τον καλό της φίλο Πάνο Παπαδόπουλο παίζουν, διασκευάζουν και σκηνοθετούν τους εαυτούς τους στον Εραστή του Πίντερ, ένα μονόπρακτο του Βρετανού νομπελίστα δραματουργού για τη σεξουαλική επιθυμία, τη μοναξιά και τη ρουτίνα της συντροφικότητας.
Είναι τόσο εύκολο να τα φτιάχνεις και να τα διαλύεις όλα. Καταλήγεις σε μια σχέση που δεν ξέρεις τι είναι ο άλλος. Είναι σύντροφός σου; Είναι γκόμενός σου; Είναι φίλος σου, αδελφός σου, οικογένειά σου; Τι είμαστε εμείς, που κοιμόμαστε μαζί στο κρεβάτι;
«Είπα στον Πάνο “γιατί δεν κάνουμε κάτι οι δυο μας;”. Ξεκίνησε τόσο απλά. Εγώ ήθελα πολύ να ασχοληθούμε με τον Πίντερ. Ο Πάνος πρότεινε τον Εραστή. Αρχίσαμε να τον ξαναδιαβάζουμε και καταλάβαμε αμέσως ότι μας ταιριάζει. Ο Πίντερ ασχολείται με το παράλογο και εμένα αυτό με γοητεύει πολύ. Αυτή η κουνημένη κανονικότητα μού δίνει έναν χώρο να φανταστώ τι θα γινόταν, αν δεν γινόταν αυτό που συμβαίνει τώρα. Είμαστε συνένοχοι σε ένα υπονοούμενο, σε ένα συνονθύλευμα ασυνεννοησίας, ένα θολό πράγμα που με ιντριγκάρει ώστε να το ξεδιαλύνω και να πιάσω το νήμα. Ο Εραστής είναι μια ιστορία αγάπης ειπωμένη από την άλλη πλευρά κι εμείς προσπαθούμε να διαπραγματευτούμε το θέμα της αγάπης σήμερα. Στο έργο από γραφής υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο που έρχεται στη σχέση των δύο χαρακτήρων για να τους αναζωογονήσει, να τους πυροδοτήσει. Υπάρχει ή δεν υπάρχει; Και τι σημαίνει αυτό το τρίτο πρόσωπο σήμερα για μια σχέση, συγκριτικά με ένα έργο που είχε γραφτεί τη δεκαετία του ’60; Τότε ήταν πρωτοπορία. Σήμερα, συχνά θα παίξουμε παιχνίδια μέσα σε μια ερωτική σχέση, σε μια σεξουαλική επαφή, όλα αυτά είναι οικεία για εμάς. Ποια είναι η ουσία τους;»
Ρευστότητα, ανοιχτές σχέσεις, σοσιαλμιντιακή διαθεσιμότητα, συναισθηματική αποστασιοποίηση, ζητήματα που απασχολούν όλους μας, τη γενιά της Κλέλιας και τη δική μου, εδώ τίθενται προς επεξεργασία από τους δύο νεαρούς ηθοποιούς με αφορμή ένα σπουδαίο θεατρικό έργο. «Είναι τόσο εύκολο να τα φτιάχνεις και να τα διαλύεις όλα. Καταλήγεις σε μια σχέση που δεν ξέρεις τι είναι ο άλλος. Είναι σύντροφός σου; Είναι γκόμενός σου; Είναι φίλος σου, αδελφός σου, οικογένειά σου; Τι είμαστε εμείς, που κοιμόμαστε μαζί στο κρεβάτι; Εκεί που φτάνεις στην απόλυτη οικειότητα, στη συνέχεια ακολουθεί μια μη οικειότητα, κι αυτό σε εκθέτει τόσο πολύ συναισθηματικά που θέλεις να το διαλύσεις. Υπάρχει αυτός ο σιωπηλός πόνος που, αν ειπωθεί, βρίσκεσαι μπροστά στο ενδεχόμενο της εγκατάλειψης. Δεν αντέχω χωρίς αυτόν, αλλά δεν αντέχω και με την πραγματικότητά μας. Άρα πού θα συναντηθούμε ακριβώς; “Να παλεύουμε να μη συναντηθούν τα πόδια μας στο κρεβάτι”. Σαν ένα τέρας που μεγαλώνει στο σπίτι μας, δεν ξέρουμε πότε θα το γκρεμίσει, αλλά εξακολουθούμε να το θρέφουμε συνεχώς».
Αρκούν τα βιώματά τους για την καταβύθιση σε τόσο απαιτητικές και σύνθετες θεματικές; Πώς λειτουργεί αυτή η απόλυτη ελευθερία που έχουν δύο καλλιτέχνες οι οποίοι καθοδηγούν μόνοι τους τον εαυτό τους επί σκηνής, με τολμηρές ζυμώσεις που προκύπτουν αποκλειστικά αναμεταξύ τους, χωρίς ουσιαστικό δίχτυ προστασίας; «Κοίταξε, η αγάπη είναι πολύ πρωτογενές συναίσθημα. Από την ώρα που θα γεννηθείς μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Δεν είναι ξένο. Ο κάθε άνθρωπος το ζει βέβαια διαφορετικά, αλλά το θέμα σίγουρα δεν είναι ανοίκειο. Ο Πίντερ είναι τόσο μεγάλος, και προσωπικά εμένα –γιατί ο Πάνος έχει δουλέψει πολύ περισσότερο, εγώ είμαι στην αρχή ακόμα– μου αρέσει που ακροβατώ σε μια προσπάθεια πού δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει ακριβώς. Βάζω μπροστά περισσότερο τη χαρά που νιώθουμε ότι κάνουμε κάτι ακριβώς έτσι όπως το φανταζόμαστε παρά τον φόβο. Στην τελική, υπάρχει καλή πρόθεση».
Θυμάμαι να βλέπω για πρώτη φορά την Κλέλια Ανδριολάτου στην ταινία «18» του Βασίλη Δούβλη, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όταν είχε μόλις ανακοινωθεί ότι θα συμμετέχει στο «Maestro», και να σκέφτομαι πόσο σωστή μού φαινόταν αυτή η επιλογή. «Δεν έχουν αλλάξει πολλά στη ζωή μου από τότε. Σίγουρα έχω την ευκαιρία να κάνω αυτό που αγαπάω και όταν κάτι τέτοιο σου συμβαίνει, είναι καλό να το εκτιμάς. Το γεγονός ότι μπορώ να κάνω με τον Πάνο αυτή την παράσταση είναι μια ευκαιρία που ενδεχομένως δεν θα την είχα υπό άλλες συνθήκες».
Τι σημαίνει, όμως, για ένα κορίτσι άγνωστο μέχρι πριν από λίγο καιρό στο ευρύ κοινό να γκουγκλάρει πλέον το όνομά της και να βλέπει δημοσιεύματα με τίτλους όπως «Η Κλέλια Ανδριολάτου κολυμπά τόπλες στη λίμνη Δόξα»; Πώς διαχειρίζεται όλη αυτή την τεράστια και τόσο ξαφνική δημοσιότητα; «Τα παρατηρώ όλα με μια σιωπή. Δεν απαντάω σε σχόλια, δεν θέλω να το κάνω θέμα. Από τη θέση που βρίσκομαι παρατηρώ τον κόσμο και τι τον ενδιαφέρει. Μπορεί να στενοχωριέμαι, αλλά προτιμώ να μένω σιωπηλή και να τους αφήνω να εκτίθενται. Εγώ όταν βλέπω ένα γυμνό γυναικείο σώμα δεν σκέφτομαι ότι είναι προκλητικό – και αυτός είναι ο λόγος που θα ανεβάσω μια τέτοια φωτογραφία. Μου φαίνεται ασέβεια ένας τέτοιος τίτλος και είναι σαν να προσβάλει την αισθητική μου. Δεν με αφορά και δεν θέλω να εμπλακώ».
Την περσινή σεζόν, η Κλέλια συμμετείχε στην ίδια θεατρική σκηνή σε ένα ωραίο ανσάμπλ που είχε στήσει ο Κωνσταντίνος Ρήγος για το έργο «Πεταλούδες στο στομάχι». Θυμάται πόσο ωραία είχαν περάσει και μάλιστα χαίρεται που το προηγούμενο βράδυ έκαναν reunion στο σπίτι της Δωροθέας Μερκούρη. «Δεν μου αρέσει το “πένθος” στη δουλειά. Είμαι νέα στον χώρο, δεν το έχω ζήσει και μου φαίνεται πολύ περίεργο από εκεί που έχεις συνδεθεί για ένα διάστημα με μια ομάδα να τελειώνουν όλα, σαν να πηγαίνουν στον κάδο των αχρήστων. Μου αρέσουν οι ανθρώπινες σχέσεις, θέλω να εξελίσσονται. Η εγκατάλειψη είναι ο μεγαλύτερός μου φόβος γιατί είναι κάτι έξω από τον έλεγχό σου, γι’ αυτό κάνω αυτό το επάγγελμα, γι’ αυτό ασχολούμαι και με αυτό το έργο. Το πένθος ενός θιάσου, μιας σχέσης, όλα αυτά που λέγαμε. Αν και η καραντίνα με βοήθησε να καταλάβω ότι ο εαυτός μου είναι πολύ ωραία παρέα».
Της θυμίζω τη βραδιά που ένας από τους θεατές είχε αντιδράσει στην παράσταση με αποτέλεσμα να τη διακόψουν. «Καθόμουν σε ένα σημείο της σκηνής και δεν άκουσα ακριβώς τι είχε συμβεί, λόγω και της δυνατής μουσικής. Καταλάβαινα ότι γίνεται κάτι, αλλά όχι τι ακριβώς. Όταν σταματήσαμε και αργότερα συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για ομοφοβικά σχόλια, σοκαρίστηκα. Μου φάνηκε πολύ παρεμβατικό. Δεν έχεις δει πού έρχεσαι; Απέναντι σε ένα τέτοιο ζήτημα δεν ξέρω πώς ακριβώς να τοποθετηθώ. Γι’ αυτό θέλω να απαντώ με τη δουλειά μου. Η απάντησή μου είναι ότι έχω επιλέξει να είμαι μέλος αυτής της ομάδας που κάνει αυτή την παράσταση. Τελεία».
Με αφορμή αυτό το περιστατικό, τη ρωτώ αν νιώθει ασφάλεια όταν κυκλοφορεί στην πόλη. «Ενδεχομένως, λόγω ξαφνικής δημοσιότητας, μου έχει τύχει άνθρωπος να επιμένει για πάρα πολύ καιρό. Από ένα σημείο και μετά αισθανόμουν απειλή. Με τρόμαξε αυτό. Είμαι ένα κορίτσι που ζει μόνο του, μακριά από την οικογένειά του. Δεν θα έπρεπε να φοβάμαι, καμία γυναίκα δεν πρέπει να φοβάται, κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται. Αναγκάστηκα να ζητήσω βοήθεια. Δεν ξέρω ποια είναι η λύση σε τέτοιες περιπτώσεις. Νομίζω πως πρέπει να κάνεις πράγματα που σε κάνουν να νιώθεις ασφάλεια. Μια πολεμική τέχνη; Ψυχοθεραπεία; Πάντως, όταν αισθάνεσαι φόβο πρέπει να ζητάς βοήθεια. Εγώ αυτό έκανα. Δεν μου αρέσει να φοβάμαι. Δεν μπορείς να αρνείσαι ένα συναίσθημα και να λες “δεν θα νιώθω έτσι”. Όχι, νιώθω έτσι, αποδέχομαι αυτό το συναίσθημα, θέλω βοήθεια. Κάνω ψυχανάλυση τα τελευταία 7 χρόνια. Όταν θες να ασχοληθείς με τον άνθρωπο –γιατί αυτή είναι η δουλειά μας– και πρέπει να βάλεις ένα λιθαράκι από τον εαυτό σου, οφείλεις να ξέρεις και τα πατήματά σου, αλλιώς πώς θα επενδύσεις; Δεν είμαι εξαρτημένη από την ψυχανάλυση, μπορεί να κάνω διαλείμματα για να δω πού βρίσκομαι, αλλά γενικά δεν θέλω να ζω χωρίς αυτή».
Έχοντας μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, η Κλέλια απολαμβάνει στην Αθήνα την αίσθηση του ανήκειν, ειδικά στο κέντρο της πόλης όπου έχει επιλέξει σταθερά να ζει. «Μ’ αρέσει αυτού του είδους ο θόρυβος. Θέλω να είμαι σε μια γειτονιά που νιώθω ανά πάσα στιγμή ότι μπορώ να περπατήσω και να μην αισθάνομαι μόνη. Μου αρέσει πολύ η Αθήνα, νιώθω ότι ταιριάζω εδώ. Θα ήθελα να έχω ζήσει έξω, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να αφήσω την Ελλάδα».
Όση ώρα καθόμαστε μπροστά στην κεντρική σκηνή του θεάτρου, η Κλέλια είναι χαλαρή, μαγνητικά όμορφη, αναπτύσσει τις σκέψεις της ήρεμα, φαίνεται προσεκτική σε καθετί που δηλώνει –το τίμημα της δημοσιότητας;–, σαν να έχει σκεφτεί καλά τα πάντα. «Χάρισμα ή βάρος, τελικά, η ομορφιά;» τη ρωτώ προτού κλείσουμε. «Μπορεί να το σκεφτόμουν στη δραματική σχολή, όσο ήμουν μικρότερη, όταν προσπαθούσα να σπάσω τοίχους, να κάνω κάποιου είδους αποδόμηση, αλλά δεν νιώθω ότι έχω να αποδείξω κάτι. Είμαι αυτή, υπάρχω, κινούμαι, κάνω πράγματα, δεν αισθάνομαι ξεχωριστή με αυτόν τον τρόπο».
Τελικά το πείραμα πέτυχε. Μπορεί όλοι να γνωρίζουν την Κλέλια του «Maestro», όμως η Κλέλια Ανδριολάτου είναι πολλά παραπάνω.
Η δεύτερη σεζόν του «Maestro» βρίσκεται στο στάδιο των γυρισμάτων και θα προβληθεί προσεχώς στο Mega και το Netflix.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.