Η εικόνα των 9 υποψήφιων ταινιών στα φετινά Όσκαρ κατακλύζεται από ανδρικές ιστορίες λευκών ανδρών. Από τους δυο νέους στρατιώτες στο επικό 1917 και τον διαταραγμένο Joker του Χοακίν Φίνιξ, ο οποίος εναντιώνεται στην υποκατάστατη πατρική φιγούρα του παρουσιαστή Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ως τους αχώριστους συνεργάτες του Κάποτε στο Χόλιγουντ, τους Δύο (ολόλευκους, σαν τον καπνό που τους επικυρώνει) Πάπες και το τρίο των εμβληματικών πρωταγωνιστών της Μαφίας στον Ιρλανδό, ακόμη και στο αυτοκινητιστικό μελόδραμα Κόντρα σε Όλα, οι ψηφοφόροι της Ακαδημίας απομακρύνθηκαν από τις υποσχέσεις μιας ποθούμενης ανανέωσης, που ενισχύθηκε με την αντίδραση στην απουσία του Straight Outta Compton και αχνοφάνηκε με το Moonlight.
Ωστόσο, τα «Τόσο Λευκά Όσκαρ» (#OscarsSoWhite) δεν παρέλειψαν να επισημάνουν σπουδαίες ταινίες, όπως τα Παράσιτα που απέσπασαν συνολικά 6 υποψηφιότητες, ανάμεσα σε αυτές για ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο, τιμώντας έτσι τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο, την ίδια στιγμή που αμέλησαν τον δικό τους ανεξάρτητο, αφήνοντας έξω το δυναμικό Uncut Gems των αδελφών Σάφντι, το Queen and Slim της Μελίνα Ματσούκας και το Farewell της Λούλου Γουάνγκ, περιορίζοντας επίσης τον αριστουργηματικό Φάρο του Ντέιβιντ Έγκερς σε μια μόνο υποψηφιότητα, στην κατηγορία της φωτογραφίας.
Όποιον μετεωρολόγο βραβείων και αυτοσχέδιο προγνωστικάριο και να ακούσετε, μη δώσετε βάση. Η οσκαρική σεζόν μόλις τώρα ανοίγει τα χαρτιά της.
Με τη γενναιόδωρη επιλογή ταινιών με υπογραφή auteurs, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Μπονγκ Τζουν Χο, ακόμη και ο Σαμ Μέντες, η Ακαδημία δείχνει να αποκλίνει από την κλασική και βαρετά generic ανάδειξη ταινιών όπως το Seabiscuit ή ολόκληρη η φιλμογραφία του Λάσε Χάλστρομ, υιοθετώντας μια κομψή, συντηρητική αισθητική, κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας με αξιοπρέπεια. Το Πράσινο Βιβλίο και το Bohemian Rhapsody που επικράτησαν πέρυσι φανερώνουν πως τα Όσκαρ συγκλίνουν αυτόματα στο κέντρο, όποτε μια νεωτερική σπίθα ξεκινά μια μικρή εξέγερση – αμέσως μετά τον Καουμπόι του Μεσονυχτίου το 1970, το Patton επανέφερε τους αισιόδοξους στην πραγματικότητα.
Ας μην ξεχνάμε πως τα Όσκαρ έχουν διπλή αποστολή, όπως ορίζει το αρχικό καταστατικό τους: να ξεχωρίζουν και να τιμούν το επίτευγμα, αλλά και να προωθούν τη βιομηχανία. Φέτος, δεν την τιμούν απλώς, αλλά τη γιορτάζουν κανονικά. Οι περισσότερες ταινίες που φιγουράρουν στις μεγάλες κατηγορίες προέρχονται από studios – και σε αυτά συμπεριλαμβάνουμε και streming giants, ενώ, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, κοστίζουν μια περιουσία. Ανάμεσα σ' αυτές και οι Μικρές Κυρίες, με την Γκρέτα Γκέργουιγκ εκτός πεντάδας των σκηνοθετών και με παρηγοριά τη διεκδίκηση του Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Οι γυναίκες φώναξαν φέτος, βλέποντας την αποκλεισμό τους στις δημιουργικές κατηγορίες να έρχεται, αλλά δεν εισακούστηκαν. Η Μελίνα Ματσούκας, η Λούλου Γουάνγκ και η Κέσι Λέμονς δεν είναι προσκεκλημένες στο πάρτι του Dolby Theater.
Η απουσία χρώματος ενδεχομένως να είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα. Η Σίνθια Ερίβο, υποψήφια πρώτου γυναικείου ρόλου (αλλά και τραγουδιού, όπως πρόσφατα και η Μέρι Τζ. Μπλάϊτζ για το Mudbound) στο Χάριετ, είναι η μοναδική στο σύνολο των 20 υποψηφιοτήτων ερμηνείας που δεν είναι λευκή και η κινεζικής καταγωγής Ακουαφίνα, νικήτρια Χρυσής Σφαίρας στην κατηγορία της κωμωδίας, δεν τα κατάφερε, όπως και η λατίνα Τζένιφερ Λόπεζ που είδε τη θέση της να αναπληρώνεται από μια παλαίμαχη και νικήτρια του θεσμού, την Κάθι Μπέιτς, για την Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ.
Το ετήσιο ερώτημα είναι: πόσο καλές ταινίες πλαισιώνουν τις κύριες πεντάδες των Όσκαρ; Η απάντηση είναι θετική και κατά περίπτωση εκστατική, αν και εδώ σηκώνει μεγάλη ανάλυση για το δίκαιο και το ηθικό, δηλαδή αν οφείλουν μερικοί από τους εκπροσώπους της μεγαλύτερης και επιδραστικότερης κινηματογραφικής βιομηχανίας να επισημαίνουν κάτι παραπάνω από το αναμενόμενο, όσο υπέροχο κι αν είναι. Για παράδειγμα, η διπλή παρουσία του ντοκιμαντέρ από τη Βόρεια Μακεδονία Honeyland, στην κατηγορία του αλλά και σε εκείνη της καλύτερης διεθνούς ταινίας, είναι μια ένδειξη πως ένα μικρό αλλά διαφορετικό και ενδιαφέρον διαμαντάκι έχει πιθανότητα να παρεισφρήσει σε αχαρτογράφητα ύδατα. Αντίστοιχα, κάτι νομοτελειακά, «παχιά» οσκαρικό, σαν το δεύτερο μέρος του Ψυχρά κι Ανάποδα, σκόνταψε στην κατηγορία που θεωρητικά το περίμενε με ανοιχτές αγκαλιές, του κινούμενου σχεδίου μεγάλου μήκους, σε ένα snub που μάλλον σόκαρε ακόμη κι εκείνους που ψήφιζαν. Επίσης, η περσινή προσθήκη του Μαύρου Πάνθηρα στο κλαμπ των καλύτερων ταινιών δεν σήμανε τη συλλήβδην επικρότηση της Marvel τεχνοτροπίας, εξού και ο αποκλεισμός του επιλόγου των Εκδικητών, σε μια κίνηση που φανερώνει απουσία περιττού συναισθηματισμού – ή εντυπωσιασμού από το εμπορικό του κατόρθωμα.
Το δεύτερο ερώτημα παραμένει, ποιος θα σηκώσει το τελευταίο άγαλμα; Όποιον μετεωρολόγο βραβείων και αυτοσχέδιο προγνωστικάριο και να ακούσετε, μη δώσετε βάση. Η οσκαρική σεζόν μόλις τώρα ανοίγει τα χαρτιά της. Ο Ιρλανδός δείχνει να υποχωρεί από το αρχικό του buzz, αν και δεν αποκλείεται καθόλου, το 1917 ανεβαίνει και εντυπωσιάζει σε όλα τα επίπεδα, το Κάποτε στο Χόλιγουντ δεν έχει ξεθυμάνει από το καλοκαίρι, ο Joker δεν έκανε τη χάρη στους haters του να σκαλώσει, πέρα από το φαβορί Χοακίν, και τα Παράσιτα άρεσαν πολύ και το απέδειξαν, κερδίζοντας σεβασμό και ενθουσιασμό, όπως αποτυπώνεται από τις πολλαπλές, σοβαρές τους υποψηφιότητες.
Τα πρώτα προγνωστικά, αν και ακόμη ελέγχονται, δίνουν πιθανό φαβορί τον Μπονγκ Τζουν Χο σε μια κατηγορία, που ωστόσο πέρσι άλωσε ο Αλφόνσο Κουαρόν για το Ρόμα, μια ταινία που δεν μιλούσε αγγλικά. Αν πάλι τα Παράσιτα γίνουν η πρώτη ταινία που φύγει νικήτρια με το μεγάλο Όσκαρ, θα γίνει μια ανατροπή που καμία μη αμερικανική ή αγγλική ταινία δεν έχει πετύχει στο παρελθόν, εξαιρώντας το The Artist, που, για να θυμίσουμε, έβριθε χολιγουντιανού DNA και παρέμεινε χαριτωμένα σιωπηλό μέχρι την τελευταία σκηνή.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 16.1.2020