Περίεργη σύμπτωση: ο Άνθρωπος Ελέφαντας, μια από τις ελάχιστες «straight», μαζί με το Straight Story, ταινίες στη σουρεαλιστική φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιντς επηρέασε τελεσίδικα δυο Αμερικανούς ηθοποιούς στο να γυρίσουν κι εκείνοι ταινίες.
Κι ενώ ο Μπράντλεϊ Κούπερ, ο οποίος είδε τη δραματοποιημένη ιστορία του παραμορφωμένου Ντέιβιντ Μέρικ, όταν ήταν παιδί στο σινεμά με τον πατέρα του –και μάλιστα έπαιξε τον ίδιο ρόλο, με θριαμβευτικές κριτικές, χρόνια αργότερα στο Broadway–, επέλεξε μια τελείως άσχετη παραβολή για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το A Star is Born, ο Κέισι Άφλεκ εμφανίζεται για δεύτερη φορά πίσω από την κάμερα με το Light of my Life, την ιστορία ενός πατέρα και της μικρής του κόρης, σε ένα ανελέητο, ελικοειδές κρυφτό από τους άνδρες που επιβίωσαν από μια απροσδιόριστη, τρομακτική πανδημία, που στοίχισε τη ζωή σχεδόν όλων των γυναικών του πλανήτη.
Είχε προηγηθεί ένα φανταχτερό, κενό ντεμπούτο, το I'm Still Here, αν θυμάστε, με το τρικ της ψευδοντοκιμαντερίστικης καταγραφής της απόσυρσης από τα καλλιτεχνικά δρώμενα ενός εμφανώς μαστουρωμένου, ή τουλάχιστον έτσι μας άφησε να πιστεύουμε, παρανοϊκού, εχθρικού Χοακίν Φίνιξ.
Όπως αποδεικνύει το «Light of my Life», θα ήταν κρίμα να είχε διακοπεί η καλλιτεχνική ανησυχία ενός ανθρώπου που έχει κάτι να πει και που εδώ το εκφράζει με έναν τρυφερό ύμνο στη γυναίκα, μέσα από ένα σκληρό road movie.
Το τέχνασμα δεν έπιασε, ούτε έπεισε: ο Φίνιξ επανήλθε, δηλώνοντας πως το όλο θέμα ήταν ένα παιχνίδι συμβόλων και σημάτων πάνω στις παγίδες της show business, η ταινία ήταν κακή, και σαν να μην έφταναν αυτά, δυο γυναίκες, συνάδελφοί του, κατηγόρησαν τον Κέισι πως υπερέβη τους κανόνες της συναίνεσης και του έκαναν μηνύσεις.
Ο λαβωμένος ηθοποιός και σκηνοθέτης αρχικά σιώπησε, στη συνέχεια απολογήθηκε, και το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου για το Manchester by the Sea χλώμιασε από το στίγμα, με την παρουσιάστρια Μπρι Λάρσον αμήχανη και αρνητική απέναντί του, τη στιγμή που του εγχείριζε το αγαλματάκι, αλλά και σε δηλώσεις της λίγες εβδομάδες μετά.
O Κέισι Άφλεκ κερδίζει το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για το «Manchester by the Sea»
Η καριέρα του Άφλεκ σάστισε αλλά δεν ανεστάλη. Σοφά ποιώντας, αντιμετώπισε το ζήτημα ευθέως, έμαθε να ακούει και όποτε η κουβέντα, κυρίως σε συνεντεύξεις, ερχόταν στο προκείμενο, γενικά και ειδικά, αντί να αποστρέψει τα λόγια του, φάνηκε συνετισμένος και μετανοημένα υποστηρικτικός στη μεταβατική πορεία των γυναικών προς την αυτό-απενοχοποίηση, ταυτόχρονα με τη δημόσια υπόδειξη των αυτουργών.
Όπως αποδεικνύει το Light of my Life, θα ήταν κρίμα να είχε διακοπεί η καλλιτεχνική ανησυχία ενός ανθρώπου που έχει κάτι να πει και που εδώ το εκφράζει με έναν τρυφερό ύμνο στη γυναίκα, μέσα από ένα σκληρό road movie.
Όλα ξεκίνησαν από τα παραμύθια που ο Άφλεκ έλεγε στους δυο γιους του, για να τους βάλει για ύπνο, Έχοντας σχηματίσει παραβολές στο μυαλό του, άρχισε να γράφει ένα σενάριο βασισμένο στην εμπειρία αυτή.
Τα παιδιά του τον απέτρεψαν στην επιλογή του φύλου, προτείνοντάς του να γυρίσει μια ταινία για έναν πατέρα και την κόρη του.
Το δυστοπικό φόντο είναι η ώθηση προς την περιπέτεια, μια αφορμή για ακραία κατάσταση που βοηθά την ίντριγκα και ενδυναμώνει την ένταση και το επείγον. Οι αισθητικές του αναφορές είναι, εκτός από το είδος της επιστημονικής φαντασίας που ανέκαθεν τον γοήτευε, το εμβληματικό La Jetée του Κρις Μαρκέρ και η Ίντατου Πάβελ Παβλικόφσκι.
Μουντό και σχεδόν μονοχρωματικό, το Light of my Life επιχειρεί μια μακριά εισαγωγή με ένα παραμύθι, βιβλικό και παιδικό μαζί, που λέει ο πατέρας στο κορίτσι, λίγο πριν κοιμηθούν σε μια τέντα, μέσα στο δάσος. Οι εφιαλτικές συνθήκες ζεσταίνουν τον ολοσχερή χειμώνα που τους περιβάλλει.
Μπορεί να είναι άλλη μια ταινία για έναν post apocalyptic εφιάλτη, αλλά ο Άφλεκ κοντράρει μια απαθή αφήγηση (ενώ το πρόσφατο, οικογενειακά προσανατολισμένο Ένα Ήσυχο Μέρος φόρτσαρε προς όλες τις κατευθύνσεις) με την απόλυτη συνενοχή ανάμεσα στον προστάτη και το ζωοφόρο ανθρώπινο είδος προς εξαφάνιση.
Το κορίτσι, κοντοκουρεμένο για να μη δίνει στόχο, αθώο αλλά πανέξυπνο, προσεκτικό και γεμάτο περιέργεια και γόνιμες απορίες, σαστισμένο αν και διαισθητικά alert προς τον κίνδυνο που ελλοχεύει, εξαρτάται από τη μοναδική άγκυρα που του έχει απομείνει, την ίδια στιγμή που ο ενήλικος πατέρας το σκεπάζει με το τρεμάμενο βλέμμα του και υπολογίζει ως το φως της ζωής του, τον άσβεστο φάρο μια απλανούς πορείας προς το άγνωστο.
Η μικρή δεν έχει γίνει ακόμη «γυναίκα», και σε μια έξοχη σκηνή, σταθερή και γυμνά αληθινή, ο Άφλεκ της εξηγεί στεγνά, όσο γίνεται πιο πατρικά, τη διαδικασία της μητρότητας, μια και η φυσική της δασκάλα, η μητέρα της (την υποδύεται σε αποσπασματικά flashbacks η Ελίζαμπεθ Μος) δεν ζει για να την καθοδηγήσει με τις κατάλληλες, καίριες λέξεις και την εγγενή κατανόηση.
Σαν κυνηγοί και κυνηγημένοι, οι δυο τους περιπλανώνται μακριά από την αδηφάγο αδιακρισία των πεινασμένων ανδρών που έχουν απομείνει, σαν κεραυνοχτυπημένα ζόμπι. Το μοναδικό μυστικό που δεν τολμά να πει στο παιδί του, ενώ ξέρει πως κάποια στιγμή πρέπει να το εκστομίσει, είναι το τι θα πάθει αν πέσει στα χέρια τους.
Οι περισσότερες δυστοπικές περιπέτειες χάνουν χρόνο και νόημα στις περιγραφές και τις λεπτομέρειες, ξοδεύονται στο πλαίσιο και χάνουν σε βάθος – έτσι έγινε με το πολύ αναμενόμενο, αλλά κενό The Road του Τζον Χίλκοουτ.
Το χρονικό του Άφλεκ, σπαρτιάτικο και φιλοσοφικό, μιλά για τη ζωή που ξεπηδά μετά από το πένθος, για τον σπόρο της αγάπης του γονιού που φυτρώνει χάρη στην αφοσιωμένη ανατροφή και την άδολη, σπλαχνική φροντίδα. Χωρίς περιττές κλάψες, σκηνοθετικά κόλπα, αχρείαστα κρεσέντι ή θεαματικές ανατροπές.
Δεν έχει τόση σημασία αν ο Άφλεκ ισχυρίζεται πως κάρφωσε την κάμερά του όπως η Σαντάλ Ακερμάν στη Jeanne Dielman. Ούτε καν ότι η ταινία (όντως) αναφέρεται εκτεταμένα, σχεδόν ψυχαναλυτικά, στον ίδιο, στις εμπειρίες του και τα συναισθήματά του μετά το διαζύγιο, τις προσωπικές του περιπέτειες και ενδεχομένως σε μια οδύνη που έχει επιλέξει μέχρι στιγμής να μη μοιραστεί καλλιτεχνικά – σε κάποια στιγμή, το κορίτσι τον ρωτάει ποια είναι η διαφορά μεταξύ της ηθικής και της δεοντολογίας, και εκείνος αισθάνεται την υποχρέωση να της δώσει τον ορισμό, μάλλον για να τον εμπεδώσει ο ίδιος.
Ακόμη κι αν δεν γνωρίζαμε πως την ταινία υπογράφει ο Κέισι Άφλεκ, κι όχι κάποιος με καθαρό ποινικό, ηθικό και οσκαρικό μητρώο, η αξία θα ήταν η ίδια.
Το Light of my Life, ένας τίτλος που παραφράζει ελαφρώς την Ανδρομάχη του Ευριπίδη, δεν πρόκειται να κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο. Ο λόγος είναι απλός: δεν τοποθετήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, αλλά στο Πανόραμα, το παράλληλο τμήμα, έστω κι αν προβλήθηκε στο Βερολίνο, παραδόξως χωρίς γερμανικούς υπότιτλους (τόσο τελευταίας στιγμής ήταν η άφιξή της;) χωρίς να γνωρίζει κάποιος το γιατί.
Κρίμα, διότι... κινδυνεύει να είναι η καλύτερη ταινία του φεστιβάλ.
σχόλια