Μήνες τώρα η Αντουανέτ περιμένει το καλοκαίρι για μια ρομαντική εβδομάδα με τον Βλαντιμίρ, τον εραστή της, που τυγχάνει παντρεμένος. Τελευταία στιγμή εκείνος ακυρώνει: η γυναίκα του κανόνισε οικογενειακή εκδρομή στην οροσειρά Σεβέν, με γάιδαρο! Παρατημένη, η ηρωίδα μας αποφασίζει να ακολουθήσει κι αυτή την ίδια διαδρομή, όταν φτάνει όμως έχει μονάχα τη συντροφιά του Πατρίκ, ενός ανυπάκουου γάιδαρου που θα τη συνοδεύσει στο περίεργο ταξίδι της.
Αυτή είναι περίπου η πλοκή της γαλλικής κωμωδίας «Ο γάιδαρος, ο εραστής μου κι εγώ» (μην τρελαίνεστε με τον ελληνικό τίτλο, αυτός ήταν ο προτεινόμενος διεθνής από την εταιρεία παραγωγής), σε σενάριο και σκηνοθεσία της Καρολίν Βινιάλ, με πρωταγωνίστρια την εξέχουσα Λορ Καλαμί – ένας ρόλος για τον οποίο μάλιστα βραβεύτηκε με το Σεζάρ Καλύτερης Ερμηνείας.
Και ξέρετε πως είναι πολύ σπάνιο για μια κινηματογραφική ακαδημία να αποδεχτεί πως στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνεις κάποιον να γελάσει παρά να κλάψει. Γι’ αυτό και βρεθήκαμε τον περασμένο Απρίλιο στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, για να κουβεντιάσουμε γι’ αυτή την επιτυχία αλλά και για το σινεμά γενικότερα.
— Πόσο πιο αστεία είναι η ομορφιά όταν «τσαλακώνεται»; Ο Κάρι Γκραντ και η Λουσίλ Μπολ έβγαζαν πολύ γέλιο στις κωμωδίες τους, ακριβώς επειδή ήταν μάλλον παράδοξο να βλέπεις όμορφους ανθρώπους να σκοντάφτουν, να ξαφνιάζονται, γενικώς να «βγαίνουν» από το καλούπι τους.
Λορ Καλαμί: Θα μπορούσα να σας απαντήσω αν πίστευα πως έχω τέτοια «κλασική» ομορφιά, αλλά εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Έχω αυτό το πρόσωπο (σ.σ.: παίρνει μια γρήγορη πόζα). Αν το φτιάξουμε λίγο, μπορεί να φανεί γλυκούλι, χαριτωμένο, ας πούμε και γοητευτικό. Αλλά εύκολα μπορώ να δείξω και άσχημη, όχι;
— Τι να σας πω…
Λ.Κ.: Ισχύει νομίζω, και προσωπικά το προτιμώ! Πιστεύω πως έτσι μπορεί και μια γυναίκα που θα δει την ταινία να ταυτιστεί ευκολότερα μαζί μου, έτσι είμαι πιο κοντά στο επίπεδο του κοινού θνητού. Ξέρετε, υπάρχει μια ταινία που αγαπώ πολύ και μιλά ακριβώς γι' αυτό, το «Trop belle pour toi» (σ.σ.: ελληνικός τίτλος «Πολύ όμορφη για σένα», σκηνοθεσίας Μπερτράν Μπλιέ, του 1989).
Το σπαστικό με τους πολύ όμορφους ανθρώπους είναι πως δεν γίνονται ποτέ άσχημοι. Μένεις εκεί, φυλακισμένος σε μια εικόνα. Για μια ηθοποιό, ξέρετε, αυτό μπορεί να είναι και επικίνδυνο.
— Σας ευχαριστώ που μου θυμίσατε αυτή την υπέροχη ταινία. Με τη Ζοζιάν Μπαλασκό, σωστά;
Λ.Κ.: Ναι, ναι. Εκεί, λοιπόν, βλέπουμε πως η ομορφιά μπορεί να είναι κάτι συγκλονιστικό, αλλά ταυτόχρονα να σε διαλύει κιόλας – το λέει η Μπαλασκό σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας. Το σπαστικό με τους πολύ όμορφους ανθρώπους είναι πως δεν γίνονται ποτέ άσχημοι. Μένεις εκεί, φυλακισμένος σε μια εικόνα. Για μια ηθοποιό, ξέρετε, αυτό μπορεί να είναι και επικίνδυνο. Πραγματικά απόλαυσα όλη αυτήν τη «γελοιότητα», ο ρόλος ήταν ένα δώρο για μένα. Αν και το γαϊδούρι μάς δυσκόλεψε λίγο (γέλια).
— Στο μεταξύ, το λιγότερο «γαϊδούρι» στην ταινία είναι το ίδιο το γαϊδούρι. Το έχουμε αδικήσει το ζωντανό.
Καρόλ Βινιάλ: Δεν είναι πολύ παρεξηγημένο ζώο; Καταρχάς, τα γαϊδουράκια έχουν ανώτερη ευφυΐα σε σχέση με τα άλογα! Ήταν κάτι που συζητούσαμε και με την εκπαιδεύτρια του ζώου που ξεκίνησε δουλεύοντας με άλογα, και μάλιστα δυσαρεστήθηκε όταν τη μετέθεσαν στα γαϊδούρια – το είχε εκλάβει υποτιμητικά. Ε, σύντομα κατάλαβε πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στην πραγματικότητα, τα γαϊδούρια είναι πιο κοντά στις γάτες και λιγότερο στα άλογα σε επίπεδο εξυπνάδας. Μαθαίνουν πολύ πιο γρήγορα, αλλά αν κάτι δεν τα ενδιαφέρει, δεν πρόκειται να το επαναλάβουν. Για να εκπαιδεύσεις λοιπόν ένα γαϊδούρι, πρέπει να το «μάθεις» να του αρέσει αυτό που κάνει, να το απολαμβάνει.
— Πώς είναι να σκηνοθετείς μια κωμωδία στην εξοχή; Το τοπίο είναι υπέροχο, αλλά αποφεύγετε πολλά χαρακτηριστικά κλισέ, απουσιάζουν πανοραμικά πλάνα από drones για παράδειγμα.
Κ.Β.: Ήταν το πρώτο που σκέφτηκα όταν αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το φιλμ, να αποφύγουμε τα drones και γενικά τα πλάνα τύπου καρτ ποστάλ. Ήθελα να τιμήσουμε την περιοχή, αλλά δεν ήθελα να γίνουμε τηλεοπτική εκπομπή. Προφανώς, το να γυρίζει κανείς μια ταινία στο βουνό, εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, έχει τη δυσκολία του. Υπήρχε επίσης το ζήτημα των αποστάσεων που θα έπρεπε να διανύσει το συνεργείο – ειδικά όταν χρειαζόμασταν κάτι που δεν υπήρχε στο σετ. Και από πάνω, είχαμε και την αγωνία του καιρού: «θα έχουμε σήμερα τον ίδιο καιρό με χθες;», «θα μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε την ίδια σκηνή;». Πράγματα που δεν σε απασχολούν καθόλου όταν βρίσκεσαι σε ένα πιο ελεγχόμενο περιβάλλον. Σταθήκαμε πολύ τυχεροί νομίζω.
— Είναι πολύ ενδιαφέρον που η ηρωίδα εδώ είναι μια γυναίκα στα σαράντα της – το αναμενόμενο θα ήταν μια κοπέλα νεαρής ηλικίας.
Κ.Β.: Είναι ενδιαφέρον και που το παρατηρήσατε, μια και αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Μάλιστα η πρώτη παραγωγός της ταινίας, που τελικά αποχώρησε από το πρότζεκτ, πίεσε πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Εγώ όμως αρνήθηκα, έθεσα ας πούμε ένα κάποιο βέτο. Ήθελα ο κεντρικός χαρακτήρας να έχει ένα άλλο εύρος.
Λ.Κ.: Σκεφτείτε πως η ιστορία ενός κοριτσιού που μπλέκεται με έναν παντρεμένο δεν κρύβει και κάποιο μεγάλο δράμα. Δεν τρέχει και τίποτα, θα υπάρξει κάποιος άλλος αργότερα. Το γεγονός όμως πως η ηρωίδα εδώ είναι σαράντα ετών δίνει μια άλλη βαρύτητα στην αγωνία και στην προσδοκία της να καταφέρει αυτό που θέλει. Έχει «φάει» ήδη αρκετές κακές σχέσεις, οπότε πλέον υπάρχει μια κάποια νεύρωση, η οποία επαναλαμβάνεται: ίδιες σχέσεις, ίδια λάθη, μια κάποια ανακύκλωση. Και αυτό το κάνουμε στα σαράντα, στα πενήντα και στα εξήντα μας ακόμα, δεν είναι κάτι που σταματά μετά από δυο-τρεις κακές σχέσεις.
— Εμπνευστήκατε και από προσωπικά σας βιώματα, φτιάχνοντας αυτή την ταινία;
(Και οι δυο μαζί): Όχι! (γέλια)
Λ.Κ.: Ό,τι βλέπετε προήλθε από τη φαντασία μας και μόνο. (σ.σ.: Με ύφος που μαρτυρά ακριβώς το αντίθετο.)
— Θα αντέξει το σινεμά το πανδημικό σοκ των περασμένων δύο ετών;
Κ.Β.: Ευτυχώς, στη Γαλλία υπήρξε μια ικανοποιητική οικονομική ενίσχυση των αιθουσών αλλά και των διανομέων, αλλά οφείλουμε να ομολογήσουμε πως οι θεατές δεν έχουν επιστρέψει ακόμα στα σινεμά. Ωστόσο, αυτό συνέβαινε και πριν. Έχουμε παρατηρήσει πλέον πως οι μικρότερες ηλικίες δεν προτιμούν τον κινηματογράφο, δεν τον επιλέγουν για την ψυχαγωγία τους. Η πρόκληση σήμερα είναι να γίνουν ταινίες που θα ξεχωρίσουν.
Λ.Κ.: Η διαφορά, πάντως, είναι τεράστια. Αυτός που επιλέγει να πάει σινεμά, εκτελεί μια αλυσίδα δράσεων, αν το σκεφτείτε: ντύνεται, βγαίνει από το σπίτι του, πάει σε μια αίθουσα, πληρώνει ένα εισιτήριο, μπαίνει στην αίθουσα. Με άλλα λόγια, είναι ενεργός, μετέχει ενεργά στη θέαση μιας ταινίας. Ε, δεν είναι το ίδιο με το να κάθεσαι στον καναπέ σου, να πατήσεις το τηλεχειριστήριο και να καταναλώσεις ό,τι κι αν εμφανίσει μπροστά σου ο αλγόριθμος.
Κ.Β.: Φυσικά, οι θεατές στις πλατφόρμες είναι περισσότεροι. Έγραψα πολλά σενάρια για τηλεταινίες και μία απ’ αυτές που σκηνοθέτησα κιόλας είχε πέντε εκατομμύρια θεατές. Αλλά, στ’ αλήθεια, δεν έχεις κάποιο feedback. Δεν μένει κάτι. Στο σινεμά όλα έχουν άλλη βαρύτητα. Είναι σαφώς μια συνειδητή επιλογή που κάνει ο θεατής.
Λ.Κ.: Μην αδικούμε όμως τις σειρές. Γίνονται και εκεί σημαντικά πράγματα, και έχει ανέβει πολύ ο πήχης σε επίπεδο σεναρίου. (σ.σ.: Μία από τις μεγάλες επιτυχίες της Καλαμί ήταν η συμμετοχή της στη δημοφιλέστατη σειρά «Dix pour cent» – ελληνικός τίτλος: «Πάρε τον μάνατζέρ μου»). Η μακροβιότητά τους αποδεικνύει πως λένε κάτι άλλο στον κόσμο που τις παρακολουθεί. Μέσα στο σινεμά όντως έχεις μια άλλη εμπειρία. Σκεφτείτε τον χαρακτήρα που ενσαρκώνω στην ταινία, την Αντουανέτ, όταν βρίσκεται πάνω στο βουνό, εκεί όπου δεν υπάρχει το κινητό, εκεί όπου τίποτα δεν σε διακόπτει. Είσαι συγκεντρωμένος, παρακολουθείς κάτι και το μυαλό απορροφά την ιστορία αλλιώς όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε αγνώστους. Υπάρχει μια συλλογική διάσταση σε αυτή την εμπειρία, την οποία συνολικά προσπαθούν να μας αφαιρέσουν εδώ και πολύ καιρό.
— Αυτό δεν αφορά πια μόνο τα σινεμά…
Λ.Κ.: Φυσικά! Ισχύει και στο θέατρο, στις συναυλίες, στην εργασία και, φυσικά, αφορά και τις μαζικές διαδηλώσεις, δηλαδή όταν στέκεσαι στους δρόμους μαζί με άλλους για να πάρεις μια συγκεκριμένη θέση. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να μας διαφεύγει.
Το τρέιλερ της ταινίας