«Κάθεστε εκεί πέρα και νομίζετε ότι είστε καλοί άνθρωποι. Δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Ήμουνα κι εγώ σαν κι εσάς κάποτε. Νόμιζα ότι δουλεύοντας σκληρά και παίζοντας τίμια, μπορείς να κερδίσεις την επιτυχία και την ευτυχία. Δεν μπορείς. Το τίμιο παιχνίδι είναι μια φάρσα που ανακάλυψαν οι πλούσιοι για να μείνουμε εμείς οι υπόλοιποι φτωχοί. Δύο είδη ανθρώπων υπάρχουν μόνο: οι θηρευτές και τα θηράματα, οι λέοντες και οι αμνοί. Το όνομά μου είναι Μάρλα Γκρέισον και δεν είμαι αμνός. Είμαι μια γ****ένη λέαινα».
Σαφής και ξεκάθαρη εξαρχής η στάση της (αντι)ηρωίδας της ταινίας, η οποία ανοίγει (με ηχητικό φόντο το «Dirge» των Death in Vegas, πού το θυμήθηκαν;) μ' αυτά της τα λόγια που απευθύνονται προκαταβολικά σε εμάς τους θεατές και στις ηθικές ενστάσεις μας για την επιτυχημένη κομπίνα που έχει στήσει η ίδια εις βάρος ηλικιωμένων ανθρώπων με ενδείξεις άνοιας, τους οποίους απομακρύνει από τους συγγενείς τους, αναλαμβάνοντας εκ μέρους των υπηρεσιών πρόνοιας, τη νόμιμη κηδεμονία τους (για να ξεκοκαλίσει μεθοδικά την περιουσία τους).
Είναι αλήθεια ότι ένας από τους στόχους της ταινίας είναι να αναρωτηθούμε αν και κατά πόσο μπορούμε (ειδικά εμείς οι κακομαθημένοι άρρενες θεατές) να ανεχτούμε σε μια γυναίκα τα «αντιηρωικά» στοιχεία που έχουμε συνηθίσει σε άντρες πρωταγωνιστές που εμφανίζονται ως γοητευτικά καθάρματα.
Μια επταετία μετά το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» (Gone Girl), η Ρόζαμουντ Πάικ υποδύεται ξανά με χειρουργική ακρίβεια και ελεγχόμενες εκρήξεις την αμφιλεγόμενη, κοινωνιοπαθή πρωταγωνίστρια ενός λαμπερού, κυνικού, χιτσκοκικού θρίλερ (που βεβαίως θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό και απολαυστικό αν το σκηνοθετούσε κάποιος σαν τον Χίτσκοκ ή σαν τον Ντέιβιντ Φίντσερ έστω).
Οπλισμένη με μια κοφτερή σαν συρματόπλεγμα μπομπ κόμμωση, γόβες στιλέτο, ακριβά ρούχα, η Μάρλα είναι αποφασισμένη να πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να μη βρεθεί ποτέ στη θέση των αδυνάτων αυτού του άδικου κόσμου. «Για να τα καταφέρεις σ' αυτήν τη χώρα πρέπει να είσαι γενναίος... και ηλίθιος και αδίστακτος και προσηλωμένος» λέει αργότερα στην ταινία ενώ είναι δεμένη σε μια καρέκλα.
Παρότι ο κυρίαρχος τόνος της ταινίας παραπέμπει σε μαύρη κωμωδία μάλλον (μια ανέμελη προδιάθεση μέσα στο σκοτάδι) παρά σε οποιουδήποτε είδους δράματος ή σπουδής χαρακτήρων, με έπιασε μια πίκρα και μια οργή (λόγω και σχετικής οικογενειακής εμπειρίας) παρακολουθώντας την να εξαπατά χωρίς κανέναν ενδοιασμό ανθρώπους που πλέον υποφέρουν από το τρίπτυχο άνοια-ακράτεια-αρθρίτιδα και καταλήγουν με συνοπτικές διαδικασίες σε γηροκομείο.
Πριν από καμιά τετραετία μάλιστα, το περιοδικό New Yorker είχε αποκαλύψει τις τρομακτικές διαστάσεις μιας οργανωμένης απάτης σαν αυτή που απεικονίζεται στην ταινία, με θύματα πάνω από ενάμισι εκατομμύριο Αμερικανούς υπερήλικες.
Κάποια στιγμή όμως εμφανίζεται η Νέμεσις, εν προκειμένω με τη μορφή της Νταϊάν Γουίστ (που ιδανικά θα θέλαμε να την απολαύσουμε περισσότερη ώρα στην ταινία), η οποία όχι μόνο δεν είναι το άβουλο, μοναχικό, ηλικιωμένο θήραμα που φαντάζεται η Μάρλα, αλλά σχετίζεται άμεσα με αδίστακτο αρχιμαφιόζο, τον οποίο υποδύεται με απειλητική στωικότητα ο Πίτερ Ντίνκλατζ.
Είδα να τονίζεται σε κάποιες κριτικές, η φεμινιστική διάσταση της ταινίας. Δεν είμαι σίγουρος. Είναι αλήθεια ότι ένας από τους στόχους της είναι να αναρωτηθούμε αν και κατά πόσο μπορούμε (ειδικά εμείς, οι κακομαθημένοι άρρενες θεατές) να ανεχτούμε σε μια γυναίκα τα «αντιηρωικά» στοιχεία που έχουμε συνηθίσει σε άντρες πρωταγωνιστές που εμφανίζονται ως γοητευτικά καθάρματα. Αυτή είναι όμως η μοναδική υπερβατική διάσταση μια ταινίας που παρακολουθείται με ενδιαφέρον και αγωνία, το σενάριό της όμως κατά τόπους αδικεί κατάφωρα την δουλειά χαρισματικών ερμηνευτών.