Στην 42η τελετή των βραβείων Όσκαρ ο Πίτερ Ο’ Τουλ μόλις είχε χάσει στον πρώτο ρόλο για το Αντίο κύριε Τσιπς από τον «μονόφθαλμο», για τις ανάγκες του Ρούστερ Κόγκμπερν, Τζον Γουέιν, σε μια παρένθεση παλιομοδίτικου πατριωτισμού, τη βραδιά που θριάμβευσε το έμβλημα του αντικατεστημένου, ο Καουμπόι του Μεσονυχτίου. Ωστόσο, μια άλλη Βρετανίδα δασκάλα οικοτροφείου στο Έντιμπρο της Σκωτίας, γεμάτη αυτοπεποίθηση για τον ερωτικό της οίστρο αλλά και αυταπάτες, που μετέτρεπε σε δημιουργικές παραινέσεις για τις 12χρονες μαθήτριές της, κατατρόπωσε τις νεαρές Αμερικανίδες συνυποψήφιές της, την Τζέιν Φόντα και τη Λάιζα Μινέλι: εκείνη τη βραδιά του 1970, ο κόσμος έμαθε τη Μάγκι Σμιθ στον ρόλο της ιδιότροπης, πεισματάρας, αντισυμβατικής, απερίσκεπτης, αλλά αφοσιωμένης και αισιόδοξης γεροντοκόρης που αρνήθηκε η Τζούλι Άντριους, για το The Prime of Miss Jean Brodie. Σε ένα Oscar watching party, η Σίρλεϊ Μακλέιν ακούστηκε να λέει στην αναγγελία της νικήτριας: «Ω, τα μέλη της Ακαδημίας επιτέλους ψήφισαν class!».
Η καριέρα της Μάγκι Σμιθ, του μικρότερου από τα τρία παιδιά (είχε δυο δίδυμους αδελφούς που έγιναν αρχιτέκτονες) μιας μεσοαστικής οικογένειας του Έσεξ, είχε ξεκινήσει περίπου μια εικοσαετία νωρίτερα, όταν ρίχτηκε κατευθείαν στα βαθιά, ως εξαιρετικό ταλέντο, παίζοντας την Βαϊόλα στη 12η Νύχτα για το Oxford Playhouse και αριστεύοντας σε πολλούς ρόλους, πριν δοκιμάσει τις ικανότητές της σε μια επιθεώρηση στο Broadway το 1956.
Ο Λόρενς Ολίβιε την ξεχώρισε γρήγορα: την είδε σε έργα του Πίτερ Σάφερ στο Old Vic και την προσκάλεσε ως μόνιμο μέλος του ρεπερτορίου του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, εκεί όπου έλυνε και έδενε, βρίσκοντας στο πρόσωπό της, επιτέλους, έναν ισάξιο ανταγωνιστή της δικής του δεινότητας – σπάνιο χάρισμα για έναν ιδιοφυή νάρκισσο.
Δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές στην πολυγενεακή σταδιοδρομία της Μάγκι Σμιθ, απλά γιατί δεν σταμάτησε ποτέ, όποτε είχε την ευκαιρία, να δίνει νόημα και νοημοσύνη σε χαρακτήρες, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο τόνο και την καταγωγή τους, τη μικρή ή τη μεγάλη τους διάρκεια στην οθόνη, και στις δυο άκρες του Ατλαντικού, στη μεγάλη οθόνη αλλά και τη μικρή, ειδικά μετά τα 70 της χρόνια.
Μεταξύ αστείου και σοβαρού, η Σμιθ παραδέχτηκε σε συνέντευξή της στον Γκρέιαμ Νόρτον στο BBC πως είδε τον ουρανό σφοντύλι όταν ο Sir Λόρενς της έδωσε ένα αληθινότατο και πολύ δυνατό χαστούκι επί σκηνής, όταν ο Οθέλος εκνευρίζεται με τη Δεισδαιμόνα. Το θερμό επεισόδιο δεν εμπόδισε αμφότερους να μεταφέρουν τη θεατρική τους επιτυχία στη μεγάλη οθόνη την επομένη χρονιά, το 1965, αποσπώντας υποψηφιότητες για Όσκαρ αντίστοιχα.
Παράλληλα με την έντονη θεατρική της δραστηριότητα, η κορυφαία Βρετανίδα ηθοποιός είχε ξεκινήσει την κινηματογραφική της καριέρα ήδη από το δράμα του 1956 Child in the House, κερδίζοντας την πρώτη από τις συνολικά 18 υποψηφιότητές της για BAFTA για το Nowhere to Go, μόλις δυο χρόνια αργότερα. Δυο χρόνια μετά το Όσκαρ της για τη Δεύτερη Νιότη της Τζιν Μπρόντι, όπως είχε παιχτεί στα ελληνικά, βρέθηκε και πάλι στην πεντάδα των Όσκαρ πρώτου ρόλου, για τα Ταξίδια με τη Θεία μου, του Γκρέιαμ Γκριν, αφού πρώτα την παρακάλεσε ο σκηνοθέτης Τζορτζ Κιούκορ να αντικαταστήσει την καλή του φίλη, Κάθριν Χέμπορν.
Ο κόσμος ανακάλυψε πως η Σμιθ, εκτός από θαυματουργή ερμηνεύτρια του Σαίξπηρ και εξαιρετική δραματική ηθοποιός, ήταν εξαιρετική κωμικός. Το απέδειξε στο Πρόσκληση για Γεύμα από έναν Υποψήφιο Δολοφόνο (πώς τόνιζε το «Ντικ», το όνομα του συζύγου/Ντέιβιντ Νίβεν…) και κυρίως στο Καλιφόρνια Οτέλ, τη σπονδυλωτή dramedy του Νιλ Σάιμον, όπου έπαιζε μια μεσήλικα ηθοποιό και σύζυγο ενός ευειδή γκέι αντικέρ (Μάικλ Κέιν). Έγινε η πρώτη ηθοποιός που κερδίζει Όσκαρ (το δεύτερό της, για δεύτερο ρόλο αυτήν τη φορά), που υποδύεται μια ηθοποιό που το χάνει! Όντως είχε πλάκα, αλλά ο τρόπος που λέει στον Κέιν, αποκαμωμένη και χαμένη, «κάνε μου έρωτα και, αυτήν τη φορά, κάνε έρωτα σε μένα», αποκαλύπτει τη στόφα μιας παλιάς σταρ του βωβού και το λεπτό κέντημα της καλά εκπαιδευμένης θεατρίνας – ένα σπάνιο combo, που την έκανε πάντα ενδιαφέρουσα.
Στον Σέξι Ιεραπόστολο του Μάικλ «Monty Python» Πέιλιν και στις Τρελές Αδελφές, πλάι στη Γούπι Γκόλντμπεργκ, ως ηγουμένη που δεν πιάνει το αστείο, ήταν η ευπρόσδεκτη κωμική ανακούφιση. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να εμφανίζεται ως πλούσια Νεοϋορκέζα στο First Wives’ Club ή ως ψηλομύτα κοσμική στο A Private Function, να κεντρίζει την προσοχή δίπλα στον Ηρακλή Πουαρό του Πίτερ Ουστίνοφ στο Εγκλήματα κάτω από τον Ήλιο και το Έγκλημα στον Νείλο και να αποτελεί το στήριγμα του αναγεννημένου βρετανικού σινεμά, με τους ρόλους της στο Δωμάτιο με Θέα, το Κουαρτέτο και το The Lonely Passion of Judith Hearne, ένα πορτρέτο απελπισίας καθόλου φανταχτερό, απολύτως συγκλονιστικό.
Δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές στην πολυγενεακή σταδιοδρομία της Μάγκι Σμιθ, απλά γιατί δεν σταμάτησε ποτέ, όποτε είχε την ευκαιρία, να δίνει νόημα και νοημοσύνη σε χαρακτήρες, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο τόνο και την καταγωγή τους, τη μικρή ή τη μεγάλη τους διάρκεια στην οθόνη, και στις δυο άκρες του Ατλαντικού, στη μεγάλη οθόνη αλλά και τη μικρή, ειδικά μετά τα 70 της χρόνια.
Έγινε με την αξία της εθνικός θησαυρός για τους Άγγλους, αλλά και μια αγαπημένη καρατερίστα για όλον τον πλανήτη, μια ηθοποιός που σε προειδοποιούσε πως θα υπηρετήσει τον ρόλο αλλά δεν θα κολακέψει τον θεατή, δεν θα φτάσει στα άκρα για να εντυπωσιάσει και θα ανταμείψει όσους και όσες «δίνουν βάση», προσέχουν τις λεπτομέρειες και καταλαβαίνουν από εσωτερικότητα που δεν τσιγκουνεύεται σε ταλέντο.
Τη γνωρίσαμε ως ντάμα, την απολαύσαμε ως ώριμη γυναίκα και πνευματώδη μεσήλικα και τη θαυμάσαμε ως γηραιά κυρία. Πικάντικη περισσότερο από όμορφη, όπως και η συνομήλικη και φίλη Τζούντι Ντεντς, πόνταρε σε μια ευφυολόγο γοητεία που συχνά συνόρευε με τον μισανθρωπισμό, συχνότερα έκρυβε σνομπισμό και σίγουρα φανέρωνε μια βαθιά απέχθεια στη βλακεία και την ασχετοσύνη, όπως συνομολογούν όσοι τη γνώριζαν καλά.
Φανταστείτε τη σκηνή, που μάλιστα κυκλοφορεί με επιτυχία στο TikTok, από το Second Best Exotic Marigold Hotel, sequel της χαριτωμένης κομεντί, όπου, συνοδεύοντας σε μια κρίσιμη συνάντηση τον Ντεβ Πατέλ, βγαίνει εκτός εαυτού εξηγώντας σε έναν δύσμοιρο σερβιτόρο ότι το τσάι είναι βότανο και πως πρέπει να ξαναζωντανέψει σε βραστό νερό αντί να της φέρνει χλιαρό κάτουρο για να το σπρώχνει μέσα, διότι «στην ηλικία μου, δεν έχω χρόνο για τέτοια»: δεν πρέπει να απείχε πολύ από μια αληθινή αντίδρασή της, αν πιεζόταν πολύ.
@shaneless77 #maggiesmith #damemaggiesmith #tea #teabag #secondbestexoticmarigoldhotel #bestexoticmarigoldhotel #brew #lukewarm #professormcgonagall #downtonabbey #violetcrawley #cupoftea ♬ original sound - SHANO🤩
Εδώ δεν δίσταζε, με χιούμορ και το ξερό delivery, να δαγκώνει τονίζοντας το νόημα αντί να το αραιώνει, να «καρφώσει» τους δικούς της ανθρώπους. Καθισμένη στην ομήγυρη των φιλενάδων, μπροστά στη Ντεντς και την Τζόαν Πλόουραϊτ, έλεγε on camera πως προλάβαινε να πάρει μόνο όσους ρόλους δεν είχε σπεύσει να καπαρώσει η Dame Judy! Την αλήθεια έλεγε, και μάλιστα σε μια άλλη από τις σπάνιες εξομολογήσεις της στον Τύπο, αναρωτιόταν τι θα γινόταν αν οπλιζόταν με την καλοσυνάτη συμπάθεια της Ντεντς ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού της για να αντιμετωπίσει τον κόσμο, γνωρίζοντας ωστόσο εκ των προτέρων πως οι φίλοι της δεν θα την έπαιρναν στα σοβαρά και κανείς δεν θα την πίστευε πραγματικά.
Στην τηλεοπτική μεταφορά του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ γνώρισε τον 10χρονο Ντάνιελ Ράντκλιφ και τον σύστησε στους παραγωγούς του Χάρι Πότερ και την Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, η οποία δεν διανοούνταν τη διασκευή χωρίς τη Μάγκι Σμιθ στον θίασο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, όχι μόνο για τον Ράντκλιφ, αλλά και για τη Σμιθ, η Μινέρβα της οποίας ήταν δημοφιλής στα παιδιά και το Χόγκγουορντς το εφαλτήριο για την επέκταση μιας ήδη θρυλικής καριέρας σε blockbuster λεωφόρους, που ασφαλώς δεν είχε διανοηθεί στα παλκοσένικα της νιότης, ακόμη και στα πρώτα της χολιγουντιανά βήματα, δίπλα στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στο ανιαρό The VIPS.
«Από ένα σημείο κι έπειτα, μικροσκοπικοί άνθρωποι με πλησίαζαν», έλεγε με γλυκύτητα, ξεχωρίζοντας το περιστατικό όπου, όταν ένα αγοράκι την κοιτούσε επίμονα, εκείνη προσπάθησε να το βοηθήσει να θυμηθεί από πού την ξέρει, κι αυτό απάντησε ελαφρώς ενοχλημένο, «περιμένετε, θα μου έρθει σε λιγάκι».
Δεν παρακολούθησε ούτε ένα επεισόδιο από τις έξι σεζόν του Downton Abbey («έχω το box set με τα DVD», είπε κρυφογελώντας) και παρότι επανήλθε στον ρόλο της χήρας κόμησσας που της χάρισε τρία από τα τέσσερα βραβεία Emmy που κέρδισε συνολικά, στην χλιαρή κινηματογραφική μεταφορά του, είχε αυθεντικά ανακουφισθεί που επιτέλους ολοκληρώθηκε ο τηλεοπτικός κύκλος, γιατί «ποιος ξέρει πόσων χρονών θα ήταν η Βάιολετ στην πλοκή, κοντά στα 120», έλεγε, δικαίως.
Χειροτονημένη Dame από τo 1990 και τοποθετημένη στην εκλεκτή συντροφιά των companions της βασίλισσας, μαζί με την Ντεντς και τον φίλο της Ίαν Μακέλεν, η Μάγκι Σμιθ είχε ίσως την πιο ατσάλινη αρματωσιά υποκριτικής από όλους τους εξαιρετικούς συναδέλφους της. Όποια κι αν ενσάρκωνε, το μυαλό λαμπύριζε και η φωνή κυμάτιζε, ο χαρακτήρας αναπτυσσόταν με αδιόρατες αλλαγές, μέσα από σκέψεις και παύσεις, με ένα διστακτικό χαμόγελο επιδοκιμασίας ή ένα πέταγμα του κεφαλιού που φανέρωνε περιφρόνηση – ήταν σαν ασυνήθιστο άρωμα που δεν χωρούσε σε ένα μπουκάλι της σειράς.
Ο χρόνος την κατέβαλε, αν και ουδόλως την πτόησε, ούτε άμβλυνε το διαπεραστικό βλέμμα και τη ρητορική της αιχμή – ας μη συζητήσουμε την αμίμητη diction της. Πέρασε καρκίνο του μαστού και τη νόσο Graves και συνέχισε να εργάζεται ασταμάτητα, αναλαμβάνοντας μικρούς μπριλάντε ρόλους ή, όπως στην περίπτωση του Lady in the Van, έναν τρομερό, ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα, αληθινό και τραχύ σαν ακατέργαστο διαμάντι, που συνδύαζε το φλέγμα με την τραγικότητα και αξιοποίησε καλλιτεχνικά τα σημάδια της ηλικίας και ήταν εμφανή στην εξωτερική της εμφάνιση. Ο Άλαν Μπένετ άντλησε από βιωματικές εμπειρίες και έγραψε τον ρόλο για τη Σμιθ, όπως και ο Σάφερ για το θεατρικό Lettice and Lovage, έναν θρίαμβο του West End και του Broadway, που της χάρισε το βραβείο Tony.
Έλεγαν πως η τεράστια αυτή ηθοποιός διέθετε το μοναδική προσόν, κάτι σαν θεατρική συναισθησία, να υπονοεί την επόμενη κίνηση της ηρωίδας που ενσάρκωνε στη σκηνή και να οδηγεί το βλέμμα του θεατή σε ένα δίλημμα ή μια δράση που έπεται, χωρίς λόγια, μαγικά. Είχα την τύχη να τη δω μια και μοναδική φορά, στο Breath of Life, του Ντέιβιντ Χέαρ, μαζί με την Τζούντι Ντεντς.
Δεν ξέρω από θαύματα, αλλά το ότι οι δυο τους, ως ερωμένη και σύζυγος ενός άνδρα που δεν βλέπουμε ποτέ, απατημένες αμφότερες και αυταπατημένες χωρίς επιστροφή, πικρές και φοβισμένες αλλά ακατάβλητες και έξυπνες, μοιράστηκαν δυο συμπυκνωμένες ζωές και τις μετέδωσαν με ζεστασιά και γενναιοδωρία, ήταν αλλόκοσμη εμπειρία: η Σμιθ έδινε τις σωστότερες πάσες, έλεγχε τον χώρο, στεκόταν με φορτωμένες τις αναμνήσεις και καραδοκούσε με οξυμένες διαθέσεις, με κατακτημένη εμπιστοσύνη στη δύναμη αυτού του ευέλικτου προσώπου. Ναι, υπήρχαν στιγμές που έδειχνε κάτι με τα μάτια, όχι συγκεκριμένο ή ορατό, ίσως μια πιθανότητα, μια επιλογή ή τη μοίρα της Μάντλιν Πάλμερ, έστω και για εκείνη τη βραδιά στο Λονδίνο. Αν και ακίνητη, κάτι της συνέβαινε, πάντα.
Θα μας λείψει τρομερά.