Η Έλενα, που μένει στη Γαλλία, επιστρέφει στη Λέσβo μετά τον θάνατο της μητέρας της, με την οποία δεν διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις.
Σκοπός της είναι να πουλήσει το υπέροχο σπίτι της που βρίσκεται σε ένα παραδεισένιο περιβάλλον. Μαζί της έχει πάρει και δυο φίλους, τον αλγερινής καταγωγής Νεσίμ και τον Σενεγαλέζο Σεκού.
Οι μνήμες, η ρήξη της με το παρελθόν της, η μητρική γλώσσα που αρνείται να μιλήσει και η γνωριμία της με τον Ελιάς, έναν Σύρο πρόσφυγα, θα οδηγήσουν σε αναπάντεχες εξελίξεις.
Όλα αυτά συμβαίνουν στην ταινία «Meltem» (Μελτέμ) που έκανε πρεμιέρα στο 20ό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας.
Ο σκηνοθέτης της Βασίλης Δογάνης, Έλληνας του Παρισιού, όπου βρέθηκε με τη μητέρα και τα αδέλφια του από παιδί, έχει καταφέρει να βάλει μέσα σε αυτήν όλη του την αγάπη για τις δύο πατρίδες του αλλά και όλα όσα τον συνδέουν με τους φίλους του, μετανάστες δεύτερης γενιάς, με τους οποίους μεγάλωσε στα εργατικά προάστια της γαλλικής πρωτεύουσας.
Έκτοτε έχει προσθέσει μία ακόμα «πατρίδα» στη ζωή του, την Ιαπωνία, έχοντας ζήσει ένα διάστημα τριών ετών στο Τόκιο, εκεί που άλλωστε ξεκίνησε την κινηματογραφική του δραστηριότητα.
Μέχρι τώρα έχει υπογράψει δύο ταινίες μικρού μήκους γυρισμένες στη Γαλλία, δύο ντοκιμαντέρ γυρισμένα στην Ιαπωνία και έχει πρωταγωνιστήσει ως ηθοποιός στην ταινία «A Blast» του Σύλλα Τζουμέρκα. Το «Meltem» είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.
Όταν πήγα στη Μυτιλήνη να κάνω την έρευνα, τα πρώτα άτομα με τα οποία μίλησα μου είπαν ότι ο μισός πληθυσμός του νησιού έχει μικρασιατικές ρίζες. Γι' αυτό, άλλωστε, αγκάλιασαν τους πρόσφυγες με έναν τρόπο μοναδικό σε σχέση με ό,τι έγινε σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά και αλλού στον κόσμο.
— Μεγάλωσες σε υποβαθμισμένη περιοχή του Παρισιού;
Ζούσαμε στην Boulogne, ένα κομμάτι της οποίας κατοικείται κυρίως από τη μεσαία τάξη και πάνω, αλλά έχει και μια πολύ λαϊκή συνοικία στο Pont de Sèvres.
Μεγάλωσα κάπου προς τα κει, σε μια ενδιάμεση περιοχή, αλλά σχολείο, εξωσχολικές δραστηριότητες κ.λπ. έκανα πάντα με παιδιά από τις εργατικές κατοικίες, είχα μια οικειότητα μαζί τους.
— Έτσι, έμαθες να ταυτίζεσαι με τους Άραβες;
Επειδή με περνούσαν για Άραβα, ήταν πιο εύκολες οι σχέσεις μου μαζί τους. Αλλά είχα φίλους και γνωριμίες και από πιο υψηλά στρώματα.
Βέβαια, καθώς με έβλεπαν σαν Άραβα και είχα πολύ συχνά ελέγχους ταυτότητας από την αστυνομία, η ταύτιση γινόταν και λόγω αντίδρασης.
— Φαντάζομαι ότι αυτή ήταν η δική σου πολιτικοκοινωνική συνειδητοποίηση...
... απέναντι στους αδύναμους και τις μειονότητες. Με ανθρώπους που γνώριζαν επίσης τι σημαίνει να έχεις πολλές ταυτότητες ταυτόχρονα, χωρίς να αποκλείει η μία την άλλη. Αυτό, δυστυχώς, προβληματίζει κάθε κοινωνία.
— Ενδιαφερόσουν για τον κινηματογράφο από παιδί;
Όχι, για τη λογοτεχνία έτρεφα αγάπη από τα 12, λόγω του πατριού μου που ήταν πανεπιστημιακός και είχε πολύ θετική επίδραση πάνω μου σε μια ηλικία που είχα αρχίσει να παρασύρομαι λιγάκι από τις κακές παρέες.
Άργησα λιγάκι να ανακαλύψω τον κινηματογράφο, δεν ήμουν από τα παιδιά που ξέρουν από νωρίς τι θέλουν.
Το ενδιαφέρον μου για το σινεμά άρχισε γύρω στα 18, ως σινεφίλ, και συνδυάστηκε με το ενδιαφέρον μου για την Ιαπωνία.
Έτυχε να παρακολουθήσω μια σειρά από αφιερώματα στον γιαπωνέζικο κινηματογράφο που γινόντουσαν στο Παρίσι και μεγάλωσε όταν βρέθηκα με υποτροφία στην Ιαπωνία, όπου έζησα τρία χρόνια. Ήταν και ένας από τους λόγους που θέλησα να πάω εκεί στο πλαίσιο των σπουδών μου.
Έτσι, μελέτησα τον κινηματογράφο του Όζου και έκανα διατριβή σχετικά με τη σιωπή στις ταινίες του, η οποία κυκλοφόρησε ως βιβλίο.
Παράλληλα, ξεκίνησε και η πρακτική πλευρά της σχέσης μου με τον κινηματογράφο, γιατί είχα πάρει μια κάμερα και άρχισα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ τελείως αυτοδίδακτα, με όλα τα λάθη και τις ελλείψεις που μπορεί κανένας να φανταστεί...
— Για μια ομάδα ράπερ του Τόκιο.
Ναι, ήταν μια ομάδα ράπερ που ζούσαν σε κάτι δημόσια λουτρά. Ο συνδυασμός της παράδοσης και του πιο σύγχρονου κομματιού της Ιαπωνίας ήταν πολύ αστείος.
Έδειξα το υλικό μου στον σκηνοθέτη Ζαν-Πιερ Λιμοζάν που ετοίμαζε μια ταινία για τη γιαπωνέζικη μαφία και πήρε εκείνους για να κάνουν το σάουντρακ της ταινίας κι εμένα ως βοηθό του. Αυτή ήταν και η κινηματογραφική μου σχολή.
— Έμεινες τρία χρόνια στην Ιαπωνία.
Είχα την υποχρέωση να μείνω 1,5 χρόνο και τελικά έμεινα 3. Αυτό που συνέβη με την Ελλάδα, με την οποία έχω αυτή την πολύ στενή σχέση και δεν υπάρχει περίπτωση να μην έρθω μια-δυο φορές τον χρόνο, έγινε και με την Ιαπωνία, όπου έχω πολύ δυνατές φιλίες. Μια οικογένεια σχεδόν με υιοθέτησε.
— Αγαπούν τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου οι Ιάπωνες.
Τον γνώρισα εκεί, σε μια εκδήλωση!
— Πρέπει να σου ομολογήσω ότι περίμενα πως η ταινία σου θα είχε στοιχεία weird wave, αλλά είδα κάτι εντελώς διαφορετικό.
Γνωρίζω πολύ καλά τη φόρμα και το στυλ της ελληνικής κινηματογραφίας, αλλά μου αρέσει η πιο κλασική φόρμα. Με ενδιέφερε να μην πρέπει να είμαι ακραίος στη φόρμα για να μιλήσω για ακραίες καταστάσεις.
Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει και με την επίδραση της Ιαπωνίας, αναζητώ κάτι πιο μινιμαλιστικό, πιο ήρεμο. Εμένα αυτό με εμπνέει.
— Αυτός πρέπει να ήταν ένας από τους λόγους που επέλεξες τη Λέσβο για να τη γυρίσεις.
Η πρόθεσή μου ήταν να μη μείνω στα στερεότυπα ή στην Αθήνα της βίας αλλά αυτή η ιστορία και οι χαρακτήρες της να ενταχθούν όσο πιο φυσικά γινόταν στο πλαίσιο του νησιού.
Το ότι ήταν νησί ήταν πολύ σημαντικό για μένα, γιατί δημιούργησε μια ενότητα χρόνου και χώρου στην οποία οι χαρακτήρες κατά κάποιον τρόπο εγκλωβίστηκαν.
Σαν μια αναπαράσταση του κόσμου ολόκληρου σε μικρότερη κλίμακα, γιατί εκείνη τη στιγμή, μέσω της οικονομικής ή της προσφυγικής κρίσης αλλά και όλης της κατάστασης, νομίζω ότι μπορούσαμε να μιλήσουμε για κάτι παγκόσμιο.
Έτσι προσπάθησα να χρησιμοποιήσω τα δεδομένα του νησιού, τα τοπία, τα χαρακτηριστικά του, τα ιστορικά στρώματα της ταυτότητας της Μυτιλήνης.
— Εννοείς τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιξε το '22.
Ακριβώς. Ήθελα όλα αυτά να ενταχθούν στην ταινία ώστε να υπάρχει μια συνοχή στα προβλήματα των πρωταγωνιστών, που επίσης σχετίζονται με μεταναστευτικές ιστορίες και παραδόσεις, και να δείξω πώς συνδέονται τα πιο παλιά και τα πιο σύγχρονα στοιχεία του νησιού με αυτά τα πρόσωπα.
— Επανέρχεται συνεχώς η παράλληλη ιστορία παρελθόντος και παρόντος.
Και ενός ξεριζωμού που συνεχίστηκε ακόμα περισσότερα, καθώς πολλοί έφυγαν στην Ευρώπη και στην Αμερική. Το 1/3 του συνεργείου είχε μικρασιατικές ρίζες.
Π.χ. η Δάφνη Πατακιά, που πρωταγωνιστεί, έχει και η ίδια και η οικογένειά της καταγωγή από τη Σμύρνη. Είναι κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας και σίγουρα προκαλεί συνειρμούς σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση κι αυτό ήρθε εντελώς αβίαστα.
Όταν πήγα στη Μυτιλήνη να κάνω την έρευνα, τα πρώτα άτομα με τα οποία μίλησα μου είπαν ότι ο μισός πληθυσμός του νησιού έχει μικρασιατικές ρίζες. Θυμάμαι μια γυναίκα να μου λέει ότι όταν έφτασαν οι πρώτοι πρόσφυγες ήταν σαν να έβλεπε να έρχονται οι πρόγονοί της.
Γι' αυτό, άλλωστε, τους αγκάλιασαν με έναν τρόπο μοναδικό σε σχέση με ό,τι έγινε σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά και αλλού στον κόσμο. Αυτό ήταν ένα στοιχείο που με συγκίνησε πάρα πολύ και που πίστευα ότι έπρεπε να ενταχθεί στην ταινία.
Εκεί γίνεται, για μένα, η ταύτιση της Έλενας με τον Σύριο πρόσφυγα, δηλαδή με την ιστορία της μάνας της που έχει πεθάνει και του πρόσφυγα που έχει χάσει τη δική του γιατί απλώς την έχουν πάει σε κάποιον άλλο καταυλισμό και την ψάχνει.
Έτσι, η Έλενα, βοηθώντας τον κάπως, επανασυνδέεται με τη δική της ή, έστω, συμφιλιώνεται με τη μνήμη της.
— Ο Εγγλέζος που βάζεις να συναντούν οι ήρωές σου και κάνει bird watching λέει ότι το νησί είναι κόμβος μετακίνησης πουλιών από την Αφρική προς την Ευρώπη.
Ναι, έχει λιμνοθάλασσες. Δεν το περίμενα ότι στο νησί των μεταναστών θα έβρισκα το νησί των αποδημητικών πουλιών.
Για μένα ήταν η ειρωνεία της όλης κατάστασης να βλέπουν οι μετανάστες τις μετακινήσεις των πουλιών και οι ίδιοι να είναι εγκλωβισμένοι στο νησί.
— Οι χαρακτήρες σου περιφέρονται λίγο σαν εκείνους στο «Μίσος» του Κασοβίτς.
Οι Γάλλοι θεατές που βλέπουν την ταινία έχουν επίσης υπ' όψιν τους και το '98, όταν η Γαλλία κέρδισε το Μουντιάλ με μια ομάδα που αποτελούνταν από παιδιά μεταναστών.
Δεν ήταν στις προθέσεις μου να έχω συμβολικά πρόσωπα, τον Άραβα, τον μαύρο, τη λευκή, αλλά κατανοώ ότι μπορεί κανείς να βλέπει μια σχέση με το «Μίσος».
— Αναπόφευκτα πηγαίνει το μυαλό σου στο «Μίσος» πάντως.
Οπωσδήποτε είναι μια θρυλική ταινία. Προσωπικά, καθώς πάντα με ενδιέφεραν κοινωνικά θέματα που συνδέονται με τη μετανάστευση και τα προάστια, δεν περίμενα να δω μια ταινία για να μάθω ποια είναι και να τα βιώσω.
Καταλαβαίνω ότι αυτό ισχύει για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτά.
— Έβαλες μια σκηνή με Έλληνες που συζητάνε αν είναι ή όχι Γάλλοι οι δύο άντρες.
Ναι, παίζω λίγο με αυτό το στερεότυπο, αλλά μη νομίζεις ότι οι Γάλλοι είναι πιο εξοικειωμένοι με το θέμα, κι ας έχουν περάσει πολλά χρόνια που ζουν ανάμεσά τους.
Δεν είναι τόσο αυτονόητο ότι θεωρούν Γάλλους τους ξένης καταγωγής συμπολίτες τους, ενώ θα έπρεπε.
— Μα, και οι ίδιοι δεν αποφασίζουν τι είναι. Μια δηλώνουν περήφανοι Γάλλοι, μια κάτι άλλο.
Δεν έχουν την ίδια σχέση με τις ρίζες τους. Ο Γαλλο-αλγερινός Νασίμ, επειδή δεν ξέρει τη χώρα του, την Αλγερία, την εξιδανικεύει κάπως –αποτελεί μια φαντασίωση γι' αυτόν–, ενώ ο Γαλλοσεναγαλέζος έχει μια πιο ισορροπημένη σχέση με τη δική του.
— Και τότε βλέπουμε τον Αλγερινό να αντιμετωπίζει με ρατσισμό τον Σύριο πρόσφυγα.
Μα, ναι, δεν σημαίνει ότι επειδή εσύ έχεις πέσει θύμα ρατσισμού δεν θα γίνεις ρατσιστής. Αυτό ήθελα να δείξω, ότι αυτά τα παιδιά, που έχουν βιώσει πολύ δύσκολες καταστάσεις στη Γαλλία, όταν βρεθούν σε προνομιακή θέση, γίνονται επίσης θύτες.
Ανάλογα με το πού βρίσκεσαι και ανάλογα με το πλαίσιο, μπορεί, τελικά, τα κοινωνικά στρώματα να είναι δευτερεύοντα ή, τουλάχιστον, να αντιστρέφονται οι ρόλοι.
— Ο Σύριος είναι ανώτερος ταξικά από τον Αλγερινό στην ταινία. Αλλά να που η ζωή σου έρχεται τούμπα και χάνεις όλα σου τα κεκτημένα.
Ακριβώς αυτό ήθελα να δείξω, πόσο εύθραυστη και ευάλωτη είναι η κατάσταση καθενός. Αρκεί να γίνει μια ανατροπή εκεί που δεν το περιμένεις.
— Είναι σπαρακτική η σκηνή με τη μουσουλμανική κηδεία.
Ήταν πολλή φορτισμένη. Ακόμα και η ηθοποιός που έκανε μια μάνα που έχασε το παιδί της λιποθύμησε στα γυρίσματα.
— Συνδέθηκες με τη μουσουλμανική προσφυγική κοινότητα της Λέσβου;
Πήγα μόνος στο νησί, όσο έγραφα το σενάριο, και είχα φίλους που δούλευαν σε ΜΚΟ. Συνάντησα κόσμο, τους συμβουλεύτηκα, πήγα στους προσφυγικούς καταυλισμούς σε Μόρια και Καρά Τεπέ.
Όταν πήγαμε για την προετοιμασία των γυρισμάτων, τα διαφημίσαμε ώστε να συμμετάσχουν όσοι ήθελαν.
Χαίρονταν σαν παιδιά, νομίζω και επειδή μπορούσαν να κάτι άλλο εκτός αντικείμενο των τηλεοπτικών ειδήσεων. Ξαφνικά, είχαν μια στάση πιο δημιουργική, τους χαρίζαμε αυτήν τη δυνατότητα που τους άρεσε πάρα πολύ, ενώ έβγαλαν και κάποια χρήματα.
— Η τοπική κοινωνία πώς αντιδρά; Νιώθουν ότι έχουν δεχτεί το μεγαλύτερο βάρος του προσφυγικού απ' οποιονδήποτε άλλο τόπο;
Αντικειμενικά, νομίζω πως έχουν δεχτεί το μεγαλύτερο βάρος από άλλα νησιά και περιοχές της Ελλάδας, αλλά το έχουν κάνει με τεράστια αξιοπρέπεια. Με τα οικονομικά μέσα που είχαν εν μέσω κρίσης ήταν πολύ σωστοί στην αντιμετώπισή τους.
Αλλά έχουν βαρεθεί να συνδέεται το νησί με τους πρόσφυγες και τα γνωστά προβλήματα. Θέλουν να γυρίσουν σελίδα και να ξαναβρούν μια καθημερινότητα πιο απλή.
Μου έκανε εντύπωση πόσο σωστά αντιμετώπισαν αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, ειδικά αν συγκρίνω τη συμπεριφορά τους με των Γάλλων σε ανάλογες καταστάσεις, τη στιγμή που οι αριθμοί είναι ασύγκριτα μικρότεροι σε σχέση με την Ελλάδα.
— Η απόρριψη της μάνας και της γλώσσας από την Έλενα συμβολίζει κάτι δικό σου; Ίσως ένα τραύμα σε σχέση με την Ελλάδα που πάντα έδιωχνε τα παιδιά της;
Νομίζω ότι δεν έχει να κάνει με το αν σε έδιωξε ή όχι μια χώρα αλλά με το πώς ξαναφτιάχνεις τη ζωή σου αλλού. Το βάρος που κουβαλάει κανείς δεν σχετίζεται υποχρεωτικά με τη συμπεριφορά κάποιας χώρας. Εμένα δεν με έδιωξε η Ελλάδα.
Σίγουρα έχει μια συμβολική διάσταση. Για μένα ο τρόπος που λειτουργεί το πένθος στην ταινία είναι πολύ κοντά στο πώς δημιουργείς την ταυτότητά σου, ειδικά όταν αυτή είναι πολύπλοκη.
Με τον ίδιο τρόπο που αγκαλιάζεις τα φαντάσματά σου για να μη σε στοιχειώνουν πρέπει να συμφιλιωθείς με τις διάφορες πτυχές της ταυτότητάς σου.
Γι' αυτό και ο καβγάς της ηρωίδας με τη μητέρα έχει κατά κάποιον τρόπο δημιουργήσει αυτό το γλωσσικό εμπόδιο. Από τη στιγμή που κάπως συμφιλιώνεται με τη μνήμη της μάνας της, ξαναβρίσκει τη μητρική της γλώσσα.
Αυτά τα στοιχεία είναι πολύ συνδεδεμένα με τον χαρακτήρα της, αλλά σε πιο συλλογικό επίπεδο ‒ έτσι λειτουργούν τα πράγματα.
Ήθελα να δείξω αυτόν τον περίεργο τρόπο λειτουργίας της γλώσσας, της ταυτότητας και των προσωπικών και συλλογικών αναφορών. Η σχέση με τη γλώσσα είναι κάτι πολύ περίεργο.
Εμένα μου συνέβη το αντίστροφο: όταν ήμουν παιδί, στο νηπιαγωγείο, δεν μιλούσα τα γαλλικά, ενώ τα είχα αφομοιώσει. Κάποια στιγμή κάτι έγινε και κάπως ξεκλείδωσα. Ήθελα να βάλω στην ταινία κάτι από εκείνη την εμπειρία.
— Κι αυτό η πρωταγωνίστριά σου Δάφνη Πατακιά το μεταφέρει με πολλή συγκίνηση.
Η Δάφνη είναι ένα χαρούμενο πλάσμα που έχει μεγαλώσει στο Βέλγιο. Έπαιξε ένα διάστημα στο Εθνικό Θέατρο. Συμμετείχε και στο «Ξύπνημα της άνοιξης» του Γιάνναρη.
Επειδή ήταν ειλικρινής, είχε την εντιμότητα να μου πει ότι δεν πίστευε πως θα τα καταφέρει, ότι δεν της ήταν εύκολο να κλάψει. Μιλούσαμε μια φορά σε ένα καφέ στο Παρίσι για τον χαρακτήρα και την έπιασαν τα κλάματα.
Ήθελα να καταλάβει ότι δεν κυνηγούσαμε τα δάκρυα αλλά ούτε και τα φοβόμασταν. Τελικά, όλα πήγαν καλά.
Info
Η ταινία «Meltem» του Βασίλη Δογάνη αναμένεται να λάβει διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες τους προσεχείς μήνες.
σχόλια