Όλα τα παραμύθια, ακόμα και εκείνα που προορίζονται αποκλειστικά για μικρά παιδιά, ενέχουν κάτι βρώμικο σε κάποια από τις πολλαπλές τους αναγνώσεις. Το Dust είναι ένα «πειραγμένο» κινηματογραφικό παραμύθι για μεγάλα παιδιά. Μια μικρή ιστορία ενηλικίωσης, τόσο σκληρή όσο και η ίδια η μετάβαση από τον κόσμο της αθωότητας στην πραγματική ζωή. Με αισθητική που θα μπορούσε να το εντάξει σαφώς στο weird ελληνικό κύμα των ταινιών για τις οποίες έχει γίνει τόσος πολύς λόγος το τελευταίο διάστημα.
Ο σκηνοθέτης Θανάσης Τσιμπίνης και ο παραγωγός Γιώργος Χορέβας, δύο νέα παιδιά με εμπειρία στο χώρο της διαφήμισης, επιχειρούν το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο με την ταινία μικρού μήκους Dust, που θα προβληθεί στο διαγωνιστικό τμήμα ελληνικών ταινιών Μικρού Μήκους στις Νύχτες Πρεμιέρας, την Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου στις 18:00 στο Odeon Όπερα (Ακαδημίας 57, 210 3622683). Πήγα μια σαββατιάτικη βόλτα μαζί τους και θέλω κι άλλη.
Πώς προέκυψε η ιδέα του Dust;
Θ.Τ.: Είχα δει παλιότερα ένα πειραματικό video art με μία κοπέλα που τρέχει σε ένα δάσος και μου άρεσε εικαστικά. Είχα στο μυαλό μου διάσπαρτες εικόνες οι οποίες άρχισαν σταδιακά να μπαίνουν σε μία σειρά και να πλάθεται μια ιστορία. Ήθελα να φτιάξω ένα παραμύθι, ξεκίνησα να σκέφτομαι ότι η ηρωίδα του θα είναι μια ευάλωτη κοπέλα, που τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο ευάλωτη. Έπειτα ήθελα να προσθέσω στοιχεία παγανισμού που μου ταίριαζαν στην ατμόσφαιρα και η ιδέα πήρε μορφή. Πρόσθεσα άλλον ένα χαρακτήρα που έρχεται σε σύγκρουση με την ηρωίδα. Κατέληξα στο να είναι η μητέρα της, τις έκλεισα σε ένα δωμάτιο για να εξηγήσω γιατί πρέπει να συγκρουστούν και γιατί πρέπει να επαναστατήσει. Τελικά, όταν ασχολούμαι με κάτι, μετά από καιρό καταλαβαίνω γιατί το έκανα, όταν ολοκληρωθεί, αντιλαμβάνομαι πλήρως τα στάδια της δημιουργίας του. Ίσως βρισκόμουν και σε περίεργη ψυχολογική κατάσταση, είχα μόλις μετακομίσει στην Αθήνα, ήμουν πιεσμένος για το αν ήταν σωστή απόφαση, μάλλον είχα κάποια δική μου εσωτερική σύγκρουση.
Πώς καταλήξατε στην επιλογή της Michele Valley?
Γ.Χ.: Η ταινία πήρε το χρόνο της για να ωριμάσει στο μυαλό του Θανάση. Προϋπήρχε ως ιδέα πολύ καιρό, είχε σκεφτεί το καστ και προέκυπταν διάφορες ατυχίες, κάθε φορά που έμπαινε σε διαδικασία υλοποίησης. Καθυστέρησε αρκετά. Από πολύ νωρίς είχε στο μυαλό του τη Michele και τη Νάνσυ (Μπούκλη).
Θ.Τ.: Αρχικά είχα επαφές με ανθρώπους λιγότερο έμπειρους και το πρότζεκτ έμενε σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Μπορώ να πω ότι ήμουν λίγο αφελής για το πόσο δύσκολη θα ήταν η υλοποίηση της ταινίας, σε σχέση με το μπάτζετ και με τα στάδια δημιουργία της. Συνέβησαν διάφορες αναποδιές, πάντα χανόταν η ευκαιρία να βρούμε το σωστό σπίτι, που έχει κι αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο. Τελικά ήρθα σε επαφή με τον Γιώργο, του έδειξα τη δουλειά μου, είχα ετοιμάσει τα storyboards και τα props, του ήρθε η ιδέα για τον χώρο. Είναι ένα υπέροχο σπίτι στο Κουκάκι, όπου έμενε παλιότερα ο Ευθύμης Φιλίππου.
Αισθητικά πιστεύετε ότι η ταινία έχει χαρακτηριστικά από το χώρο της διαφήμισης;
Γ.Χ.: Έχει σίγουρα την εμπειρία της διαφήμισης. Ο κινηματογράφος και η διαφήμιση συνδέονται, αλλά είναι κόσμοι αντίθετοι μεταξύ τους, αναφορικά με την ιδεολογία περισσότερο, γιατί τεχνικά έχουν πολλές ομοιότητες.
Θ.Τ.: Εγώ λατρεύω το vimeo, βλέπω πολύ περισσότερες ταινίες εκεί από οπουδήποτε αλλού. Ο κόσμος του vimeo έχει πλάσει σταδιακά τη δική του αισθητική, ειδικά οι ταινίες των σκανδιναβικών χωρών. Μπορείς πια να χαρακτηρίσεις μια ταινία ως «ταινία vimeo», διαθέτουν αναγνωρίσιμη χρωματική παλέτα και ατμόσφαιρα. Το Dust δεν είναι κινηματογραφική ταινία με τον ακαδημαϊκό όρο. Μία από τις βασικές μου αναφορές ήταν η ταινία Syndromes του Kristoffer Borgli, που έχει παρόμοια δομή.
Μελλοντικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πρότζεκτ μεγάλου μήκους;
Θ.Τ.: Δεν το έχω σκεφτεί. Έχω άλλες σχετικές ιδέες. Τη συγκεκριμένη νομίζω δεν θα την εξέλισσα γιατί είναι αρκετά εικαστική, στηρίζεται πολύ στην εικόνα.
Γ.Χ.: Μπαίνεις σε άλλα μονοπάτια. Πρέπει να αρχίσεις να αναλύεις περισσότερο τους χαρακτήρες, τι έχει συμβεί, στη μικρού μήκους είσαι πιο περιεκτικός, πιο συμπυκνωμένος και στη δομή και στην ανάλυση των χαρακτήρων. Η Michele και η Νάνσυ πιστεύω ότι κατάφεραν μέσα στα λίγα λεπτά της διάρκειας να βγάλουν μέσα από τις εκφράσεις και το στήσιμό τους, ό,τι έχουν στο μυαλό τους οι χαρακτήρες. Είναι στη φαντασία του θεατή να ορίσει το παρελθόν, να το πάει εκεί που θέλει, χωρίς να χρειαστεί να το αναλύσει περαιτέρω. Βλέπουμε το αποτέλεσμα και μπορούμε να φανταστούμε τι έχει προηγηθεί.
Μιλήστε μου λίγο για τη μουσική της ταινίας. Είναι πολύ βασικό της στοιχείο.
Θ.Τ.: Ψάχνοντας μουσικές λίγες μέρες πριν το γύρισμα, έπεσα πάνω στο εξώφυλλο του άλμπουμ των Swans. Μια αρσενική αλεπού στο σκοτάδι. Σκέφτηκα: «Αυτούς γιατί δεν τους ακούω;». Αμέσως μου ταίριαξε. Στην πρόβα, την επόμενη μέρα, κατάλαβα ότι είχα βρει τη μουσική μου. Θεωρώ ότι τα 4 κομμάτια που χρησιμοποιήθηκαν δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα αντίθεση: Η εικόνα, παρά τα γκροτέσκ στοιχεία, είναι αρκετά girly, οπότε η μουσική την κάνει να φαίνεται πιο «ξεπλυμένη», της δίνει μια βρωμιά.
Πείτε μου για το νέο weird ελληνικό κύμα δημιουργών. (σ.σ. η συνέντευξη έγινε λίγες ώρες πριν από τον θρίαμβο του Αλέξανδρου Αβρανά για το Miss Violence, στο Φεστιβάλ Βενετίας.) Νομίζω ότι (πέρα την επιλογή της Michele Valley που δυνητικά παραπέμπει στον Κυνόδοντα) και η δική σας ταινία ανήκει κατά κάποιο τρόπο στο ίδιο κύμα.
Θ.T.: Δεν σκέφτηκα ότι η αφού η οπτική μου μοιάζει με τον Κυνόδοντα, θέλω τη Michele. Δεν φανταζόμουν καν ότι μπορώ να την έχω! Νομίζω ότι η ίδια η αισθητική της ταινίας είναι περισσότερο συγκρίσιμη, παρά η κοινή πρωταγωνίστρια. Αναφορικά με το weird, η ταινία θα μπορούσε να εντάσσεται σε αυτό. Λατρεύω τον Κυνόδοντα, πώς θα μπορούσα να μην έχω επηρεαστεί; Σίγουρα η ομογενοποίηση αυτών των ταινιών σε ένα ενιαίο σύνολο είναι ευνοϊκή για εμάς, είμαστε μέρη αυτού του συνόλου, ο ένας δίνει πάσα στον άλλο, το κοινό «εκπαιδεύεται», ο Κυνόδοντας πήρε όλη την αρνητική αντίδραση από όσους δεν τον «κατάλαβαν». Το ελληνικό σινεμά είναι δυστυχώς από τα ελάχιστα ελπιδοφόρα προϊόντα μας, είναι κρίμα ενώ οι ξένοι μας αποδέχονται και μας θέλουν, εμείς οι ίδιοι να είμαστε αρνητικοί.
Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του κύματος -και της δικής σου ταινίας- είναι ότι συχνά υπάρχει μια ανωμαλία στο πλαίσιο της οικογένειας. Πιστεύετε ότι αυτό αντικατοπτρίζει την ελληνική κοινωνία;
Θ.Τ.: Ο ρόλος της οικογένειας είναι πολύ ισχυρός στην Ελλάδα. Υπάρχει βαθιά υποστήριξη, σε σχέση με το εξωτερικό, η οποία εξελίσσεται συχνά σε καταπίεση, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις. Η μητέρα μου αναρωτιόταν αν η ταινία είναι γι'αυτή. Οι τυπικές ανασφάλειες της Ελληνίδας μάνας. Είμαι πολύ καλά με την οικογένειά μου, δεν είχα κάποιο σχετικό βίωμα που ήθελα να εξωτερικεύσω. Η ταινία θα μπορούσε να περιγράφει οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση, έχει να κάνει με τη σύγκρουση δύο κόσμων. Η σχέση μάνας-κόρης είναι απλά πολύ δυνατή και εύκολα μπορεί κάποιος να ταυτιστεί.
Αγαπημένοι σας σκηνοθέτες;
Θ.Τ.: Μου αρέσει πολύ ο Αρονόφσκι. Οι αγαπημένες μου ταινίες είναι από διάφορους σκηνοθέτες, οπότε δεν μπορώ να το γενικεύσω. Π.χ. αγαπώ Το Μωρό της Ρόζμαρι, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ο Πολάνσκι είναι ο αγαπημένος μου. Ή ο Ταραντίνο, ο Αλμοδόβαρ, ο Τιμ Μπάρτον.
Γ.Τ.: Εγώ λατρεύω το δίδυμο Dominique Abel and Fiona Gordon που σκηνοθετούν και πρωταγωνιστούν μαζί (La Fée, Rumba). Οι ιστορίες τους έχουν δράμα αλλά τις παρακολουθείς με χαμόγελο.
=====
Dust
Written, directed, edited by Thanasis Tsimpinis
Music by Swans - «The Seer»
Starring: Nancy Boukli, Michele Valley, Thanos Tsakalidis
Produced by George Chorevas, Despoina Sifniadou, FeelMe Productions
Director of photography: Konstantinos Koukoulios
Art director: Christine Athina Vlachos
Costume designer: Sandra Sotiriou
Hair, make up artist: Dimitris Sarantou
Sound designer: Daphne Farazi
Assistant art director: Nefeli Livieratou
First assistant camera: Stamatis Kouros
Gaffer: Yorgos Satolias
Production assistant: Gioule Kolovou
Graphic designer: Niadoka
Vfx compositor: George Kollidas
Graphic illustrator: Konstantinos Frangoulis
Digital master dcs: George Paidas