Έναν νεαρό Άλμπερτ Φίνεϊ, καλλιεργημένο και παρορμητικό, περιπετειώδη αλλά και λιγότερο brutal από τους τυπικούς ήρωες δράσης, είδε στο πρόσωπο του Πολ Μέσκαλ ο Ρίντλεϊ Σκοτ όταν έκανε κάστινγκ για το σίκουελ του «Μονομάχου», περίπου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον εισπρακτικό και οσκαρικό θρίαμβο που έφερε ξανά στο προσκήνιο τα σανδαλοχίτωνα έπη ενός μακρινού παρελθόντος. Η ειρωνεία είναι πως, ενώ στο πρώτο μέρος τα προηγμένα για την εποχή εφέ βοήθησαν στην αναπαράσταση της περιόδου, το Κολοσσαίο του δεύτερου κεφαλαίου είναι, εν μέσω μιας ψηφιοποιημένης κανονικότητας, εντελώς φυσικό σκηνικό, χτισμένο έτσι ώστε να τηρεί το μέγεθος και τις αναλογίες του αυθεντικού – ο Σκοτ ανέκαθεν αυθαδίαζε έναντι του συρμού, κάνοντας το δικό του, ακροβατώντας σε πανάκριβες κλίμακες.
Ο «Μονομάχος ΙΙ» δεν είναι μια συνειδητή απόπειρα να αναστήσει το είδος που ούτως ή άλλως ανακαίνισε εκ βάθρων, έχοντας παντρέψει το Χόλιγουντ με την Τσινετσιτά με τους δικούς του όρους, αλλά μια επαγγελματική ενορχήστρωση των επιμέρους στοιχείων για να ξαναπιάσει το νήμα μιας ιστορίας που προφανώς του άρεσε και σίγουρα λειτούργησε σε πολλούς τομείς.
Κι ενώ οι άνεμοι δεν είναι ούριοι για μια περιπέτεια κόστους 300 εκατομμυρίων δολαρίων, ειδικά μετά το χαοτικό φιάσκο του «Ναπολέοντα», ο Βρετανός δημιουργός δεν ταράχτηκε και έδρασε αποτελεσματικά, με μια θηριώδη παραβολή για τη διαφθορά και κυρίως με ένα έπος δράσης και χαρακτήρων που κυλά θεαματικά, ουσιαστικά, υπερβολικά, συγκινητικά, χορταστικά και εμφατικά, όπως όλοι οι υποψήφιοι θεατές αναμένουν εδώ και πολύ καιρό.
Ο Σκοτ έχει την εμπειρία και την εξυπνάδα να κρατά τη δεύτερη ανάγνωση για όσους θέλουν να τη διακρίνουν ανάμεσα στις γραμμές, προτείνοντας το θέαμα σε μια ταινία που άλλωστε αυτό έχει ως κράχτη και κρίσιμο συμπλέκτη του γιγαντιαίου κινητήρα του.
Ο Άννωνας πρωταγωνιστεί σε μια κλασική ιστορία τραγικής ειρωνείας, αφού στην πραγματικότητα είναι ο Λεύκιος, ο γιος του Μάξιμου και της Λουκίλας, που νομίζει πως, παιδί ακόμα, εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα του και φυγαδεύτηκε μετά τον βίαιο θάνατο του πατέρα του για να καταλήξει στη Νουμιδία, όπου σε μια μάχη με τους Ρωμαίους χάνει την αγαπημένη του σύζυγο από το θανατηφόρο βέλος του στρατηγού Ακάκιου (Πασκάλ), ήρωα του λαού και τωρινού συντρόφου της Λουκίλας (Νίλσεν).
Σκλαβωμένος πλέον, ορκίζεται εκδίκηση και βρίσκει το κατάλληλο έδαφος όταν ο μεγιστάνας Μακρίνος, ένας ντίλερ μεσάζων που έχει διασυνδέσεις με την εξουσία και στην ιδιοκτησία του μελλοθάνατους παλαιστές, βλέπει πτυχές του εαυτού του στον Άννωνα/Λεύκιο και παρακολουθεί με τρομερό ενδιαφέρον, αλλά και ιδιοτέλεια, τις συναπτές, καθοριστικές νίκες του στην αρένα. Ίσως γίνει ο διάδοχος του Μάξιμου, και ο τρόπος που τοποθετείται στο τερέν, πετώντας το χώμα στον αέρα πριν επιτεθεί, θυμίζει αμέσως και στη Λουκίλα από ποιον έχει πάρει ο γεμάτος αυταπάρνηση νεαρός που ξεσηκώνει τα αποκτηνωμένα πλήθη – «μακάρι να μην είχες κληρονομήσει τη δύναμη του πατέρα σου, αλλιώς θα είχες φύγει και γλιτώσει από όλο αυτό», του λέει μονίμως βουρκωμένη, όταν τον επισκέπτεται στο κελί του.
Στο φόντο των αιματηρών ντέρμπι κυριαρχεί μια αυτοκρατορία σε κάθετη πτώση, έρμαιο στα χέρια του τρελαμένου από τη σύφιλη Καρακάλλα και του ιστορικά ασήμαντου δίδυμου αδελφού του. Η επωδός του δεύτερου «Μονομάχου» είναι το όνειρο της παλιννόστησης, προοπτική που δίνει έμπνευση στους καταφρονεμένους και τους ρομαντικούς, και σοβαρή αυταπάτη για τους πραγματιστές και τους κυνικούς.
Το αμερικανικό σινεμά πάντα προτιμούσε περισσότερο τον ρωμαϊκό μαξιμαλισμό έναντι της αρχαιοελληνικής ιστορίας· είναι πολλαπλασιασμένος και μεγαλεπήβολος, φιλοχρήματος και συβαριτικός, γεμάτος εξόφθαλμες προδοσίες και αναγνωρίσιμη φιλοσοφία, τρελούς συγκλητικούς και εξωφρενικούς ηγέτες, συγγενή πολιτική δομή, φωτογενέστερο ιμπεριαλισμό, και έχει ευκρινώς χαρτογραφημένα την αρχή, τη μέση και το τέλος.
Ο Σκοτ έχει την εμπειρία και την εξυπνάδα να κρατά τη δεύτερη ανάγνωση για όσους θέλουν να τη διακρίνουν ανάμεσα στις γραμμές, προτείνοντας το θέαμα σε μια ταινία που άλλωστε αυτό έχει ως κράχτη και κρίσιμο συμπλέκτη του γιγαντιαίου κινητήρα του. Τροφοδοτεί τον πλούτο της παραγωγής, συνδέει εικαστικά τους δύο κινηματογραφικούς τόμους του «Μονομάχου», αλλά, όπως συνηθίζει, κόβει γρήγορα και περνάει στην επόμενη σκηνή – απεχθάνεται πλάνα που «κρεμάνε», διαφημιστής γαρ.
Δεν φείδεται ανθρώπινου δυναμικού, είτε πρόκειται για γνωστούς ηθοποιούς, είτε για κομπάρσους, σετ ή τα… ζώα, αληθινά και μη, διατηρεί τη δύναμη από το ορμητικό ξεκίνημα, εκεί που λες πως το έχεις ξαναδεί το έργο, και προχωρά σε μια πιο εμπλουτισμένη ανάπτυξη των χαρακτήρων, με το σασπένς σωστά προγραμματισμένο από τον μόνιμο συνεργάτη του στο σενάριο, τον Ντέιβιντ Σκάρπα.
Παρά τον όγκο που έχει «βάλει» για τις ανάγκες του ρόλου, ο Μέσκαλ ευτυχώς δεν θυμίζει σε πολλά τον Ράσελ Κρόου, ούτε στην εμφάνιση ούτε στον λόγο – ως χαρακτήρας έχει λάβει άλλη παιδεία και το ήμισυ της καταγωγής του τον συγκρατεί σε μια πιο σοφιστικέ επεξεργασία των σεισμικών εκπλήξεων που δοκιμάζει στην πλοκή. Κρατά την πρέπουσα στάση: ισορροπία με εξάρσεις οργής, αυτόν τον δραματουργικά ευεργετικό «thymo» που ανιχνεύει ο ξύπνιος Μακρίνος και τον επισημαίνει, αν και με λάθος προφορά!
Η παρουσία του θα ήταν πιο ισχνή αν δεν πλαισιωνόταν από τον Ντενζέλ Ουόσινγκτον. Ο Μακρίνος που υποδύεται δεν αναλύεται σε σαιξπηρικές ευκολίες ή σε μια μεγαλόσχημη μετάφραση μιας παρασκηνιακής φιγούρας, μόνο και μόνο για να τη μεγεθύνει σε επίπεδα εντυπωσιασμού. Ουσιαστικά παίζει μια ανθρώπινη μεταβλητή, δίνοντας φωνή σε μια ομιχλώδη προσωπικότητα που εκπροσωπεί ρευστό ιδεολόγημα και ανατρεπτικά επιχειρήματα, όχι φτηνά, ούτε όμως και βάσιμα. Είναι ο εργολάβος της εξουσίας που φύεται στις ανοιχτές ρωγμές της εκτεταμένης διαφθοράς, ένας μισάνθρωπος που μόνο στα χέρια ενός τόσο διορατικού ηθοποιού αποκτά υπόσταση και δραματικό ενδιαφέρον, όπως περίπου ο πατέρας Γκέτι στο «All the money in the world».
Η ταινία «Μονομάχος II» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου