«Βασιλιάς», «Απόντες», «Νυχτολούλουδα», ταινίες που έχουν αφήσει βαθύ αποτύπωμα στο σώμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου – αλλά και στην καρδιά όσων τις έχουν αγαπήσει. Ενώ όμως οι ταινίες του Νίκου Γραμματικού εξακολουθούν να προβάλλονται αδιάκοπα σε αφιερώματα και ειδικές προβολές, κερδίζοντας ολοένα και περισσότερους νέους οπαδούς, ο ίδιος επιστρέφει στην ενεργό δράση με ένα θεατρικό, ανεβάζοντας το «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο», το τελευταίο έργο του Γιώργου Σκούρτη, με τον Θοδωρή Ζουμπουλίδη στον πρώτο (και μοναδικό) ρόλο. Γι’ αυτό το παράδοξο –και πολλά άλλα ακόμα– μιλήσαμε στη συνέντευξη που ακολουθεί, λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα του έργου στον Μικρό Κεραμεικό.
― Από το σινεμά στο θέατρο;
Μα εγώ δεν κάνω θέατρο! Το σινεμά είναι η ζωή μου, από παιδί ακόμα, όταν πήγαινα από το ένα σινεμά στο άλλο στη Σαλαμίνα, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Βλέπαμε γουέστερν διαρκώς, είχε οκτώ θερινά η Σαλαμίνα τότε. Εκεί έζησα το δικό μου «Cinema Paradiso», που όταν το είδα είπα «τον καργιόλη, μου το έκλεψε!».
Δούλευα τότε στο περίφημο Αττικόν, όπου συνέβαινε κάτι πιο ενδιαφέρον από την ταινία του Τορνατόρε. Έπαιζε, ας πούμε, το σινεμά τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», και έγραφε από κάτω το φοβερό «Και μία έκπληξη!», που όλοι καταλάβαιναν περί τίνος επρόκειτο. Και αυτό μπορούσε να συμβεί μέσα στη «Σιωπή» του Μπέργκμαν και μέσα στο «Σολάρις» του Ταρκόφσκι. Έλεγα στο αφεντικό, Βαγγέλης το όνομά του, «Βαγγέλη, γιατί το κάνουμε αυτό;».
Έρχονται και με ρωτάνε, «γιατί ο σκηνοθέτης του “Βασιλιά” και των “Απόντων” δεν κάνει ταινία;». Δεν ξέρω λοιπόν γιατί ρωτάνε μόνο τον σκηνοθέτη πότε θα ξανακάνει ταινία, και δεν ρωτάνε και τους παραγωγούς.
― Ναι, αλλά οι επιλογές πρωτοκλασάτες!
Ήταν φοβερός ο Βαγγέλης. Αγράμματος, σχεδόν αναλφάβητος, αλλά μου έλεγε «Νίκο μου, δεν τα μπορώ τα πολύ εμπορικά, εμένα με συγκινεί ο Φελίνι, ο Μπέργκμαν, ο Ταρκόφσκι». Έκανα τον σταυρό μου εγώ. Στο μεταξύ, η τσόντα, τσόντα. Και ο κόσμος στο σινεμά περίμενε και φώναζε κιόλας: «Μάτσε, ρίχ’το!». «Μάτσε» ήταν το παρατσούκλι του. Εγώ ήμουν μικρός τότε, για να ρίξω την τσόντα έκανα μονόζυγο, δεν έφτανα τη μηχανή. Μιλάμε τώρα για δεκάλεπτα φιλμάκια, hardcore – την ώρα που έχεις κόψει τον Ταρκόφσκι στη μέση. Μεγαλοφυή πράγματα! Όταν μεγάλωσα, και το Αττικόν δεν υπήρχε πια, πηγαίναμε στο Φως του Πειραιά για «Δυο έργα καράτε / σεξ». Έχω τον Πειραιά μέσα μου, παρότι Παναθηναϊκός.
― Αντιδραστικός από μικρός;
Ε, όλοι Ολυμπιακοί ήταν στη Σαλαμίνα, δεν έπρεπε να υπάρχει και ένας Παναθηναϊκός; Άσε που ήταν τη χρονιά που είχε πάει στο Γουέμπλεϊ. Με θυμάμαι να το βλέπω στη μία τηλεόραση που είχε τότε η γειτονιά, σε ένα υποκατάστημα του ΟΠΑΠ που είχε ένας χουντικός.
― Να αφήσουμε λίγο την μπάλα και το σινεμά και να ξαναπάμε στο θέατρο.
Μα, σας είπα, δεν κάνω θέατρο!
― Αφού σε λίγες μέρες ανεβαίνει η παράσταση την οποία σκηνοθετείς.
Αυτά που λέτε είναι (σ.σ.: με απαξίωση) πραγματολογικά και ρεαλιστικά! Και στις πρόβες που κάνουμε φωνάζω «στοπ», «κατ», «πάμε πάλι»… Η παράσταση πάντως προέκυψε μέσα από τη σχέση μου με τον Γιώργο Σκούρτη, έτσι βρέθηκε στα χέρια μου το έργο. Με τον Σκούρτη πρωτοσυναντηθήκαμε το 1996, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τη βραδιά που παίχτηκαν οι «Απόντες».
Ένας φίλος με πήγε στον Μύλο και μου είπε «ο Σκούρτης θέλει να σε γνωρίσει» − θυμάμαι τα βουρκωμένα μάτια του. Εγώ τον ήξερα, συχνάζαμε στα ίδια μέρη άλλωστε, και πήγαινα μάλιστα και στο δικό του μπαρ, τη Ράμπα, που ήταν στην Οικονόμου − ή στην Τσαμαδού, έχουν περάσει εκατό χρόνια. Γίναμε φίλοι αμέσως. «Μικρό» με φώναζε πάντα, εκτός από όταν τον τσάντιζα, τότε μόνο με έλεγε «Γραμματικό». Κάθε βράδυ τον έβρισκα με τον φίλο του, τον σπουδαίο συγγραφέα Μπάμπη Τσικληρόπουλο.
― Ωραίες συναντήσεις αυτές.
Ήταν τιμή μου! Όταν μερικές φορές η κουβέντα ξέφευγε, καθόμουν ανάμεσά τους για να τους ηρεμήσω και ο Σκούρτης μου έλεγε «έλα να κάτσεις, μπας και ενώσεις κάτι από την άβυσσο που μας χωρίζει». Παίζαμε και μπιλιάρδο μαζί – και μετά ραντεβού στην μπάρα. Ποτέ μου δεν τον είδα μεθυσμένο και οι σιωπές μας δεν ήταν ποτέ αμήχανες. Του Σκούρτη επίσης του άρεσε να διαβάζει τα έργα του – γινόντουσαν συναντήσεις στο σπίτι του, μαζευόντουσαν φίλοι του, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, κι εκείνος μας διάβαζε το καινούργιο του έργο ή την καινούργια του νουβέλα.
Το φοβερό με τον Σκούρτη είναι το πώς αντιστρέφει τους κώδικες του Ευριπίδη: ο Ευριπίδης παίρνει τους ανθρώπους του μύθου και τους φέρνει στην καθημερινή ζωή. Ο Σκούρτης κάνει το ανάποδο: παίρνει ανθρώπους σαν κι εμάς και τους ανεβάζει στο επίπεδο του μύθου. Είχα διαβάσει δυο draft του «Σαίξπηρ» πριν δημοσιευτεί, και αρκετές σημειώσεις του. Μάλιστα επρόκειτο να παιχτεί, να ανέβει δηλαδή, θα έπαιζε ο Κώστας Μεσσάρης. Δεν ξέρω τι συνέβη εκεί.
― Τι συμβαίνει στο έργο;
Ένας συγγραφέας βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα θέατρο, ενώ έξω γίνεται πόλεμος. Τη μέρα που έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει, βρίσκει ένα πορτρέτο του Σαίξπηρ. Εκεί αρχίζει μια συνομιλία. Ένα ρέκβιεμ είναι το έργο – είναι το τελευταίο που έγραψε ο Σκούρτης, άλλωστε, εντελώς αυτοβιογραφικό.
― Τελικά, το ανεβάζεις εσύ.
Χάρη στον Θοδωρή Ζουμπουλίδη, τον πρωταγωνιστή μου, που οι περισσότεροι τον ξέρουν από τις εμφανίσεις του στην αμερικανική τηλεόραση (σ.σ.: ως Theo Alexander, ο Ζουμπουλίδης είχε κάνει θραύση στις ΗΠΑ ενσαρκώνοντας τον γκέι βρικόλακα Τάλμποτ στη δημοφιλή σειρά «True Blood»). Να το ξεκαθαρίσω εξαρχής: δίχως τον Θοδωρή, έργο δεν υπήρχε. Τον είχα γνωρίσει χρόνια πριν, στη στοά Κούπερ, είχε έρθει μαζί με τον Τάσο τον Νούσια, που είναι σαν αδελφός για εμένα. Επάνω στην μπάρα αυτή ξεκίνησε μια κουβέντα, η οποία συνεχίζεται ακόμα. Αυτός λοιπόν είχε την ιδέα και αποφασίσαμε να δουλέψουμε μαζί. Απέκτησα με τα παιδιά μια ξεχωριστή γλώσσα συνεννόησης, και με τον Θοδωρή και με τη γυναίκα του, την Ευτυχία, που κάνει την παραγωγή.
Μου έριξαν μια κλωτσιά. Και εγώ όταν μου ρίχνουν μια κλωτσιά, βουτάω στα βαθιά. Στο τέλος, άλλωστε, ο Θοδωρής, ως γνήσιος καλλιτέχνης, θα φάει το λούκι –για θέατρο μιλάμε, είναι όλη η παράσταση επάνω του– και είμαι τυχερός καθώς είναι ένας εξαιρετικός συνεργάτης και ηθοποιός∙ μιλάμε άλλωστε την ίδια γλώσσα όσον αφορά στην αφήγηση και τη δραματουργία. Εγώ είχα τις σημειώσεις του Σκούρτη, και τα δυο draft, όπως σου είπα. Χρησιμοποίησα και το έργο και τα draft και τις σημειώσεις, γιατί υπήρχαν εκεί μέσα πράγματα που έπρεπε να ακουστούν, να ειπωθούν. Ο Σκούρτης τα έκοψε μετά, για να μείνει το έργο στη μία ώρα, και να παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών.
― Αξιοσημείωτο που ο ίδιος δεν είχε θέμα να σου στείλει τα draft και τις σημειώσεις του.
Μα τι θέμα να είχε, αφού μου τα έστελνε για να πλακωθούμε το βράδυ. Επίτηδες το έκανε, γιατί του άρεσε η σύγκρουση. Και ξέρεις, αυτούς τους επτά μήνες που δουλεύω για την παράσταση, τον έβλεπα και στον ύπνο μου. Ερχόταν στα όνειρά μου και με μπινελίκωνε, «θα μου γαμήσετε το έργο» και τέτοια. Ο Σκούρτης συνήθιζε να πηγαίνει στις παραστάσεις των έργων του και, άμα δεν του άρεσε αυτό που έβλεπε, τις κατέβαζε. Πίστευε πως είναι και σκηνοθέτης!
― Πολύς κόσμος αναρωτιέται πότε θα ξανακάνεις ταινία.
Δεν θα έπρεπε να απευθύνεται μόνο σε εμένα αυτή η ερώτηση. Δεν λέω, είχα κι εγώ τα ζητήματά μου: μέσα σε λίγα χρόνια έχασα μερικούς από τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους και το πένθος υπάρχει ακόμα μέσα μου. Ένας από αυτούς ήταν και ο Σκούρτης, αλλά έχασα και ανθρώπους πολύ μικρότερους σε ηλικία, όπως η Γιούλα Ζωιοπούλου, μια από τις σημαντικότερες σκηνογράφους του ελληνικού κινηματογράφου, σύντροφος ζωής για μένα.
Παρ’ όλα αυτά, εγώ έγραψα ένα σενάριο. Και όλες οι πόρτες που χτύπησα παρέμειναν κλειστές. Κάποια στιγμή μου προτάθηκε να σκηνοθετήσω ένα σενάριο του Γιάννη Ξανθόπουλου, σε παραγωγή του Παντελή Μητρόπουλου και της γυναίκας του, της Μαίρης Κολώνια −ο Παπαχατζής μας γνώρισε−, αλλά τελικά το project δεν προχώρησε. Κανείς άλλος δεν με προσέγγισε.
― Οι ταινίες σου πάντως δεν έχουν σταματήσει να παίζονται.
Αλήθεια είναι αυτό, και με συγκινεί. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία μου ταινία, όλες παίζονται. Άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο. Αλλά μετά έρχονται και με ρωτάνε, «γιατί ο σκηνοθέτης του “Βασιλιά” και των “Απόντων” δεν κάνει ταινία;». Δεν ξέρω λοιπόν γιατί ρωτάνε μόνο τον σκηνοθέτη πότε θα ξανακάνει ταινία, και δεν ρωτάνε και τους παραγωγούς.
― Το ελληνικό σινεμά σήμερα πώς το βλέπεις;
Με μεγάλη δυσκολία, όπως έλεγε και ο Γουέλς στον «Πολίτη Κέιν». Κάποιες ταινίες ξεχωρίζουν, αλλά και πάλι… Θυμάσαι το «Reconstruction of the Fables» των R.E.M.; Τι έκαναν οι Αθηναίοι; Πήραν τους παλιούς μύθους, τους επαναδόμησαν και έφτιαξαν τους δικούς τους. Έτσι η Αθήνα έγινε αυτοκράτειρα του κόσμου, όπως ακριβώς το Χόλιγουντ ήταν αυτό που έκανε την Αμερική υπερδύναμη του κόσμου. Εμείς, λοιπόν, ή θα ανασυγκροτήσουμε τους παλιούς μύθους ή θα φτιάξουμε μύθους της ανασυγκρότησης. Άλλο δρόμο δεν βλέπω.
― Αυτό προσπάθησες εδώ, στο «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο»;
Αυτό που θα ήθελα, πρώτα απ’ όλα, είναι ο κόσμος που θα έρθει να δει την παράσταση να φύγει συγκινημένος. Όταν βλέπουμε μια ταινία, το συναίσθημα πηγαίνει forward – και όταν τη σκεφτόμαστε, η σκέψη κάνει rewind. H τέχνη είναι το μεγαλύτερο αντίδοτο που εφηύρε ο άνθρωπος απέναντι στον θάνατο − κάτι τέτοιο θέλω να πω εδώ. Διότι όσοι προσπαθήσαμε έστω και λίγο να κάνουμε με πάθος και ειλικρίνεια αυτά που αγαπάμε, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που όλοι αντιμετωπίζουμε σε ένα πιο στέρεο έδαφος από κάποιον που έχει μετανιώσει για ό,τι έχει κάνει στη ζωή του.
Δεν πα’ να γκρεμίζεται το σύμπαν ολόκληρο. Ο Ελύτης έγραψε τον «Χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» ενώ πολεμούσε. Έσκαγαν δίπλα του βόμβες για να τον σκοτώσουν, και εκείνος κρατούσε σημειώσεις. Εγώ προσωπικά δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Ό,τι έκανα, το έκανα με πάθος και ειλικρίνεια. Οι ταινίες μου είναι ατελείς και πληρωμένες όπως εγώ, αλλά δεν μιλάω μόνο για τους καλλιτέχνες. Μιλάω και γι’ αυτόν που φτιάχνει ένα ωραίο κρασί, ένα ωραίο παπούτσι με πάθος…
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο» εδώ.