Όπως και να το δει κάποιος, το Netflix κατάφερε να κατοχυρώσει στο ενεργητικό του ένα πολύ σημαντικό κινηματογραφικό γεγονός, προσφέροντας τα κεφάλαια για τη διαχείριση και το μοντάζ των 100 και πλέον ωρών υλικού που υπήρχε από την επική πλην ανολοκλήρωτη τελευταία ταινία του Όρσον Γουέλς, η οποία έκανε επιτέλους, μετά από δεκαετίες στο καθαρτήριο, την πρεμιέρα της στην τηλεοπτική πλατφόρμα και σε επιλεγμένες αίθουσες ανά τον πλανήτη στις 2 Νοεμβρίου.
Τι είναι όμως αυτό το ημιτελές έπος με τον συνειδητά (υποθέτει κανείς) αφηρημένο και απόκοσμα αόριστο τίτλο «Η άλλη όψη του ανέμου» που γύριζε επί 15ετία σχεδόν (από την αυγή της δεκαετίας του '70 ως τον θάνατό του) ο μέγας δημιουργός στα «πέτρινα χρόνια» του;
Καταρχάς, ας αρκεστούμε στην περιγραφή που είχε δώσει ο ίδιος κάποτε: «Η ταινία "The Other Side of the Wind" χωρίζεται σε δύο τμήματα. Σε πρώτο επίπεδο έχουμε ένα φιλμ που γυρίζεται ως ντοκιμαντέρ των τελευταίων ημερών ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Συγχρόνως, παρακολουθούμε αποσπάσματα από την τελευταία ταινία που εκείνος γύρισε αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει λόγω έλλειψης πόρων ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων του με τους παραγωγούς, και έχει επίσης τίτλο "The Other Side of the Wind"».
Σε πρώτο επίπεδο έχουμε ένα φιλμ που γυρίζεται ως ντοκιμαντέρ των τελευταίων ημερών ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Συγχρόνως, παρακολουθούμε αποσπάσματα από την τελευταία ταινία που εκείνος γύρισε αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει λόγω έλλειψης πόρων ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων του με τους παραγωγούς, και έχει επίσης τίτλο «The Other Side of the Wind».
Ακόμα κι από αυτή την ελλειπτική σύνοψη, γίνεται φανερή η αυτοβιογραφική / αυτοαναφορική διάσταση της ταινίας, αν αναλογιστεί κάποιος τις μνημειώδεις κατά καιρούς συγκρούσεις του Όρσον Γουέλς με το σύστημα του βαθέως Χόλιγουντ, την αδυναμία του να ολοκληρώσει μεγαλεπήβολα πρότζεκτ και την αυτοεξορία του σε ένα δικής του επινόησης κοσμοπολίτικο σύμπαν νωχελικής περιπλάνησης και δημιουργικής ανασφάλειας.
Καταλαβαίνει κανείς επίσης ότι πρόκειται για ένα (δίωρο και κάτι) πρωτοποριακό ψευδο-ντοκιμαντέρ (mockumentary) αλλά και για μια χορταστική (και ενδεχομένως υπερβολική) δόση «μετα-σινεμά» (η ταινία μυθοπλασίας μέσα στην ταινία «ντοκιμαντέρ» με την οποία μοιράζεται τον ίδιο τίτλο), που κατά τόπους «καίει» τον εγκέφαλο του σύγχρονου θεατή που, όσο να' ναι, έχει πλαδαρέψει από τις διεγερτικές ευκολίες της επικρατούσας αφήγησης στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη.
Η αλήθεια είναι ότι κατά την παρακολούθηση –ειδικά ως αποτέλεσμα του καλειδοσκοπικού, μη συγχρονικού μοντάζ– παρουσίασα κάποια προβλήματα συγκέντρωσης στα «τεκταινόμενα» επί της οθόνης, αλλά είχε να κάνει και με τις «κακομαθημένες» συνθήκες της οικιακής προβολής, αλλά και με την ασφάλεια της προοπτικής ότι πρόκειται για ταινία που θα δω στο μέλλον ξανά και ξανά για να μου αποκαλυφθούν νέες και αδιόρατες με την πρώτη ματιά, πτυχές της. Ήδη, δύο μέρες μετά, το «after effect», που λένε, μου σκάει έντονο και σε ανύποπτο χρόνο.
«Πέθανε πριν από πολλά καλοκαίρια...». Κάπως έτσι ξεκινά η αφήγηση διά στόματος του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς –κριτικού που έγινε σκηνοθέτης, όπως ακριβώς και ο ρόλος που υποδύεται στην ταινία– και αναφέρεται στον εκλιπόντα σκηνοθέτη Τζέικ Χάναφορντ, τον οποίο υποδύεται με βάση τον εαυτό του, τον Όρσον Γουέλς αλλά και μια καρικατούρα κλονισμένου μεγαλείου α λα Χέμινγουεϊ, ο Τζον Χιούστον.
Στη συνέχεια, με κεντρικό φόντο το πάρτι των 70ών γενεθλίων του Χάναφορντ, παρακολουθούμε (συχνά σα να παίρνουμε μάτι αυστηρά ιδιωτικό υλικό) τις ίντριγκες, τις θεωρίες συνωμοσίας, τα δηλητηριώδη κουτσομπολιά, τις συζητήσεις για τη βαθύτερη ύφη αλλά και το αμφίβολο μέλλον του ίδιου του κινηματογραφικού μέσου, όπως εκφράζονται από έναν εκλεκτό θίασο «cineastes» με προεξάρχοντες τον Κλοντ Σαμπρόλ, τον Πολ Μαζούρσκι και τον μη αναστρέψιμα «καμένο» τότε Ντένις Χόπερ.
Αν υπήρχε πάντως συγκεκριμένος προσωπικός στόχος (είτε ως κάποιου τύπου έμμεσος φόρος τιμής είτε ως ευθεία παρωδία / επίθεση), αυτός ήταν σίγουρα ο Αντονιόνι, τον οποίον ο Γουέλς γνωρίζουμε ότι αντιπαθούσε σφόδρα. Το «ντοκιμαντέρ» κομμάτι της ταινίας με την ελεγειακή περιφορά του σκηνοθέτη που υποδύεται ο Χιούστον ανάμεσα σε ακόλουθους, αυλοκόλακες και παρατρεχάμενους, θέλει και δεν θέλει να είναι κάτι σαν ύστερη / σινεμά βεριτέ εκδοχή του «8½» του Φελίνι ή κάτι στο ίδιο σύμπαν με την «Αμερικανική Νύχτα» του Τριφό, τα πλάνα όμως της «ημιτελούς» ταινίας που βλέπουμε κι εμείς μαζί με τους συντελεστής της, θυμίζουν έντονα την «Κόκκινη Έρημο» και (κυρίως) το «Ζαμπρίσκι Πόιντ» (αλλά και το αποκαλυπτικό, «παραβατικό» ύφος ταινιών των «ανταρτών του Χόλιγουντ», όπως ο «Ξέγνοιαστος Καβαλάρης»), και μάλιστα με την επιπλέον ενίσχυση ενός έντονα '70s / σοφτ πορνό / art cinema ύφους.
Κάποιες ερωτικές σκηνές –στις οποίες δεσπόζει ως σύμβολο-αντικείμενο του πόθου η τελευταία σύντροφος του Γουέλς, Κροάτισσα ηθοποιός Όγια Κοντάρ– μοιάζουν εντελώς «φετιχιστικής» έμπνευσης (για να το θέσουμε ήπια) και σίγουρα μοιάζουν (δικαίως εν μέρει) ανάρμοστες και ύποπτες με μπούσουλα τα σημερινά ήθη.
Άδηλες οι ακριβείς προθέσεις του δημιουργού της ταινίας (και της ταινίας μέσα στην ταινία), όσον αφορά δε στον αινιγματικό τίτλο, αυτός αποτέλεσε έμπνευση της Κοντάρ, η οποία συνυπογράφει και το σενάριο της ταινίας και σύμφωνα με τα λεγόμενά της, θέλησε μέσω αυτού να περιγράψει τον ίδιο τον Γουέλς ως ενσάρκωση του ανέμου, μια μεγαλειώδης δύναμη της φύσης με ιδιαίτερα ευάλωτη όμως πίσω όψη (η «άλλη όψη» του τίτλου).
«Πακέτο» με την ταινία, παρουσιάστηκε, επίσης για πρώτη φορά, το ντοκιμαντέρ για τα πολυετή και περιπετειώδη γυρίσματά της που σκηνοθέτησε ο Μόργκαν Νέβιλ με τίτλο "They'll Love Me When I'm Dead" («Θα μ' αγαπήσουν όταν θα έχω πεθάνει» – πρόκειται για ατάκα που είχε πει λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του ο Γουέλς στον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς) και βασίστηκε στο αενάως «διαβαστερό» βιβλίο του Τζος Καρπ, "Orson Welles's Last Movie" («Η τελευταία ταινία του Όρσον Γουέλς»).
Δεν μπορώ να καταλήξω με βεβαιότητα αν είναι πιο «λειτουργικό» να δει κανείς πρώτα αυτό το φετινής παραγωγής ντοκιμαντέρ ή την ταινία που αναστήθηκε φέτος από τις στάχτες, συναρμολογήθηκε εντέχνως μέσα από εκατοντάδες σπαράγματα και ελάχιστα θυμίζει τα κλασικά του κομψοτεχνήματα βαθιάς εστίασης εκείνης της συγκλονιστικής και καθοριστικής για την εξέλιξη του σινεμά, πρώτης περιόδου του μεγάλου δημιουργού, από τον «Πολίτη Κέιν» και τους «Υπέροχους Άμπερσον» ως τον «Άρχοντα του τρόμου» ("Touch of Evil") και τη «Δίκη».
Ανήκει όμως σαφώς στην ύστερη περίοδο των μεγαλεπήβολων πρότζεκτ και των μεγαλοπρεπών αποτυχιών, και οι φιλόδοξες προθέσεις της σου κόβουν την ανάσα και σου κολλάνε στο μυαλό την ιδέα ότι κάτι βαθύ επιθυμεί να επικοινωνήσει για το σινεμά, για τη δημιουργία, για την έκφραση, για την ματαίωση. Κάτι που ίσως συμπυκνώνεται στην τελευταία φράση που ακούγεται στην τελευταία –και για πάντα ημιτελή– ταινία του Όρσον Γουέλς: «You shoot the great places and the pretty people. You shoot them dead».
σχόλια