ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ του «Δράκου» του Νίκου Κούνδουρου, θα θέλαμε να κάνουμε μια επισήμανση. Βλέπουμε συχνά να αναφέρουν την ερμηνεία του Ντίνου Ηλιόπουλου στο φιλμ ως την καλύτερη της καριέρας του. Βρίσκουμε τρομερά στενόχωρο να ρωτάς ανθρώπους ποια είναι η αγαπημένη τους ταινία του Θανάση Βέγγου και να σου απαντούν το «Βλέμμα του Οδυσσέα» και το «Όλα είναι δρόμος» ή να τους ακούς να αναρωτιούνται γιατί ο Τζιμ Κάρεϊ δεν παίζει σε όλες τις ταινίες του «τόσο ωραία» όσο στην «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού».
Υπάρχει μια γενικότερη πεποίθηση, δυστυχώς εγκατεστημένη σε αρκετούς θεατές αλλά και σε μερίδα της κριτικής, ότι η κωμωδία είναι υποδεέστερο είδος. Υπάρχει, δε, και μια υποτίμηση της κωμικής ερμηνείας, τους ακούς να λένε «δεν ήξερα ότι είναι τόσο καλός ηθοποιός», «δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να παίξει» όταν βλέπουν έναν κωμικό να υποδύεται δραματικό ρόλο, λες και στην κωμωδία οι ηθοποιοί δεν «παίζουν». Μα και ο ηθοποιός που δίνει μια κωμική ερμηνεία, συνήθως κάνει κωμωδία το δράμα του – πίσω από τις σλάπστικ παλαβομάρες του Τζέρι Λιούις π.χ. βρίσκεται ένας άνθρωπος σε σύγκρουση με το περιβάλλον του και τα αντικείμενα γύρω του, κάποιος που αδυνατεί να φέρει εις πέρας ακόμα και την πιο συνηθισμένη ενέργεια της καθημερινότητας για τους περισσότερους από εμάς. Και έπειτα, και τα σχετικά δράματα συνήθως παίρνουν την περσόνα του κωμικού και χτίζουν ένα δράμα γύρω της.
Δεν λέμε, φυσικά, ότι δεν είναι σπουδαίος ο Ηλιόπουλος στον «Δράκο», μια σπουδαιότητα που ανακαλύφθηκε μεταγενέστερα, καθώς, όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες, κατέβηκε σχεδόν αμέσως, επειδή δεν πατούσε ψυχή. Είχε να αντιμετωπίσει και κάποιες εχθρικές κριτικές, ακόμα και από τον αριστερό Τύπο – θα μας επιτρέψετε να μη μεταφέρουμε τα όσα θλιβερά έγραψε ο Άδωνις Κύρου για τον «Δράκο» στην «Εστία», μια αναζήτηση στο Google θα σας διαφωτίσει.
Ουσιαστικά την περσόνα του συνεσταλμένου ανθρωπάκου, που είχε χτίσει στο θέατρο και είχε αρχίσει σιγά σιγά να χτίζει και στο σινεμά, αξιοποιεί ο Κούνδουρος και υπό το πρίσμα αυτής εξετάζουν την ερμηνεία του και οι θεατές και οι κριτικοί, ασχέτως του αν τη γνώρισαν κυρίως από τις μεταγενέστερες δουλειές του.
Είναι ένα συμβολικό δράμα –η πλούσια σημειολογία του σεναρίου του Καμπανέλλη επανορθώνει για την περιστασιακή θεατρικότητα των διαλόγων‒, με τον ήρωα να συμβολίζει την καλοσύνη, η οποία, όχι τυχαία, θα φύγει την πρώτη μέρα του νέου έτους, σε ένα από τα πιο μαυρόψυχα φινάλε στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.
Αν θέλετε το πιο εξόφθαλμο δείγμα του μεγαλείου της ερμηνείας του ηθοποιού στην ταινία, θα το βρείτε στη μεγάλη, από πολλές απόψεις, σκηνή του ζεϊμπέκικου, όπου σηκώνεται για να χορέψει κι εκείνος μαζί με τους υπόλοιπους. Ο Ηλιόπουλος ήταν εξαιρετικός χορευτής, μας το έχει δείξει σε πολλές ταινίες του, λέγεται, μάλιστα, ότι οι συνάδελφοί του ζήλευαν τις χορευτικές του ικανότητες.
Φυσικά, ο Ηλιόπουλος ήξερε πώς να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο βαρύ κι ασήκωτο, σαν των υπολοίπων. Εδώ, όμως, υποδύεται κάποιον που δεν ανήκει εκεί, μα θέλει να ταιριάξει με τους άλλους, να γίνει ένα με τη μάζα –κρατήστε το αυτό‒, κι έτσι πασχίζει να υιοθετήσει τις φιγούρες τους. Η κινησιολογία του έχει την αμηχανία ενός ανθρώπου που δεν ξέρει τον χορό, αλλά βλέπει γύρω του και μιμείται, με τις κινήσεις του από σπασμωδικές να γίνονται σταδιακά πιο φυσικές – σχεδόν η μισή ταινία βρίσκεται εκεί.
Στον «Δράκο», η δράση του οποίου τοποθετείται παραμονή Πρωτοχρονιάς στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, ο Ηλιόπουλος υποδύεται τον Θωμά, έναν ταπεινό δημόσιο υπάλληλο που δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μοναδικό του όνειρο είναι να αγοράσει ένα καινούργιο παλτό και μεγαλύτερος φόβος του ότι θα τον διώξουν από το σπίτι του. Στο λεωφορείο της επιστροφής παρατηρεί ότι η αστυνομία έχει δημοσιεύσει στις εφημερίδες τη φωτογραφία του Δράκου, ενός εγκληματία που σκορπά τον φόβο και τον τρόμο, και διαπιστώνει ότι έχει αρκετή ομοιότητα με αυτόν. Η καταδίωξη της αστυνομίας –το σχετικό μουσικό θέμα του Χατζιδάκι θα το ζήλευε και ο Μπέρναρντ Χέρμαν‒ θα τον οδηγήσει σε ένα νυχτερινό μαγαζί, όπου για πρώτη φορά θα δει τους γύρω του να τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό (και φόβο), θα δει τις γυναίκες να χορεύουν για εκείνον, θα νιώσει ότι είναι κάποιος. Γι’ αυτόν τον λόγο, θα αφήσει τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού –επιβλητικός ο Γιάννης Αργύρης– και αρχηγό συμμορίας που σχεδιάζει να κλέψει έναν από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός για λογαριασμό Αμερικανών αρχαιοκάπηλων να πιστεύει ότι είναι ο Δράκος.
Νωρίτερα, ο Κούνδουρος, και ο Καμπανέλλης που υπογράφει το σενάριο, μας έχουν δείξει ένα περιβάλλον κρατικής καταστολής και ανέχειας, με τον ελληνικό λαό να φέρει ακόμα ανεπούλωτες τις εμφυλιακές πληγές, να ανησυχεί για τις Μεγάλες Δυνάμεις, τον Ψυχρό Πόλεμο, τις πληθωριστικές πιέσεις που τον συνόδευαν, την αβεβαιότητα, τη διαρκή απειλή μιας νέας παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης – «υδρογόνο ο Αμερικάνος, οξυγόνο ο Ρώσος, για να εξασφαλίσουνε, λέει, την παγκόσμια ειρήνη και όσο για τον κακομοίρη τον Ρωμιό, δεν τον αφήνουν να βγάλει ήσυχος το ψωμάκι του», ακούγεται να λέει ένας χαρακτήρας με τη φωνή του Διονύση Παπαγιαννόπουλου. Θυμίζουμε ότι η Ελλάδα είχε μπει ήδη στο ΝΑΤΟ από το 1952, ενώ τη χρονιά παραγωγής του «Δράκου» είχε εκλεγεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που θα επιχειρούσε περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Εμφανώς ο Κούνδουρος και ο Καμπανέλλης δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτή την εξέλιξη, τη συνδύαζαν με μια πτώση ηθών και αξιών, όπως γίνεται σαφές και από τη σκηνογραφία ‒ το μαγαζί είναι γεμάτο από εικόνες χολιγουντιανών σταρ στους τοίχους και λέξεις όπως «Welcome», «Drinks», «Girls», «Martini» κ.λπ. Αυτό έκανε μερίδα της ξένης, κυρίως, κριτικής να παραλληλίσει το έργο με εκείνα Γιαπωνέζων δημιουργών της εποχής, που διατύπωναν αντίστοιχες ανησυχίες για τη διαρκώς αυξανόμενη αμερικανική επιρροή και την κοινωνικοπολιτική μεταβολή που τη συνόδευε, ενώ ο χαρακτηρισμός του από μερικούς ως νουάρ μάλλον σχετίζεται με τη δουλειά του Κώστα Θεοδωρίδη στη φωτογραφία και στον τρόπο που χρησιμοποιεί τη σκιά για να δηλώσει την αμφισημία, παρά με βασικά μοτίβα του είδους, τα οποία απουσιάζουν.
Η ταινία είναι πέρα για πέρα ελληνική, αλλά δεν μοιάζει σχεδόν με καμία από αυτές που παρήγαγε η εγχώρια φιλμογραφία εκείνη την περίοδο, είναι μια ταινία δημιουργού, πιο arthouse, όπως θα την αποκαλούσαμε σήμερα. Είναι ένα συμβολικό δράμα –η πλούσια σημειολογία του σεναρίου του Καμπανέλλη επανορθώνει για την περιστασιακή θεατρικότητα των διαλόγων‒, με τον ήρωα να συμβολίζει την καλοσύνη, η οποία, όχι τυχαία, θα φύγει την πρώτη μέρα του νέου έτους, σε ένα από τα πιο μαυρόψυχα φινάλε στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Για μας ο θάνατος είναι πρωτίστως συμβολικός και δευτερευόντως κυριολεκτικός, ανεξάρτητα από την ερμηνεία του έργου που θα επιλέξει κανείς – και σηκώνει αρκετές. Μια ανάγνωσή της π.χ. είναι αυτή μιας ταινίας-σπουδής πάνω στον εκφασισμό του μέσου (μικρο)αστού, ο οποίος, μπρος στην ανέχεια, στην ανασφάλεια, στη ρουτίνα και στην κρατική καταστολή, βρίσκει καταφύγιο σε ακραίες ομάδες, σε ιδεολογίες που τον τοποθετούν σε μια θέση ανωτερότητας ως προς τους (μέχρι πρότινος) ομοίους, εξίσου «ασήμαντους» με αυτόν», απλώς για να τον αφομοιώσουν με τη συναίνεσή του –το βλέπουμε στο ζεϊμπέκικό του, για το οποίο μιλούσαμε παραπάνω‒ και να κατασπαράξουν όση ανθρωπιά τού έχει απομείνει, χρησιμοποιώντας τον για τους ιδιοτελείς, πάντα βλαβερούς σκοπούς τους.
Όποια ανάγνωση και αν προτιμήσεις –και, είπαμε, σηκώνει αρκετές‒, ένα είναι το βέβαιο. Για τον Κούνδουρο και τον Καμπανέλλη, στην επόμενη σελίδα της ιστορίας του πολύπαθου, μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους, ο Θωμάς θα πέθαινε για πάντα και τη θέση του θα έπαιρνε ο Δράκος. Ίσως και να μην έπεσαν εντελώς έξω, τελικά.
Η ταινία «Ο Δράκος» κυκλοφορεί σε επανέκδοση στα θερινά σινεμά από την Πέμπτη 31 Αυγούστου.