Πριν την τετ α τετ συνέντευξή μας, ο Γιώργος Λάνθιμος είχε απαντήσει, αν και δεν του αρέσει να δίνει σαφείς εξηγήσεις, στα βασικά ερωτήματα του οικογενειακού θρίλερ που έφερε στις Κάννες, τη «Θυσία ενός Ιερού Ελαφιού», στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου.
Δίνοντας βαρύτητα στην υπόγεια πλευρά της ταινίας, οδήγησε τη Νικόλ Κίντμαν σε μια όσο γίνεται λιγότερο σοβαροφανή προσέγγιση του θέματος, επαναλαμβάνοντας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων: «Και μην ξεχνάς Νικόλ, κάνουμε κωμωδία!».
Θίγοντας τις δύο βασικές παραμέτρους του φιλμ, για την Kubrick όψη του είπε: «δεν ξέρω αν εννοείτε το ύφος και την αισθητική αλλά το σενάριο υπαγορεύει τη σκηνοθεσία μου» και για την αρχαιοελληνική παραπομπή στο μεταφυσικό, ο Έλληνας δημιουργός συμπλήρωσε: «με τον συνσεναριογράφο μου, Ευθύμη Φιλίππου, θελήσαμε να ανοίξουμε διάλογο με το αρχαίο κείμενο της "Ιφιγένειας" του Ευριπίδη. Οι έννοιες της ηθικής, της εκδίκησης και της επιλογής προϋπήρχαν στη μυθολογία, την τραγωδία και τη θρησκεία. Τα αρχέγονα ερωτήματα απασχολούσαν τον άνθρωπο από την αρχή της ύπαρξης του».
Δύο ώρες αργότερα συνάντησα τον Γιώργο, δύο χρόνια μετά τον «Αστακό» και την αθηναϊκή πρεμιέρα, στην ταράτσα του Palais des Festivals. Ήταν εξαιρετικά ευδιάθετος και μάλλον ανακουφισμένος που θα τελείωνε τον πρώτο γύρο των αναμετρήσεων του με τους δημοσιογράφους, μια διαδικασία που διασχίζει με ευγένεια, αλλά ποτέ με πραγματική άνεση.
Οι ιστορίες που φτιάχνουμε έχουν να κάνουν με το πώς, ως άνθρωποι, αντιμετωπίζουμε καθημερινά καταστάσεις που προκύπτουν, και προφανώς μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε καταστάσεις στα άκρα, για να αποκαλύψουμε περισσότερα για την ανθρώπινη φύση, μέσα από όσα υπάρχουν αλλά δεν φαίνονται ή δεν συζητιούνται γιατί είναι ταμπού.
Από το ξεκίνημα της ενασχόλησης μου με τη δουλειά του δημοσιογράφου-κριτικού, η αρνητική μου γνώμη για μια ταινία με οδηγούσε σε έναν εύσχημο τρόπο απόδρασης από την αγενή ειλικρίνεια του κριτικού, όταν επρόκειτο να κάνω συνέντευξη με τις συντελεστές της ταινίας που δεν μου άρεσε.
Άλλωστε, σε ένα ρεπορτάζ μπορείς να ρωτήσεις και να μάθεις πολλά και τελείως αποκομμένα από την ξερή γνώμη ή την δοκιμιακή ανάλυση. Το λέω γιατί είναι σπάνιο να έχω συνεντεύξεις για μια ταινία που με έχει συναρπάσει πραγματικά. Η πολυθεματική δύναμη και η υφολογική ακρίβεια ενός τόσο καταρτισμένου δημιουργού, με κάνει πάντα να τον συγχαρώ αυθεντικά, γιατί τολμάει να εξελίσσεται, να ρωτάει, να πηγαίνει παραπέρα - στην περίπτωση αυτή, να ενσωματώσει το μεταφυσικό στοιχείο με έναν εντελώς δικό του τρόπο.
— Από πού να αρχίσουμε τώρα;
Ωχ, πρέπει να μιλήσουμε ελληνικά, σωστά. Έχω ξεσυνηθίσει μετά από τόσες συνεντεύξεις στα αγγλικά.
— Επιστροφή στη μητρική γλώσσα. Επιβάλλεται και από το αρχαιοελληνικό στοιχείο της ταινίας. Τι ήθελες να πετύχεις με το φιλμ; Τι επιδίωξες;
Αυτό που κάνουμε πάντα είναι να θέτουμε ερωτήσεις για θέματα που μας απασχολούν. Οι ιστορίες που φτιάχνουμε έχουν να κάνουν με το πώς, ως άνθρωποι, αντιμετωπίζουμε καθημερινά καταστάσεις που προκύπτουν, και προφανώς μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε καταστάσεις στα άκρα, για να αποκαλύψουμε περισσότερα για την ανθρώπινη φύση, μέσα από όσα υπάρχουν αλλά δεν φαίνονται ή δεν συζητιούνται γιατί είναι ταμπού. Από εκεί ξεκινάμε, και να γράφουμε την ταινία, και να σκηνοθετώ, και να προχωράω σε όλες τις δημιουργικές διαδικασίες.
— Και πάνω λοιπόν που νόμιζα πως έγινε αισθηματίας, σχεδόν ρομαντικός με τον «Αστακό» (γελάει), ενσωματώνεις το μεταφυσικό στοιχείο, με όποιον τρόπο θέλει να το ερμηνεύσει κανείς. Εγώ το βλέπω σαν μια Κατάρα, που εκφράζεται με Κιουμπρίκειες σημάνσεις και φτάνει σε μια Λανθιμική συντέλεια.
Όπα, όλο αυτό είναι μια καλή περιγραφή της ταινίας.
— Είναι μια από τις πιθανές αναγνώσεις. Δεν ήξερα πως σε απασχολούσε το ανεξήγητο μέσα από τους ελληνικούς μύθους και επίσης, είναι φανερή μια επιστροφή στον «Κυνόδοντα», στην έννοια της οικογένειας...
Δεν υπήρχε καμία πρόθεση να πάω πίσω στον «Κυνόδοντα». Απλά, η ιστορία που φτιάξαμε και αυτά που επιδιώξαμε να διερευνήσουμε, είναι λογικό να γίνουν μέσα από το πρίσμα της οικογένειας, γιατί οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν οι ισχυρότεροι που γνωρίζουμε στον κόσμο, στη ζωή μας. Οπότε, αν θες να σπρώξεις στα άκρα τα ερωτήματα που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη, την αγάπη, το σωστό, το λάθος, ο καλύτερος τρόπος είναι να ανατρέξεις σε τέτοιους ισχυρούς δεσμούς.
— Έχεις απέναντί σου τη Νικόλ Κίντμαν και της ζητάς να μην κάνει τίποτε. Πώς το καταφέρνει αυτό; Πώς «αδειάζει»;
Ναι, είναι πολύ δύσκολο και δεν σημαίνει και τίποτε, γιατί ποτέ κανείς δεν μπορεί να μην κάνει τίποτε. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι να βλέπω τη συνηθισμένη τεχνική ενός ηθοποιού, που κάνει μια πολύ συνειδητή προσπάθεια να μεταδώσει κάτι συγκεκριμένο. Αυτό μου φαίνεται επιφανειακό και ψεύτικο. Άρα προσπαθούμε να κάνουμε ασυνείδητα τα πράγματα, δηλαδή να βρίσκονται εκεί, στη στιγμή, απέναντι στον άλλον άνθρωπο, με τα συγκεκριμένα λόγια του σεναρίου. Προσπαθώ να πετύχω την πραγματική παρουσία τους, γιατί αλλιώς το συγκεκριμένο στο μυαλό τους γίνεται πολύ πιο μικρό και προφανές.
— Στον «Κυνόδοντα» είχες έναν λόγο στο τσεπάκι σου στην απονομή των Όσκαρ. Δυστυχώς, δεν χρειάστηκε να τον εκφωνήσεις. Στον «Αστακό», στην φετινή υποψηφιότητα του, είχες μαζί σου ανάλογο χαρτάκι;
Όχι, έχω πλέον μάθει να μην πάω προετοιμασμένος. Άλλωστε, το μόνο που πρέπει να πω είναι ένα ευχαριστώ στους ανθρώπους που με βοήθησαν στην ταινία, άρα δεν είναι δύσκολο να θυμηθώ τα λόγια μου.
σχόλια