Λίγο πριν ξαναγλιστρήσει στη σατανικά βελούδινη δράση του Merovingian στο καινούριο Matrix, ο Λαμπέρ Ουιλσόν υποδύεται τον εμβληματικό Πρόεδρο της Γαλλίας Ντε Γκωλ την εποχή που οδηγούσε την αντίσταση της χώρας του εναντίον των Ναζί. Ο Γάλλος ηθοποιός μιλά για τη συνάντησή του με τον μεγάλο ηγέτη του 20ου αιώνα στη χώρα του, τις πηγές έμπνευσης στο παιχνίδι της μεταμόρφωσης και το πώς βλέπει τώρα την απόφαση που είχε πάρει στη νεότητά του, να γίνει ο πιο γνωστός ηθοποιός στο Χόλιγουντ, λίγο πριν παίξει δίπλα στην Τζέϊν Φόντα και τη Βανέσσα Ρεντγκρέϊβ στην Τζούλια του Φρεντ Τσίνεμαν.
— Καλησπέρα. Χαίρομαι πολύ που σας συναντώ αν και με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, και αναρωτιέμαι γιατί με τόσο έντονη παρουσία στο σινεμά, δεν έχει τύχει ποτέ να διασταυρωθούμε σε συνεντεύξεις.
Είναι απλό, γιατί εγώ είμαι προχωρημένος μεσήλιξ κι εσείς αγέννητος όταν γύριζα τις ταινίες μου!
— Ανακριβές: έχω δει την Julia περίπου σε πρώτη προβολή, το 1977.
Ω Θεέ μου!
— Το ερώτημα όμως είναι: πώς προσεγγίζετε έναν ήρωα;
Είναι παράξενο αλλά νομίζω πως ή το έχεις μέσα σου, ή δεν το έχεις- και εννοώ ακόμη και την ικανότητα, το ρίσκο αν θέλετε, της μεταμόρφωσης, της απόφασης να απομακρυνθώ από αυτό που είμαι. Συνήθως στην αρχή λέω στον εαυτό μου πως δεν μοιράζομαι ούτε μια ίνα με τον χαρακτήρα που καλούμαι να υποδυθώ. Είμαστε πολύπλευρα όντα, άγγελοι και τέρατα, ενάρετοι και πανούργοι. Νομίζω πως κατέχω 7 οικογένειες χαρακτήρων. Τους μοναχούς, τους ιερωμένους, τους ανθρώπους της πίστης. Τους εξεζητημένους κοσμικούς, τους σνομπ. Τους ανθρώπους της εργατικής τάξης, χωρίς να εννοώ τους προλετάριους, αλλά γενικά εργαζόμενους, καθημερινούς, με μια γενική έννοια. Σας δίνω μια σφαιρική εικόνα για να πω οτι σκάβω σε καθεμιά απο αυτές τις κατηγορίες και εξάγω χαρακτηριστικά χρήσιμα για έναν ρόλο.
Αν δεν είχα στραφεί στις συνεχείς αλλαγές, θα ενσάρκωνα τραπεζίτες και Γάλλους πρέσβεις. Θα φορούσα το ίδιο κοστούμι και θα είχα το ίδιο κούρεμα. Θα περπατούσα ευθυτενής με σακάκι και πόζα, γιατί έτσι θέλει ο κόσμος να με βλέπει- επίσης γιατί ξέρω να υποστηρίζω τα κοστούμια! Πρέπει να μάχομαι για να βρω τη θέση μου σε διαφορετικούς ρόλους.
Κυρίως, δεν επιθυμώ ποτέ να επαναλαμβάνομαι, όχι γιατί κρατώ ψηλά τη σημαία του ηθοποιού με τα πολλά πρόσωπα, αλλά επειδή βαριέμαι. Αν δεν είχα στραφεί στις συνεχείς αλλαγές, θα ενσάρκωνα τραπεζίτες και Γάλλους πρέσβεις. Θα φορούσα το ίδιο κοστούμι και θα είχα το ίδιο κούρεμα. Θα περπατούσα ευθυτενής με σακάκι και πόζα, γιατί έτσι θέλει ο κόσμος να με βλέπει- επίσης γιατί ξέρω να υποστηρίζω τα κοστούμια! Πρέπει να μάχομαι για να βρω τη θέση μου σε διαφορετικούς ρόλους.
— Ποιός ρόλος σας είναι ο πιο μακρινός από τον αληθινό σας χαρακτήρα;
Ενδιαφέρον. Μάλλον ένας ρόλος που δεν έχω ακόμη παίξει. Ξέρετε, όταν ήμουν νέος και φοιτούσα στην Αγγλία, είχα μανία με την αμερικανική μέθοδο υποκριτικής και ήθελα πάση θυσία να κινηθώ εγώ προς τον ρόλο. Θα με ιντρίγκαρε να υποδυθώ έναν εργάτη, ή μάλλον έναν χωρικό, έναν αυθεντικό άνδρα της επαρχίας και των αγρών. Αυτά που έχω ήδη κάνει, ένας πομπώδης αριστοκράτης ή ένας ιερέας, αποτελούν κομμάτι της προσωπικότητάς μου.
— Ο αββάς Pierre είναι ένας από τους πιο γνωστούς σας ρόλους, και φυσικά η πρωταγωνιστική συμμετοχή σας στο Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων του Ξαβιέ Μπουβουά, ωστόσο δεν με παραπέμπετε αμέσως σε άνθρωπο του κλήρου.
Σε επίπεδο κουλτούρας και ανατροφής όντως δεν έχω καμία σχέση. Οι γονείς μου μισούσαν τους παπάδες σε ακραίο βαθμό. Όποτε όμως έχω βρεθεί σε μοναστήρι, νιώθω άνετα, έχω μια αίσθηση περίεργου deja vu, ίσως από μια προηγούμενη ζωή μου. Και όταν φόρεσα για πρώτη φορά το ράσο του αββά, μου ταίραξε γάντι, δε μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς. Πρόσφατα επιχείρησα μια μετατόπιση, παίζοντας έναν διαβολικό ιερωμένο, που ήταν πρέσβης στο Βατικανό, στη Benedetta του Πολ Βερχόφεν. Ξέφυγα από τους σεβάσμιους γέροντες με έναν σούπερ κακό παπά.
— Πριν από χρόνια είχα ρωτήσει την Έλεν Μίρεν αν συμπαθούσε την Ελισάβετ, με αφορμή τη Βασίλισσα του Στίβεν Φρίαρς. Μου είπε πως με τον καιρό συνειδητοποίησε πως την αγαπούσε πάντα, σαν συγγενή, ή ένα έπιπλο του πατρικού σπιτιού φορτωμένο με αναμνήσεις.
Αυτό είναι αστείο.
— Κι έτσι σταδιακά την ξεχώριζε από το θεσμό της μοναρχίας, αλλά και από την εφηβεία της αμφισβήτησης. Εσείς θελήσατε να διακρίνετε τον στρατηγό Ντε Γκωλ από τον πολιτικό που μετέπειτα έγινε σύμβολο ενός συντηρητικού κατεστημένου;
Κατ’ αρχήν κλήθηκα να ξεχωρίσω τον Ντε Γκωλ της Γαλλίας από τον δικό μου Ντε Γκωλ! Όταν ήμουν μικρός ήμουν καλός μαθητής και με προσκάλεσαν στο προεδρικό μέγαρο Ελυζέ, για να εκπροσωπήσω το σχολείο μου στην χριστουγεννιάτικη γιορτή. Ήμουν ο μόνος άνθρωπος στο πλατό που είχε συναντήσει τον Πρόεδρο- έχω ακόμη την πρόσκληση κορνιζαρισμένη στο σπίτι μου. Εκτός αυτού, ο πατέρας μου (ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ζορζ Ουιλσόν) είχε στενές επαφές μαζί του, την περίοδο που διετέλεσε διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο και συζητούσαν το ύψος των επιχορηγήσεων και το καλλιτεχνικό ρεπερτόριο. Είναι αλήθεια οτι στις προεδρικές δεξιώσεις, όποτε τον έβλεπε ο Ντε Γκώλ του έγνεφε να έρθει κοντά του, γιατί ο πατέρας μου ήταν ψηλός, όπως κι εκείνος, και ανακουφιζόταν που δεν χρειαζόταν να σκύβει για να μιλά. Μάλιστα του είχε πει: οι Γάλλοι είναι τόσο “μικροί”, προφανώς κάνοντας ανατομική και ψυχική περιγραφή.
Ο Ντε Γκωλ υπήρχε στη ζωή μου μέσα από τη σύντομη συνάντηση και τις διηγήσεις του πατέρα μου, και ως φιγούρα στην τηλεόραση, περίπου όπως όρισε η Μίρεν τη δική της βασίλισσα, ως γηραιά εμβληματική φιγούρα της Γαλλίας, που λόγω της θεατρικής του έμφασης, τον μιμούμασταν κοροϊδευτικά. Πριν αναλάβω τον ρόλο, αντιλήφθηκα πως εκτός από αυτά, δεν γνώριζα κάτι ιδιαίτερο γιά τον άνθρωπο Ντε Γκωλ. Μοιάζει με την περίπτωση του Λουδοβίκου του 14ου: θεωρούμε ως δεδομένες τέτοιου είδους ιστορικές προσωπικότητες και δνε τις ψάχνουμε βαθύτερα. Με αφορμή την ταινία, διάβασα ενδελεχώς, βασικά για τις μάχες που έδωσε, και πώς όρθωσε το παράστημά του. Όμως, δε μου φεύγει ποτέ από το μυαλό η εικόνα του, περιτριγυρισμένος από παιχνίδα, με φόντο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, τον χειμώνα του 1965! Απίστευτο.
— Είναι αλήθεια πως στα νιάτα σας είχατε βάλει πλώρη αποκλειστικά για το Χόλιγουντ, είχατε όνειρο να γίνετε “Αμερικανός Ηθοποιός”;
Ναι!
— Λυπάστε που δεν είστε ακριβώς αυτό;
Όχι, πρόσφατα με ρώτησαν ποιές είναι οι αγαπημένες ταινίες των νεανικών μου χρόνων και θυμήθηκα Τα Καλύτερα μας Χρόνια και τον Υπέροχο Γκάτσμπι, που είχα δει στην ηλικία των 13-14 νομίζω, γιατί ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν το είδωλο μου, το κλασικό εφηβικό κλισέ, ήθελα να του μοιάζω, να είμαι καλοντυμένος… Αυτό που κατάφερα είναι να είμαι ηθοποιός, να παίζω, να τραγουδάω, να γυρίζω ταινίες και συμμετέχω σε θεατρικές παραστάσεις. Αν και κάνω κάποιες εμφανίσεις σε αμερικανικές παραγωγές, τη ζωή του movie star δεν τη ζηλεύω καθόλου, ειδικά το άγχος της παγκόσμιας φήμης και της ανάγκης να βρίσκομαι ψηλά στην εμπορική αλυσίδα όπως επιβάλλεται από τα studio. Το οξυγόνο της ανωνυμίας είναι απολύτως απαραίτητο σε έναν ηθοποιό. Με αναγνωρίζουν στη Γαλλία και σε μερικές χώρες αλλά βασικά αισθάνομαι ελεύθερος. Ο πατέρας μου με ρωτούσε συνεχώς, γιατί θέλεις να σε αναγνωρίζει όλος πλανήτης; Περιφρονούσα τις γαλλικές επιτυχίες, θεωρούσα πως αν δεν τις δουν παντού, δεν αξίζουν οι ταινίες. Πλέον, το να είσαι global είναι πολύ πιο εύκολο, με το διαδίκτυο και τις σειρές. Η εγχώρια αναγνώριση με εξιτάρει περισσότερο. Δεν έχω απωθημένα λοιπόν.
— Και η δύναμη της επιλογής, που χαρίζει η ευρύτερη αποδοχή;
Έχετε δίκιο, αυτό είναι ένα θέμα. Μια Μέριλ Στριπ μπορεί να ζητήσει από έναν σκηνοθέτη ή έναν σεναριογράφο να στήσει μια ταινία σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, γιατί έχει τη δύναμη να το κάνει. Υποθέτω πως η καριέρα μου θα είχε άλλη τροπή, επειδή θα μπορούσα να έχω ένα υψηλό επίπεδο συνδυασμών, όχι επιλογών απαραίτητα. Θα ήμουν όμως δυστυχισμένος στο Χόλιγουντ, οπότε, μια χαρά στη Γαλλία!
Η ταινία Ντε Γκωλ του Γκαμπριέλ λε Μπομάν με τον Λαμπέρ Ουιλσόν, την Ιζαμπέλ Καρέ και τον Ολιβιέ Γκουρμέ, βγήκε στις αίθουσες στις 12 Αυγούστου.