Με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή ολοκληρώνεται ο κύκλος των παραστάσεων του Φεστιβάλ Επιδαύρου για φέτος, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κόκκου, γνωστού για τη μεγάλη του καριέρα στο γαλλικό θέατρο ως μόνιμου σκηνογράφου του αείμνηστου Αντουάν Βιτέζ αλλά και αργότερα ως σκηνοθέτη κυρίως της όπερας αλλά και του θεάτρου.
Ένας κοσμοπολίτης διανοούμενος καλλιτέχνης με διεθνές κύρος και εξαιρετικές συνεργασίες σε ολόκληρο τον κόσμο ανέλαβε το τελευταίο έργο του Σοφοκλή το οποίο παρουσίασε στο 54ο Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου των Συρακουσών τον Μάιο που μας πέρασε. Με αυτήν ακριβώς παράσταση καταφθάνει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου την Παρασκευή 17 Αυγούστου.
Στο έργο αυτό, πνευματική διαθήκη του Σοφοκλή και ύμνο στην πόλη της Αθήνας, ο Οιδίποδας γνωρίζοντας ότι βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, οδηγούμενος από την κόρη του Αντιγόνη, καταφεύγει στο ιερό βράχο της Αθηνάς στον Κολωνό.
Εκεί ο χορός, ο οποίος αποτελείται από ηλικιωμένους Αθηναίους χωρικούς, τον διώχνει αλλά εκείνος αρνείται να φύγει επικαλούμενος χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο στον τόπο αυτό θα ολοκληρώσει τη ζωή του. Ζητάει την παρέμβαση του βασιλιά Θησέα. Ο Οιδίποδας υπόσχεται να ανταποδώσει το καλό αν τον αφήσουν να πεθάνει εκεί. Πράγματι, ο Θησέας τον θεωρεί ικέτη αλλά, καθώς είναι ξένος, του δίνει χάρη και του επιτρέπει να μείνει.
Θεωρώ ότι το να παίζει κανείς σε μια τραγωδία δυόμισι χιλιάδων ετών θέτει προβλήματα πολύ διαφορετικά από την ερμηνεία οποιουδήποτε άλλου κλασικού. Καταρχάς πρέπει να αποφευχθεί η πομπώδης ερμηνεία, δηλαδή ο στόμφος και η ρητορική, όπως και να αποκλειστεί η νατουραλιστική ερμηνεία. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να βρούμε τη μεγάλη «αλήθεια».
Στο μεταξύ καταφθάνει από τη Θήβα ο Κρέοντας με σκοπό να τον πάρει μαζί του πίσω όμως συναντά την αντίσταση των Αθηναίων και του Θησέα. Τότε εμφανίζεται και ο Πολυνείκης, που ζητά από τον πατέρα του να πάρει το μέρος του στη διαμάχη με τον Ετεοκλή, ώστε εκείνος να επικρατήσει.
Ο Οιδίποδας καταριέται τους δύο γιους του και ξεσπάει ο κεραυνός του Δία που ερμηνεύει ότι έφτασε το τέλος. Ο Οιδίποδας προχωρά μαζί με τον Θησέα προς τον τόπο της ταφής του, ευλογώντας την Αθήνα και τον Θησέα για το δώρο της φιλοξενίας που του χάρισε.
Με αυτό το μεγαλειώδες έργο του 401 π.Χ. εγκαινιάζεται η σημαντική συνεργασία του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με το Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος του Φεστιβάλ Συρακουσών, ενώ τον πολυπληθή ιταλικό θίασο ηγείται ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της Ιταλίας, ο Massimo de Francovich.
Πολυβραβευμένος και γνωστός στους συμπατριώτες του για την αξιοζήλευτη σταδιοδρομία του στο κλασικό ρεπερτόριο, με απαιτητικούς ρόλους δίπλα σε σημαντικούς ηθοποιούς του θεάτρου, αλλά και υπό την καθοδήγηση διάσημων σκηνοθετών, έκανε το ντεμπούτο του το 1957 μαζί με τον Βιτόριο Γκάσμαν.
Στα πρώτα του ακόμα βήματα έπαιξε τον Οράτιο στον Σαιξπηρικό «Άμλετ» σε σκηνοθεσία Τζεφιρέλι, τον Μπιφ στον «Θάνατο του Εμποράκου» του Μίλερ σε σκηνοθεσία του Φενόλιο, και λίγο αργότερα, κατά τη δεκαετία του '70, υπήρξε συνιδρυτής σοβαρών θεατρικών ομάδων και πρωτοβουλιών, ενώ συγχρόνως συνεργάστηκε με τη σπουδαία Βαλέρια Μορικόνι στην «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Ντε Φιλίππο και στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ.
Στη δεκαετία του '90 υπήρξε βασικός συνεργάτης του Λούκα Ρονκόνι στο Teatro Stabile di Torino, στο Θέατρο της Ρώμης και φυσικά στο Piccolo του Μιλάνο σε έργα των Ο' Νιλ, Κράους, φον Χόφμανσταλ, Σαίξπηρ, Ίψεν, Ντοστογιέφσκι, Τσβετάγιεβα, Σνίτσλερ, Μπροχ, Γκολντόνι αλλά και στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, και σε μια παράσταση βασισμένη στον Θουκυδίδη.
Ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για το έργο του Ιταλό Σβέβο, σκηνοθετώντας εντελώς άγνωστά του έργα και δημιουργώντας το 1991 μια εκπομπή, εμπνευσμένη από επιστολές του συγγραφέα, με τίτλο «Caro bon bon».
Καταξιωμένος πρωταγωνιστής του θεάτρου σε ιστορικές παραστάσεις αλλά και ευρύτερα γνωστός μέσω της τηλεόρασης και του κινηματογράφου δεν έχει πάψει να συμμετέχει μέχρι σήμερα σε αξιόλογες παραγωγές μεγάλων αξιώσεων.
Έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής ερμηνεύοντας τον Paolo Borsellino ενώ ανάμεσα στους δεκάδες κινηματογραφικούς ρόλους ξεχωρίζουν οι συμμετοχές του στις ταινίες «Παζολίνι, ένα ιταλικό έγκλημα» του Μάρκο Τούλιο Τζορντάνα, «Il villaggio di cartone» του Ερμάννο Όλμι, «Τέλεια ομορφιά» του Πάολο Σορεντίνο.
Λίγο πριν εμφανιστεί στην Επίδαυρο ερμηνεύοντας τον κορυφαίο ρόλο του Σοφοκλή μας παραχώρησε την παρακάτω σύντομη συνέντευξη.
— Είχε σημασία για εσάς ότι ο σκηνοθέτης του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» ήταν ο Γιάννης Κόκκος, ένας διεθνής Έλληνας, κάτι που πιθανόν να εγγυούνταν μια ουσιαστικότερη προσέγγιση του έργου και του ρόλου;
Θεωρώ τον Οιδίποδα επί Κολωνώ ως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, συγκινητικές και συναρπαστικές τραγωδίες του Σοφοκλή αλλά και όλου του κύκλου των τραγωδιών που έχουν φτάσει στα χρόνια μας από κείνη την εποχή.
Γνώριζα ήδη την δουλειά που έκανε ο Κόκκος τις προηγούμενες δεκαετίες, πρώτα ως σκηνογράφος στο πλευρό του μεγάλου Αντουάν Βιτέζ και έπειτα ως σημαντικότατος σκηνοθέτης τόσο του θεάτρου όσο και της λυρικής σκηνής.
Αυτοί είναι οι λόγοι που με ώθησαν να αποδεχθώ αυτόν τον πολύ δύσκολο ρόλο. Το γεγονός ότι είναι Έλληνας μας βοήθησε στην αποκρυπτογράφηση ορισμένων αμφιλεγόμενων σημείων της μετάφρασης. Ο Κόκκος ανέτρεξε στο αρχαιοελληνικό κείμενο και έτσι μας βοήθησε να τα διευκρινίσουμε.
— Πού επικεντρώσατε την παράσταση; Στην αποτροπιαστική και ντροπιαστική αντιμετώπιση του εξόριστου και καταραμένου βασιλιά από τους Αθηναίους ή στη μεταφυσική σχεδόν αποδοχή από τον ίδιο του θανάτου του και την επιλογή του τόπου;
Θα ήθελα να σας πω τι ήταν εκείνο που διαισθάνθηκα αμέσως από την προσωπικότητα του Οιδίποδα κατά την διάρκεια των προβών, και σε τι συμφωνήσαμε με τον Κόκκο, γιατί αυτό συνεπάγεται και όλα τα υπόλοιπα.
Ο Οιδίποδας είναι καταρχάς ένας «μάντης», ένας οραματιστής. Με το που μπαίνει στη σκηνή «αισθάνεται» ότι έφθασε επιτέλους στον ιερό χώρο που του είχε προαναγγείλει ο Απόλλωνας, «αισθάνεται» ότι εκεί υπάρχει ένα ιερό δάσος, ένας ιερός βράχος, στον οποίον ζητά από την Αντιγόνη να καθίσει. Η επιβεβαίωση περί αυτού φτάνει άμεσα από έναν «ξένο» που θα του ζητήσει να σηκωθεί από τον βράχο γιατί αυτό αποτελεί ιεροσυλία.
Όταν λοιπόν ο Οιδίποδας μαθαίνει ότι εκείνος ο τόπος προστατεύεται από τις Ευμενίδες, τις παρακαλά να τον δεχτούν σαν ικέτη γιατί όπως λέει «από εδώ, από αυτόν τον τόπο, εγώ δεν θα φύγω ποτέ». Αυτή είναι η αφετηρία από την οποία ξεκινάνε και εκτυλίσσονται όλα τα υπόλοιπα και αναπτύσσονται και εκπληρώνονται όλες οι προφητείες του, συμπεριλαμβανομένης εκείνης ότι ο ίδιος πρόκειται να πεθάνει στον Κολωνό.
Εκείνες εντέλει είναι που πείθουν τόσο τον Χορό όσο και κυρίως τον Θησέα, όταν αυτός πληροφορείται ότι θα γίνει ένας πόλεμος κατά τον οποίον η Αθήνα θα καταστρέψει τη Θήβα, να τον αφήσουν να μείνει.
— Λέτε ότι τον αντιμετωπίσατε ως έναν «μάντη».
Ο Οιδίποδας «γνωρίζει» ότι θα έρθει ο Κρέοντας για να τον σύρει στις πύλες της Θήβας, όπως «ξέρει» ότι θα έρθει ο Πολυνίκης για να τον ικετεύσει να συμμαχήσει μαζί του στον πόλεμο εναντίον του Ετεοκλή. Προβλέπει και αποκαλύπτει ωμά στον Πολυνείκη ότι θα πεθάνει στον πόλεμο από το χέρι του αδερφού του και όταν επιτέλους ξεσπάνε οι κεραυνοί και οι αστραπές, ο Οιδίποδας αντιλαμβάνεται ότι έφτασε η στιγμή που τόσο επιθυμούσε. Να εξαφανιστεί από προσώπου γης, όχι όμως πριν πει στον Θησέα να τον συνοδεύσει στον τόπο όπου πρέπει να πεθάνει και ότι, εάν ο Θησέας δεν αποκαλύψει ποτέ σε κανέναν πού βρίσκεται κρυμμένος αυτός ο τόπος, αυτό θα προστατεύσει για πάντα την Αθήνα και τους κατοίκους της.
— Πώς ερμηνεύει κανείς σε μια εποχή ακραίου ορθολογισμού νοήματα μεταφυσικά και αξιακούς κώδικες άλλων εποχών;
Θεωρώ ότι αυτός ο μυστηριώδης θάνατος του Οιδίποδα αποτελεί τη μεγαλύτερη και πιο ιδιοφυή επινόηση του Σοφοκλή! Φυσικά εδώ μπαίνουμε στο μεταφυσικό πεδίο όπου τίθενται μεγάλα ζητήματα και προβλήματα ερμηνείας, γιατί στον τελευταίο, σύντομο, μονόλογο του Οιδίποδα ελλοχεύει ο κίνδυνος να έχουμε μια σχεδόν «αρχαϊκή» ερμηνεία με την οποία θα μπορούσαμε να επικαλύψουμε το υπέροχο κείμενο με μία υπερφυσική φωνή, που στην πραγματικότητα θα το υποτιμούσε. Μαζί με τον Κόκκο και μετά από διάφορες απόπειρες, επιλέχθηκε ένα εσωτερικό συναίσθημα και μια μεγάλη απλότητα, φυσικά όχι ρεαλιστική, αλλά μεγάλης έντασης.
— Αποπειραθήκατε να κάνετε και κάποιες αναγωγές με τη σύγχρονη πραγματικότητα; Ίσως σε σχέση με τη μεγάλη μετακίνηση λαών κατά την προσφυγιά του σήμερα;
Προσπάθησα να εξηγήσω –αλλά για έναν ηθοποιό δεν είναι εύκολο και ελπίζω να τα κατάφερα– ότι στην προσέγγισή μου αυτής της τεράστιας προσωπικότητας εν μέρει ακυρώνεται μια σύγχρονη θεώρηση υποδοχής των μεταναστών, γιατί ο Οιδίποδας επιθυμεί να γίνει αποδεκτός γιατί θέλει να πεθάνει σ'αυτόν τον τόπο και όχι να ζήσει σε αυτόν.
— Ποια είναι η σχέση σας με την ελληνική τραγωδία;
Παλιότερα έπαιξα δύο φορές στις Συρακούσες, το 1980 με τον μεγάλο Τσεχοσλοβάκο σκηνοθέτη Otomarr Kreica στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, όπου υποδυόμουν τον βασιλιά Πελασγό, και το 2007 σε σκηνοθεσία του Λούκα Ρονκόνι υποδύθηκα τον αγγελιαφόρο στις «Βάκχες» του Ευριπίδη.
— Χρειάστηκε να επιστρατεύσετε άλλου είδους υποκριτικούς κώδικες ώστε να πλησιάσατε τον Οιδίποδα, ρόλος που απέχει πολύ από άλλους σημαντικούς του κλασικού ρεπερτορίου;
Θεωρώ ότι το να παίζει κανείς σε μια τραγωδία δυόμισι χιλιάδων ετών θέτει προβλήματα πολύ διαφορετικά από την ερμηνεία οποιουδήποτε άλλου κλασικού. Καταρχάς πρέπει να αποφευχθεί η πομπώδης ερμηνεία, δηλαδή ο στόμφος και η ρητορική, όπως και να αποκλειστεί η νατουραλιστική ερμηνεία. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να βρούμε τη μεγάλη «αλήθεια», εκείνης του ενστίκτου και της καρδιάς με οδηγό το νου.
— Τι συναισθήματα σας προκαλεί το γεγονός ότι θα παίξετε στο σημαντικότερο διασωθέν αρχαίο ελληνικό θέατρο;
Είναι η πρώτη φορά που θα παίξω στο καταπληκτικό θέατρο της Επιδαύρου και αυτό με συγκινεί πολύ, τόσο εμένα όσο και τους συναδέλφους μου. Φυσικά δεν μπορώ να προβλέψω το αποτέλεσμα, αλλά ελπίζω το ελληνικό κοινό να αφεθεί και να το συνεπάρει αυτή η μοναδική και συγκινητική ιστορία.
Info
Φεστιβάλ Συρακουσών - Γιάννης Κόκκος
Οιδίπους επί Κολωνώ, του Σοφοκλή
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
17/8 - 18/8, 21:00
Σκηνοθεσία - Σκηνικά: Γιάννης Κόκκος
Μετάφραση στα ιταλικά: Federico Condello
Συνεργαζόμενος σκηνοθέτης: Alfio Scuderi
Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Annick Blancard
Βοηθός σκηνοθέτη: Stephan Grögler
Μουσική: Αλέξανδρος Μαρκέας
Κοστούμια: Paola Mariani
Φωτισμοί: Giuseppe Di Iorio
Ερμηνεύουν: Massimo De Francovich (Οιδίποδας), Sebastiano Lo Monaco (Θησέας), Roberta Caronia (Αντιγόνη), Stefano Santospago (Κρέοντας), Fabrizio Falco (Πολυνείκης), Eleonora De Luca (Ισμήνη), Danilo Nigrelli (Άγγελος), Sergio Mancinelli (Ξένος), Davide Sbrogiò (Κορυφαίος)
Χορός γερόντων: Massimo Cimaglia, Francesco Di Lorenzo , Lorenzo Falletti, Eugenio Santovito, Carlo Vitiello, La Vecchia Tatu
Χορός νέων: Tommaso Garrè, Salvatore Ventura, Emanuele Carlino, Federico Mosca, Danilo Carciolo
Χορός στρατιωτών: Alessandro Accardi, Mauro Cappello, Antonino Cicero Santaelena, Alessandro di Feliciantonio, Giacomo Lisoni, Andrea Maiorca, Riccardo Rizzo, William Caruso, Roberto Mulia, Salvatore Pappalardo, Stefano Pavone
Χορός γυναικών: Guilia Oliva, Chiara Ciancola, Vittoria Scuderi, Maria Chiara Pellitteri, Miriam Scala, Greta D' Antonio, Noemi Scaffidi, Silvia Trigona, Guilia Messina, Silvia Messina, Federica Gurrieri, Adele di Bella, Alba Sofia Vella, Guilia Antille, Gabriella Zito
Γριές: Lucia Imprescia, Lisi Giusi
σχόλια