Τί να πρωτογράψεις για τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Ζωντανή ιστορία του αμερικανικού σινεμά, διάδοχος του Μπράντο, ιερό τέρας της υποκριτικής. Θα μπορούσες να γεμίσεις ένα άρθρο με χαρακτηρισμούς και κοσμητικά επίθετα και πάλι απλά θα είχες ξύσει την επιφάνεια. Κόπολα, Σκορσέζε, Σέρτζιο Λεόνε, Μπερτολούτσι, Ντε Πάλμα, Καζάν, Μάικλ Μαν, Τσιμίνο, Ταραντίνο είναι μόνο μερικοί από τους σκηνοθέτες που χρειάστηκαν τις χαμαιλεοντικές του ικανότητες κι εκείνος τους έβγαλε κάτι παραπάνω από ασπροπρόσωπους.
Παίρνοντας την σκυτάλη από τον Μπράντο, ο Ντε Νίρο για χρόνια υπήρξε εκείνος ο «βαρεμένος» ηθοποιός του οποίου το μάτι του γυάλιζε και πήγαινε τη Μέθοδο στα άκρα, μεταβάλλοντας τρομακτικά το βάρος του –ενίοτε μέσα στην ίδια ταινία –, πληρώνοντας εκατομμύρια για να χαλάσουν τα δόντια του κι άλλα τόσα για να του τα ξαναφτιάξουν ή αναζητώντας τους ράφτες του Αλ Καπόνε, για να τον ντύσουν, προκειμένου να τον υποδυθεί πειστικότερα. Είχε όμως μια διαφορά από τον Μπράντο. Ο τελευταίος ήταν (και) σταρ, σε όλες του τις εμφανίσεις θέλει να τον θαυμάσεις, γνωρίζει τη μαγνητική επιρροή του και την επιβάλλει. Ο Ντε Νίρο, αν το απαιτούν οι ανάγκες του έργου, θα κάνει εμφάνιση σταρ, το ζητούμενο όμως γι΄ αυτόν είναι να βρει την αλήθεια του ρόλου, να γίνει ο χαρακτήρας του, σε βαθμό που συχνά αδιαφορεί αν θα τον προσέξεις ή ακόμα και αν θα τον αντιπαθήσεις. Με την ίδια ευκολία που μπορεί να δώσει μια εξωστρεφή ερμηνεία, μπορεί να λειτουργήσει και ως μετρ της υποδήλωσης, θα κάνει ότι πιστεύει πως είναι καλύτερο για το φιλμ, πάντα σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη του.
Ο Ντε Νίρο ανεξάρτητα με το τί θα σας πουν, παίρνει ακόμα τη δουλειά του πολύ στα σοβαρά, δεν θα διστάσει να σηκωθεί και να φύγει από το project αν αυτό που του ζητά να κάνει ο σκηνοθέτης του δεν συνάδει με εκείνο που (πιστεύει πως) θα έκανε ο χαρακτήρας που υποδύεται.
Ασφαλώς ηρέμησε με τα χρόνια – άγνωστο αν θα άντεχε ο οργανισμός του εάν συνέχιζε σε αυτούς τους ρυθμούς- , ασφαλώς ανέπτυξε κάποιους μανιερισμούς – βρείτε μου έναν ηθοποιό που δεν του συνέβη με τον καιρό-, ασφαλώς έγινε και λιγότερο εκλεκτικός στις επιλογές του. Μήπως, όμως, ο Μπράντο ήταν πιο προσεκτικός; Κι εκείνος έπαιζε συχνά σε ταινίες πολύ κατώτερες του, τις οποίες αναβάθμιζε με την παρουσία του. Το αυτό συμβαίνει και με τον Ντε Νίρο. Ο οποίος, ανεξάρτητα με το τί θα σας πουν, παίρνει ακόμα τη δουλειά του πολύ στα σοβαρά, δεν θα διστάσει να σηκωθεί και να φύγει από το project αν αυτό που του ζητά να κάνει ο σκηνοθέτης του δεν συνάδει με εκείνο που (πιστεύει πως) θα έκανε ο χαρακτήρας που υποδύεται, όπως στην περίπτωση του Edge of Darkness (2010). Έχει και τις κακές στιγμές του, ιδίως όταν επικαλείται την περσόνα που ανέπτυξε στο Cape Fear (1991), όπως στην περίπτωση του The Fan (1996) ή του Men of Honor (2000), αλλά ακόμα και στις πιο αδιάφορες ταινίες του, θα βρει σε κάποια σκηνή κάτι ενδιαφέρον να κάνει, κάνοντας τες κι αυτές λίγο πιο ενδιαφέρουσες.
Σήμερα κλείνει τα 77 του χρόνια, η εργασιοθεραπεία συνεχίζεται, μα ευτυχώς ανάμεσα στις επιλογές του θα βρεις και συμμετοχές σε πιο φιλόδοξα καλλιτεχνικά project, όπως το περσινό The Irishman (2019). Την περίοδο αυτή αναμένει να ξεκινήσουν τα γυρίσματα της επόμενης συνεργασίας του με τον Σκορσέζε, του Killers of the Flower Moon.
Για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά του, αντί να καταφύγουμε σε διασημότερες, εμβληματικές στιγμές της φιλμογραφίας του, επιλέξαμε δέκα λιγότερο γνωστές ταινίες, τις οποίες αξίζει να ανακαλύψετε. Αριστούργημα δεν είναι καμία τους, μα καθεμία τους έχει αρετές που την καθιστούν προβολή, για την οποία δεν θα μετανιώσετε.
O Tελευταίος των Μεγιστάνων
(The Last Tycoon, 1976)
του Ελία Καζάν
Βασισμένο σε βιβλίο του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, με σενάριο του Χάρολντ Πίντερ και σκηνοθεσία Ελια Καζάν. Με τέτοιες περγαμηνές θα περίμενες ο Τελευταίος των Μεγιστάνων να γράψει κινηματογραφική ιστορία, μα άφησε κοινό και κριτικούς αδιάφορους στην εποχή του. Περισσότερο από τον ενδοβιομηχανικό του χαρακτήρα, που το καθιστά εκ των πραγμάτων φιλμ ειδικού κοινού, ίσως να έφταιγε η αποστασιοποίηση του κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος φαντάζει βγαλμένος από την τριλογία της αποξένωσης του Αντονιόνι. Όχι τυχαία, ο Καζάν έκανε μια ταινία ευρωπαϊκού χαρακτήρα, μια ταινία σε αναζήτηση συναισθημάτων, όπως και ο ήρωας της, τον οποίον ενσαρκώνει ο Ντε Νίρο με μια υποδειγματική εσωτερική ερμηνεία. Μοναδική ευκαιρία να απολαύσετε μαζί στην οθόνη Ντε Νίρο και Τζακ Νίκολσον.
Καυτές Μαρτυρίες
(True Confessions, 1981)
του Ούλου Γκρόσμπαρντ
Το True Confessions παντρεύει επί της οθόνης δύο Ρόμπερτ, τον Ντε Νιρο και τον Ντιβάλ, στους ρόλους δύο αδερφών. Ο ένας είναι κληρικός, ο άλλος αστυνόμος, ο πρώτος υπηρετεί το φυσικό δίκαιο, ο δεύτερος το θετικό. Η δολοφονία μιας νεαρής στάρλετ – πηγή έμπνευσης το φρικιαστικό έγκλημα της «Μαύρης Ντάλιας»- και η πιθανή εμπλοκή σημαινουσών φιγούρων της τοπικής κοινωνίας θα φέρουν ένταση στη μεταξύ τους σχέση. Ο Ούλου Γκρόσμπαρντ μάλλον είχε στο μυαλό του το χτίσιμο ενός πνευματικού companion piece της πολανσκικής «Τσαϊνατάουν», αλλά δεν έχει δράμα και πλοκή –ούτε και το ταλέντο, μεταξύ μας- για να το πετύχει. Πετυχαίνει, όμως, μια ταινία που σου δίνει την αίσθηση ότι οι ήρωες έχουν και ζωή εκτός κάδρου και σ' αυτό συμβάλλει σημαντικά η συνέπεια του πρωταγωνιστικού διδύμου.
Μια Αγάπη Γεννιέται
(Falling in Love, 1984)
του Ούλου Γκρόσμπαρντ
O Ντε Νίρο δεν θεωρείται ιδεώδης πρωταγωνιστής ρομαντικής ταινίας. Τόσα πολλά και χαρακτηριστικά είναι τα στιγμιότυπα αμηχανίας, αδιαφορίας ή και βιαιότητας απέναντι στις κινηματογραφικές ερωτικές συντρόφους του, ώστε ο κριτικός Ρίτσαρντ Τ. Κέλι ονόμασε τη συλλογή του με κινηματογραφικές λίστες Ten Bad Dates with De Niro. Υπάρχει, βέβαια, κι αυτή εδώ η ταινία, μια παραλλαγή του Brief Encounter του Ντέιβιντ Λιν, όπου δυο παντρεμένοι έχουν μια σύντομη ερωτική περιπέτεια, στην οποία ο Μπόμπι διαπρέπει και ως ρομαντικός πρωταγωνιστής στο πλευρό της Μέριλ Στριπ. Αν δεν το έχετε δει, μπορείτε να το κρατήστε για τα Χριστούγεννα, διαδραματίζεται κατά την περίοδο των εορτών κι αυτό το καθιστά ενδεδειγμένη εορταστική προβολή.
Στάνλεϊ και Ίρις
(Stanley and Iris, 1990)
του Μάρτιν Ριτ
Πέραν της διεύθυνσης ηθοποιών, στα ταλέντα του Μάρτιν Ριτ συμπεριλαμβανόταν η ικανότητα να αναδεικνύει καθαρά και με γνώμονα τον άνθρωπο το εκάστοτε κοινωνικό ζήτημα που πραγματευόταν η ταινία του – άλλο ζήτημα αν το έκανε και με λεπτότητα. Ο Ριτ διατήρησε την ικανότητα αυτή μέχρι το τέλος της καριέρας του. Εδώ ο Στάνλεϊ είναι αναλφάβητος και ο Ριτ μας δίνει να καταλάβουμε τις επιπλοκές που μπορεί να έχει για έναν άνθρωπο αυτό το ελάττωμα, τόσο σε επίπεδο κοινωνικής ενσωμάτωσης, όσο και προσωπικών σχέσεων. Παραδόξως Τζέιν Φόντα και Ντε Νίρο κάνουν αρμονικό κινηματογραφικό ζευγάρι, με τον δεύτερο να αποκαλύπτει μια πιο τρυφερή πλευρά του.
Ένοχος χωρίς Αποδείξεις
(Guilty by Suspicion, 1991)
του Ίρβιν Γουίνκλερ
Αν και προηγήθηκε το The Front του Μάρτιν Ριτ – να τος πάλι μπροστά μας- το Guilty by Suspicion πλασαρίστηκε ως η πρώτη ταινία που ανέδειξε το πρόβλημα των καλλιτεχνών του θεάματος από τις «μακαρθικές» διώξεις. Ακολούθησαν καλύτερες ταινίες επί του θέματος, ο παραγωγός Ίρβιν Γουίνκλερ σκηνοθετεί στεγνά, το πλαίσιο στο οποίο κινείται το σενάριο είναι ιδιαίτερα στενό, μα είναι η σκηνογραφία έκτακτη, έχει soundtrack αποτελούμενο από εκλεκτούς τίτλους του αμερικάνικου songbook και, πάνω από όλα, τον Ντε Νίρο πρωταγωνιστή. Στον ρόλο του σκηνοθέτη που βρίσκεται ξαφνικά εξόριστος από την κινηματογραφική βιομηχανία, δίχως καν να έχει διατελέσει μέλος κομμουνιστικής οργάνωσης – κι αυτό αδυναμία του σεναρίου, άλλη κουβέντα αυτή- ο Μπόμπι είναι μετρημένος όπου πρέπει και παίρνει φωτιά σε δυο στιγμές: η μία, η προφανής, είναι η τελική σκηνή της ακρόασης από την Επιτροπή, η άλλη, η λιγότερο εμφανής, είναι εκείνη η ατόφια ντενιρική που κάνει πολλά με τα λίγα, όταν βρίσκεται μετά από καιρό πίσω από την κάμερα, ως αφανής σκηνοθέτης ενός b-movie.
Μαντ Ντογκ και Γκλόρια
(Mad Dog and Glory, 1993)
του Τζον ΜακΝότον
Φιλμική κατάθεση στην αρσενική ψυχοσύνθεση και την τοξική αρρενωπότητα, όπως αναχρονιστικά θα γράφαμε σήμερα, ημιεπιτυχημένης σατιρικής προδιάθεσης και, κατά βάση, ευφορικής διάθεσης, η οποία αντλεί τη γοητεία της από την πολύ ενδιαφέρουσα, αντίστροφη διανομή ρόλων: ο Μπιλ Μάρεϊ υποδύεται τον σκληροτράχηλο γκάνγκστερ και ο Ντε Νίρο έναν ντροπαλό αστυνομικό που τυχαίνει να σώσει τη ζωή του πρώτου και βλέπει τη ζωή του να αλλάζει, όταν εκείνος θέλει να τον ευχαριστήσει. Ξεχασμένη, ιδιαίτερη ταινία των '90s, εντελώς διαφορετικού ύφους από την προηγούμενη του σκηνοθέτη της, το Χένρι: Το πορτραίτο ενός Δολοφόνου, με έναν Ντε Νίρο πιο ευάλωτο από ποτέ.
Ρόνιν
(Ronin, 1998)
του Τζον Φρανκενχάιμερ
Στο Ρόνιν ο Μπόμπι υποδύεται έναν μισθοφόρο που προσλαμβάνεται από μυστική οργάνωση για να ανακτήσει μια βαλίτσα με άγνωστο περιεχόμενο. Ρόνιν είναι ο σαμουράι χωρίς αφέντη, σαφείς οι παραλληλισμοί με τον χαρακτήρα του Ντε Νίρο στο φιλμ, ο οποίος επανασυστήνεται ως μελβιλικός ήρωας και δεν είναι μόνο η γαλλική τοποθεσία που συντείνει προς αυτή την κατεύθυνση. Δυστυχώς ο μελβιλισμός του έργου μένει ανολοκλήρωτος λόγω ενός μέτριου φινάλε που σε κάνει να απορείς, δεδομένου πως ο Ντέιβιντ Μάμετ έχει βάλει το χεράκι του στο σενάριο, αλλά μην σας αποθαρρύνει αυτό: πρόκειται για ωραιότατη, χορταστική περιπέτεια με αυτοκινητιστικές καταδιώξεις τόσο μαεστρικά ενορχηστρωμένες από τον Τζον Φρανκενχαϊμερ που, αν έγραφες πως βάζουν τα γυαλιά σε εκείνες του Bulitt και του The French Connection, λίγοι θα σε έλεγαν υπερβολικό.
The Score
(2001)
του Φρανκ Οζ
«Τρεις γενιές του Αctor's Studio σε μια ερμηνευτική μονομαχία γιγατόνων» έγραφαν πάνω κάτω τα κινηματογραφικά έντυπα πριν την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες και η οσκαρολογία έδινε και έπαιρνε. Μπράντο, Ντε Νίρο και Νόρτον μαζί στην οθόνη, δηλαδή ο «βασιλιάς», ο «διάδοχος» και ο «σφετεριστής». Τελικά η μυθολογία των πρωταγωνιστών, αν και δίνει πόντους στο φιλμ, ελάχιστα το απασχολεί, πρόκειται για αβαρές heist movies, πλην εκτελεσμένο με επαγγελματισμό και φινέτσα, με τη σκηνή της ληστείας να δανείζεται από τις καλύτερες στιγμές του είδους. Ο Μπράντο παίζει σαν να μην έχει να αποδείξει τίποτα – και δεν είχε -, ο Νόρτον σαν να έχει να αποδείξει πολλά – και είχε –, σε MVP αναδεικνύεται τελικά ο Ντε Νίρο, ο οποίος κάνει τα απολύτως απαραίτητα για τον χαρακτήρα του, αδιαφορώντας αν θα τραβήξει την προσοχή. Αυτό που κάνει συνήθως, δηλαδή, και καλύτερα από τον καθένα.
Το Σημάδι του Δολοφόνου
(City by the Sea, 2002)
του Μάικλ Κέιτον Τζόουνς
Αστυνομικός έρχεται αντιμέτωπος με δίλημμα, όταν ο γιος του δολοφονεί σε άμυνα ένα βαποράκι και βρίσκεται καταζητούμενος. Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της λίστας, καθώς υπάρχει μέσα του η μαγιά για μια μεγάλη ταινία για πατέρες και γιους, για την απουσία πατρικού προτύπου παντός τύπου αλλά και την ανάγκη της. Χρειαζόταν να περάσει ένα χέρι το σενάριο κάποιος σεναρίστας περιωπής, χρειαζόταν και σκηνοθέτης διορατικότερος του καλού επαγγελματία Μάικλ Κέιτον Τζόουνς, αλλά ας μην γράφουμε για το τί θα μπορούσε να είναι το έργο κι ας δεχτούμε αυτό που έχουμε μπροστά μας. Δηλαδή ένα διακριτικό, πέρα για πέρα ανθρώπινο ψυχολογικό δράμα που μας προσφέρει και μια συγκλονιστική στιγμή του Μπόμπι στο φινάλε του.
Είναι Όλοι τους Καλά
(Everybody's Fine, 2009)
του Κερκ Τζόουνς
Η δυνατότητα του Ντε Νίρο να επανεφευρίσκει τον εαυτό του δεν κοπάζει ούτε στην ύστερη, κατά πολλούς αδύναμη περίοδό του. Εδώ υποδύεται τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας με ευγένεια και γλυκύτητα που θα περίμενες από έναν Τζίμι Στιούαρτ ή έναν Τομ Χανκς. Πρόκειται για ριμέικ της ομώνυμης ταινίας του Τζουζέπε Τορνατόρε, όπου ένας χήρος πληροφορείται πως τα παιδιά του δεν θα έρθουν στο οικογενειακό τραπέζι της Μέρας των Ευχαριστιών για πρώτη φορά και παίρνει την απόφαση να τα επισκεφτεί ένα προς ένα. Μικρή ταινία μεγάλου κοινού, πέρασε εγκληματικά απαρατήρητη όταν βγήκε στις αίθουσες—για αυτό φέρει μεγάλη ευθύνη το απαράδεκτο, εντελώς παραπλανητικο poster. Θα έκανε και μια πέτρα να κλάψει, όπως έλεγε κι ο Όρσον Γουέλς.