1.
Ο κινηματογράφος δεν είναι σκοποβολή για να έχει στόχους.
— Τι είναι λοιπόν ο κινηματογράφος;
Όταν γύριζα τα Χρώματα της Ίριδας προσπάθησα να καταλάβω αυτό ακριβώς. Τι νόημα έχει ο κινηματογράφος; Σήμερα νομίζω ότι έχω κάνει ένα βήμα πιο πέρα. Κατάλαβα πως ο κινηματογράφος είναι σαν τη ζωή. Έχει το νόημα που του δίνουμε. Εκείνο όμως που μένει ακόμα να βρούμε είναι: τι νόημα πρέπει να του δώσουμε, και δεν είναι από τα πιο εύκολα πράγματα. Πιστέψτε με!!
— Και για το σενάριο των Τεμπέληδων της Εύφορης Κοιλάδας;
Το σενάριο αυτό είναι μια συμβολική απόπειρα αντιμετώπισης της κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας με θέμα την οκνηρία και τη χαλαρότητα που έχει διαβρώσει όλες τις βαθμίδες, τα μέλη μιας αλληγορικά προσδιορισμένης οικογένειας, για την οποία η τεμπελιά όχι μόνο δεν θεωρείται ελάττωμα, αλλά αντίθετα καλλιεργείται σαν ένα φυτό, σπάνιο και πολύτιμο. Προχωρώντας βαθύτερα θίγει δομικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, αποκαλύπτοντας και τις ευθύνες κάθε κοινωνικού στρώματος.
— Ο καίριος προσανατολισμός είναι σαφώς πολιτικός…
Αν δει κανείς έτσι το πράγμα πρέπει να δει ότι ο ύπνος, δηλαδή η τέλεια απραξία, εκφράζει στην ταινία την πιο δραστήρια τάξη της ιστορίας. Γιατί όχι; Είναι διασκεδαστικό σαν ιδέα, και είναι και σωστό: η δραστηριότητα της αστικής τάξης είναι μια τρύπα.
Ο Γκοντάρ έχει πει κάτι σπουδαίο: ότι ο κινηματογράφος φιλμάρει το θάνατο στη δουλειά του. Γι' αυτό ο κινηματογράφος είναι και θα παραμείνει η Τέχνη των Νέων. Βλέπουμε ότι μόνο νέοι πάνε πια στον κινηματογράφο, άνθρωποι δηλαδή, που δεν έχουν το γλοιώδη πανικό μπροστά στο Χρόνο. Όσο λοιπόν ο κινηματογράφος κερδίζει σε σοβαρότητα, τόσο χάνει σε σεβάσμιους θεατές.
— Τι μπορεί να θέλει να πει ο Παναγιωτόπουλος μ’ αυτή την ταινία;
Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας είναι μια πολιτική ταινία, που προτιμάει, από το ν’ ανεμίζει κόκκινες σημαίες, να βάλει μπροστά στις ευθύνες τους τούς θεατές, να τους στριμώξει, να μην τους δώσει το δικαίωμα για χειροκροτήματα. Όσο λιγότερο χειροκροτεί ο θεατής τόσο περισσότερο σκέφτεται. Άλλωστε, προσωπικά νομίζω πως δεν υπάρχουν περιθώρια για ενθουσιαστικές ταινίες, αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι. Οι λύσεις που προσφέρονται στις οθόνες του κινηματογράφου είναι σαν τα φιλμαρισμένα φρούτα. Έχουν καλύτερη όψη από τα πραγματικά, αλλά δεν τρώγονται.
Από συζήτηση του Νίκου Παναγιωτόπουλου με τον Γιάννη Σολδάτο, έτσι όπως καταγράφεται στο βιβλίο με το σενάριο της ταινίας Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας [Νεφέλη, Αθήνα 1978;]
2.
— Πώς βρεθήκατε στον κινηματογράφο κύριε Παναγιωτόπουλε;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά ήθελα να γίνω σκηνοθέτης.
— Ξέροντας τι σημαίνει;
Ξέροντας. Νομίζω μάλιστα ότι με επηρέασε πάρα πολύ ο Κουν με κάποιες παραστάσεις του που είχα δει μαθητής. Αυτή η μαγεία του Θεάτρου Τέχνης σίγουρα πρέπει να ’παιξε κάποιο ρόλο. Κάποιο ρόλο επίσης έπαιξε και ο Κούνδουρος. Είχε ένα τζιπ, ήταν κι ωραίος, και τον έβλεπα να περιφέρεται με το ανοιχτό τζιπ στην Αθήνα. Αυτή η εικόνα ήταν ένα ερέθισμα για μένα.
— Σ’ αυτή σας την επιθυμία οι ταινίες δεν έπαιξαν κανένα ρόλο;
Δεν νομίζω, στην αρχή τουλάχιστον. Μάλλον από τεμπελιά έγινα σκηνοθέτης. Νόμιζα ότι είναι ένα επάγγελμα που δεν χρειάζεται να ξυπνάς κάθε πρωί να πας στη δουλειά σου.
— Πότε μπήκατε «επισήμως» στο κινηματογραφικό παιχνίδι;
Ήταν τόσο πρώιμη αυτή η επιθυμία, που γράφτηκα στη σχολή του Ιωαννίδη, ενώ πήγαινα ακόμη στην Εβδόμη Γυμνασίου. Είχα ένα φίλο καθηγητή εκεί. Τότε υπήρχαν δύο σχολές. Η Ανωτέρα Σχολή του Σταυράκου και η Ανωτάτη του Ιωαννίδη. Εγώ φυσικά γράφτηκα στην Ανωτάτη. Τελείωσα το Γυμνάσιο και τη Σχολή ταυτόχρονα. Παράλληλα άρχισα να δουλεύω στον κινηματογράφο ως βοηθός σκηνοθέτης.
— Μιλάμε για ποια χρονιά;
Μιλάμε για το ’59-’60. Απ’ το ’58 είχα αρχίσει να δουλεύω στον Κινηματογράφο και το ’60 τέλειωσα της Σχολή. Ήμουν βοηθός σκηνοθέτη σε κάτι τρομακτικές ταινίες. Φουστανέλες και λοιπά.
(…)
— Μετά φύγατε στη Γαλλία για να συνεχίσετε τις σπουδές σας;
Ναι, υποτίθεται πως πήγα να σπουδάσω κι έκανα την προπαιδευτική της IDHEC. Δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου όμως. Τα ήξερα ήδη από δω αυτά τα πράγματα και θεώρησα ότι θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να σπουδάσω Φιλμολογία του Κινηματογράφου. Πήγα λοιπόν στη Σορβόνη, στο Ινστιτούτο Φιλμολογίας, όπου δίδασκε ο Σαντούλ, αλλά κι αυτά αδιάφορα μου φαίνονταν. Έμεινα όμως στο Παρίσι γιατί μου άρεσε, και γιατί μπόρεσα να συμπληρώσω την κινηματογραφική μου παιδεία πηγαίνοντας καθημερινά στη Γαλλική Ταινιοθήκη. Εκεί μέσα μπορείς να μελετήσεις σε δυο-τρία χρόνια ολόκληρη την Ιστορία του Κινηματογράφου. Τότε πραγματικά άρχισα να αγαπώ τα κινηματογραφικά έργα.
— Στη Γαλλία κάνατε την πρώτη σας ταινία μικρού μήκους;
Όχι. Την έκανα στην Ελλάδα. Στο Παρίσι έμεινα συνολικά 12 χρόνια, με μια διακοπή. Γύρισα, έκανα Στρατό και μια ταινία μικρού μήκους, την Κυριακή.
— Κάνατε όμως και στη Γαλλία άλλες δυο ταινίες μικρού μήκους…
Ναι. Στη Γαλλία συνδέθηκα μ’ όλο αυτό τον κόσμο της γενιάς του ’63. Τον Αγγελόπουλο, το Λιαρόπουλο, τον Κωνστανταράκο, τη Μαρκετάκη. Είχαμε δημιουργήσει μια παρέα και ξημεροβραδιαζόμασταν να συζητάμε για κινηματογράφο, σε μια εποχή τελείως άγονη για την Ελλάδα. Ήταν η εποχή της Φίνος Φιλμ. Αλλά μια εποχή υπέροχη για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Έβγαιναν ένας Αντονιόνι, ένας Φελλίνι, ένας Γκοντάρ – κι αυτό το «μπουμ» της δεκαετίας του ’60 με σημάδεψε.
(…)
— Θεωρείται τον εαυτό σας ερασιτέχνη κινηματογραφιστή;
Φυσικά, και θα σας εξηγήσω γιατί. Οι επαγγελματίες εξαργυρώνουν την τέχνη τους και το ταλέντο τους, και μ’ αυτή την έννοια εγώ δεν είμαι επαγγελματίας, γιατί δεν έχω εξαργυρώσει τίποτα. Τίποτα δηλαδή απ’ αυτά που ξέρω για το πώς φτιάχνεται μια ταινία. Γιατί, για μένα, η ταινία είναι μια περιπλάνηση που δεν ξέρω που θα με βγάλει. Κι είναι και μια πλάνη, γιατί ως τώρα με πάει πάντα αλλού από κει που θα ’θελα. Γι’ αυτό και ξαναρχίζω μια άλλη ταινία. Για να σας δώσω το στίγμα μου: νομίζω πως είμαι κάποιος που θέλει να κάνει κάτι στον κινηματογράφο, χωρίς να ξέρω ούτε τι ακριβώς θέλω να κάνω, ούτε πώς να το κάνω.
(…)
— Είχατε πει κάποτε ότι προτιμάτε σενάρια που γίνονται για ένα τράβελινγκ, παρά σενάρια που διηγούνται μια ιστορία…
Αυτό που λέμε κινηματογραφικότητα τι είναι; Είναι η μεταμόρφωση του κόσμου σε κινηματογραφικό γεγονός. Γιατί ο κινηματογράφος δεν είναι Ο κόσμος – ο κινηματογράφος είναι ΕΝΑΣ κόσμος. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτή η μεταμόρφωση, πώς συντελείται. Μπορώ όμως να την αναγνωρίζω όπου τη βρίσκω και μπορώ να σας πω ότι απεχθάνομαι τις ταινίες όπου αυτή η μεταμόρφωση δεν υπάρχει. Και απ’ αυτή την άποψη είμαι υπέρ της κινηματογραφικότητας στον κινηματογράφο, υπέρ της θεατρικότητας στο θέατρο, της μουσικότητας στη μουσική κ.λπ.
— Ποια είναι όμως η ιδιαιτερότητα του κινηματογράφου; Τι ακριβώς είναι αυτή η περιβόητη κινηματογραφικότητα;
Είναι η μεταμόρφωση του κόσμου σε κινηματογραφικό γεγονός, το ξαναλέω.
— Ο κινηματογράφος είναι η κατ’ εξοχήν τέχνη του Χρόνου – να η ιδιαιτερότητά του…
Ναι, έχει μια αποκλειστική σχέση με το Χρόνο, που δεν την έχουν οι άλλες Τέχνες και είναι πολύ βασικό αυτό. Ο Γκοντάρ έχει πει κάτι σπουδαίο: ότι ο κινηματογράφος φιλμάρει το θάνατο στη δουλειά του. Γι’ αυτό ο κινηματογράφος είναι και θα παραμείνει η Τέχνη των Νέων. Βλέπουμε ότι μόνο νέοι πάνε πια στον κινηματογράφο, άνθρωποι δηλαδή, που δεν έχουν το γλοιώδη πανικό μπροστά στο Χρόνο. Όσο λοιπόν ο κινηματογράφος κερδίζει σε σοβαρότητα, τόσο χάνει σε σεβάσμιους θεατές.
(…)
Από συζήτηση του Νίκου Παναγιωτόπουλου με τους Νίκο Γραμματικό και Αχιλλέα Κυριακίδη για το περιοδικό Το Τέταρτο, τεύχος 21, Ιανουάριος 1987
3.
Αυτό που έχω πει πολλές φορές όταν με ρωτάνε είναι ότι δεν έχω μια σταθερή σχέση και άποψη για τον κινηματογράφο και αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχω μια σταθερή και σίγουρη άποψη για τη ζωή. Όταν με ρωτάνε τι είναι ο κινηματογράφος απαντώ ρωτώντας: «τι είναι η ζωή;». Αν κάποιος ξέρει τι είναι η ζωή, τότε μπορεί να ξέρει τι είναι ο κινηματογράφος, είναι απλό. Αν όλοι αυτοί, όπως οι μαρξιστές ας πούμε, γνωρίζουνε τι είναι ο κινηματογράφος, αυτό οφείλεται στο ότι γνωρίζουν τι είναι η ζωή. Επίσης οι χριστιανοί. Οι χριστιανοί ξέρουν τι είναι η ζωή, επομένως ξέρουν τι είναι ο κινηματογράφος. Γι’ αυτό και η χριστιανική τέχνη είναι μια μεγάλη τέχνη, γιατί στηρίζεται με σιγουριά στις «αλήθειες» της.(…)
Σε τελευταία ανάλυση σκέφτομαι ότι δεν θέλω να εκφραστώ μέσα από τις ταινίες μου και μπορώ να σας πω ότι εκνευρίζομαι με όλους αυτούς τους καλλιτέχνες που έχουν ανάγκη για έκφραση. Εγώ δεν θέλω να εκφράσω τίποτα. Απλώς θέλω να εντυπώσω μέσα στις ταινίες μου πράγματα που με εντυπωσιάζουν, πράγματα περίεργα, όπως ένας άνθρωπος που μπαίνει στο σαλόνι, φορώντας ένα καπέλο, και λέει: «καλημέρα, τι κάνετε;».(…)
Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι λογοκρατούμενος, λεξικρατούμενος, λογοκεντρικός. Όμως έχουμε μπει στην εποχή της εικόνας και φαίνεται ότι ελάχιστοι μόνο το έχουν συνειδητοποιήσει.
Έπειτα το νόημα μιας ταινίας, ενσαρκώνεται στις εικόνες της – πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι; Διαφορετικά θα έπρεπε να έχουμε από πριν ένα νόημα και να το σκηνοθετούμε. Ο μόνος τρόπος που νομίζω ότι ταιριάζει στον κινηματογράφο είναι η απόπειρα τού δημιουργού να παράγει από τις ίδιες τις εικόνες ένα νόημα. Ένα νόημα που δεν το ξέρω όταν αρχίζω να φτιάχνω εικόνες. Τελικώς, δεν θα μ’ ενδιέφερε να σκηνοθετήσω ένα νόημα, θα μ’ ενδιέφερε όμως να παραχθεί μέσα από τις εικόνες ένα νόημα. Γι’ αυτό, αν δεν πίστευα στην τύχη, δεν θ’ άρχιζα ποτέ μια ταινία. Πάντα πιστεύω ότι κάτι θα γίνει στο δρόμο. Με άλλα λόγια δεν έχω όλα τα στοιχεία για να κάνω μια ταινία. Έχω μόνο μερικές ιδέες και πηγαίνω στο γύρισμα πιστεύοντας ότι θα βρω κι άλλες ιδέες. Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι δεν μπορώ να κάνω μια ταινία για κάτι που ξέρω.(…)
Πάντα με απασχολούσε και με απασχολεί ακόμη το ζήτημα της μουσικής στον κινηματογράφο. Πιστεύω ότι μία κεκτημένη ταχύτητα από την εποχή του βωβού κινηματογράφου επέβαλε αυτή τη μορφή της μουσικής επένδυσης που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Όλο το κακό ξεκίνησε από τους πρώτους αιθουσάρχες, που καθιέρωσαν την παρουσία ενός πιανίστα κατά τη διάρκεια της προβολής ταινιών. Από ’κει και πέρα διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι όλα τα φιλμ πρέπει να έχουν μουσική. Μια μουσική υπόκρουση εν είδει μουσικής γέφυρας. Για παράδειγμα… μεταξύ δύο σκηνών ο πρωταγωνιστής διασχίζει ένα δρόμο. Αυτή η κίνηση συνοδεύεται με μουσική και είναι κάτι που δεν κατάλαβα ποτέ μου. Αλλά και γενικότερα δεν ξέρω τι σημαίνει η μουσική για τον κινηματογράφο – ίσως να είναι περιττή. Προσωπικά επιχειρώ να φιλμάρω την ίδια τη μουσική στην υλικότητά της αν είναι δυνατόν, σαν να είναι κι αυτή ένας πρωταγωνιστής της ταινίας. Τελικά, μέσα σε μια ταινία, δίνω στη μουσική το ρόλο της.
Από συζήτηση του Νίκου Παναγιωτόπουλου με τον Μηνά Ταταλίδη στο περιοδικό Οθόνη, τεύχος 33, Ιούνιος 1988
σχόλια