Όταν ένας κωμικός ηθοποιός ενσαρκώνει τον πρώτο του δραματικό ρόλο είναι καταδικασμένος να ακούσει σχόλια τύπου «κοίτα να δεις που ο τάδε μπορεί να παίξει». Θεωρείται εύκολο είδος η κωμωδία, κι ας μην είναι, χώρια που στη συνείδηση του μέσου ενήλικα η σοβαρότητα συνδέεται με τη σοβαροφάνεια, άρα σοβαρός ηθοποιός μπορεί να είναι μόνο εκείνος που εμφανίζεται σε παραγωγές με τον χαρακτήρα (ή την επίφαση) της σοβαρότητας.
Κι όμως, ο κωμικός συνήθως τίποτε άλλο δεν κάνει από τα να παίρνει κάτι δραματικό και να το μετατρέπει σε κωμωδία. Και επειδή για τον Στιβ Καρέλ θα μιλήσουμε, πάρτε για παράδειγμα τον Μπρικ στην cult κωμωδία του Άνταμ ΜακΚέι «Anchorman», η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι πιο σοβαρή πολιτικά από τις πιο πρόσφατες «σοβαρές» του ταινίες.
Ο Μπρικ είναι εμφανώς ένα όχι ιδιαίτερα έξυπνο παιδί, παγιδευμένο στο σώμα ενήλικα – ένας κρετίνος, για να το πούμε ωμά. Όμως, μέσα από τις βλακείες που κάνει, από τις random ενέργειές του και από τον παπαγαλισμό όσων λένε οι υπόλοιποι, διαφαίνεται η ανάγκη του να ταιριάξει, να νιώσει μέλος της ομάδας. Ο Καρέλ παίρνει αυτή την ανάγκη του ανήκειν και τον τρόμο της απουσίας του, παίρνει και τη σύγκρουση που έχει ο χαρακτήρας με τους κανόνες λειτουργίας όχι μόνο των υπολοίπων αλλά και του ίδιου του σύμπαντος και κάνει το δράμα του κωμωδία.
Η αρχική αίσθηση που αφήνει η σειρά, έτσι όπως το ένα επεισόδιο ξεκινά από κει που τελείωσε το άλλο, είναι ότι παρακολουθείς μια ταινία που τεμαχίστηκε σε επεισόδια, ακριβώς επειδή πλέον το format της σειράς είναι πιθανότερο να τραβήξει την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού από ένα low budget κινηματογραφικό θρίλερ δωματίου.
Φυσικά, ο Καρέλ έχει από την αρχή της κινηματογραφικής του καριέρας μια παράλληλη δραματική φιλμογραφία που ίσως να αγνοούν οι συνδρομητές του Netflix, οι οποίοι τον (ανα)γνωρίζουν ως προϊστάμενο Μάικλ Σκοτ, άντε και ως χηρεύσαν αρσενικό που προφέρει τη λέξη «cuckold» με τον πιο αστείο τρόπο του κόσμου στο «Crazy Stupid Love».
Σε ταινίες όπως το «Little Miss Sunshine» και το «Dan is real life» ο Καρέλ συνεχίζει να φορά το κοστούμι χαρακτήρων που νιώθουν να μην ανήκουν, αλλά σε δραματικότερες αποχρώσεις, ταυτόχρονα έχει και μια κτηνώδη ερμηνεία στο ενεργητικό του, τη μεταμόρφωσή του στο «Foxcatcher», όπου επιβάλλεται στο κάδρο με τον τρόπο ενός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Στη σειρά «Τhe Patient» υποδύεται τον Άλαν, έναν διακεκριμένο Εβραίο ψυχίατρο.
Ο Καρέλ είχε καταγράψει κάποιον χρόνο κινηματογραφικής προϋπηρεσίας στη συγκεκριμένη επαγγελματική ιδιότητα στο «Hope Springs», όπου πρότεινε στη Μέριλ Στριπ και στον απρόθυμο Τόμι Λι Τζόουνς τρόπους για να σώσουν τον γάμο τους. Η μειλίχια έκφραση και η εντύπωση όχι ενός επαγγελματία αλλά ενός ανθρώπου που ακούει και μιας φυσιογνωμίας που μόνο με μακιγιάζ μπορεί να πείσει για την πλήρη απέχθειά της –βλέπε «Foxcatcher»– τον καθιστούν ιδανικό για σχετικούς ρόλους.
Στο πρώτο επεισόδιο ο Άλαν ξυπνά αλυσοδεμένος στο κρεβάτι ενός επιπλωμένου υπογείου και ανακαλύπτει ότι έχει πέσει θύμα απαγωγής από τον Σαμ, έναν νέο ασθενή του που διενεργεί υγειονομικούς ελέγχους σε εστιατόρια και, παράλληλα, είναι ένας δραστήριος serial killer. Όπως εξηγεί ο Σαμ, o Άλαν είναι η μόνη του ελπίδα για να σταματήσει την εγκληματική του δραστηριότητα και προέβη στην απαγωγή του ώστε να τον έχει διαρκώς παρόντα για να καταστέλλει τις δολοφονικές παρορμήσεις του μέσω άμεσων συνεδριών.
Στα πρώτα επεισόδια της σειράς παρακολουθείς ένα ψυχολογικό θρίλερ, μια σκακιστική παρτίδα μεταξύ Άλαν και Σαμ, με τον πρώτο να μηχανεύεται τρόπους για να πείσει τον δεύτερο να τον απελευθερώσει, ενώ ταυτόχρονα η συνείδησή του και η αίσθηση του ιατρικού καθήκοντος τον ωθούν να προσπαθήσει να βοηθήσει τον απαγωγέα του, γνωρίζοντας μεν ότι η ψυχανάλυση είναι αδύνατο να λειτουργήσει υπό αυτές τις συνθήκες αλλά και αντιλαμβανόμενος ότι από αυτό εξαρτάται η ζωή κι άλλων ανθρώπων.
Η αρχική αίσθηση που αφήνει η σειρά, έτσι όπως το ένα επεισόδιο ξεκινά από εκεί που τελείωσε το άλλο, είναι ότι παρακολουθείς μια ταινία που τεμαχίστηκε σε επεισόδια, ακριβώς επειδή πλέον το format της σειράς είναι πιθανότερο να τραβήξει την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού από ένα low budget κινηματογραφικό θρίλερ δωματίου.
Υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον σε αυτά τα πρώτα επεισόδια, ο τίτλος του ενός μάλιστα είναι «Pastitsio» – ο Σαμ επισκέπτεται ένα ελληνικό εστιατόριο και βάζει στο μάτι τον εστιάτορα ως επόμενο θύμα του.
Ο Nτόνειλ Γκλίσον έχει τον αβανταδόρικο ρόλο του Σαμ, αμφιταλαντεύεται επιδέξια ανάμεσα στην απόγνωση και στην απειλή, ο Καρέλ είναι πιο εγκεφαλικός, παρατηρεί προσεκτικά, ενώ παράλληλα αγωνιά, καταπιέζοντας αυτή του την αγωνία ώστε να μην φανεί και ταράξει τον ασθενή του– ακόμα και στα πρώτα επεισόδια η ερμηνεία του είναι πιο σύνθετη από όσο φαίνεται.
Το ερμηνευτικό μπρα ντε φερ κι ένα σενάριο που παίζει καλά το παιχνίδι της εκκρεμότητας κρατούν την ένταση σε ικανοποιητικά επίπεδα στο πρώτο μισό της σεζόν, με μοναδική παραφωνία τις εξαιρετικά αμήχανες σκηνές που εμφανίζεται ένας συγκεκριμένος τρίτος χαρακτήρας – το αφήνουμε εδώ, για να μην κάνουμε spoiler. Κι αν αυτά τα επεισόδια μοιάζουν αρκετά για εκείνον που θέλει να σκοτώσει την ώρα του με ένα εύπεπτο θέαμα, είναι η συνέχεια και η απρόσμενη αλλαγή προσανατολισμού του θεάματος που αναβαθμίζει τη σειρά.
Από τον Σαμ και τη δολοφονική του πορεία, περνάμε στον Άλαν, που αντιλαμβάνεται την πιθανή έλευση του θανάτου του και επιχειρεί μια ενδοσκόπηση. Οι γονικές προβολές στα τέκνα, η εβραϊκότητα και οι απαιτήσεις της, το τραύμα, η αλληλοκατανόηση, η λειτουργία της ψυχανάλυσης και πάνω από όλα η καλλιέργεια ενσυναίσθησης, που προϋποθέτει αυτογνωσία και αυτοκριτική, έρχονται στο προσκήνιο και το θρίλερ περνά σε δεύτερη μοίρα, δίχως να παραμελείται.
Ο Άλαν ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του, ο Καρέλ πετυχαίνει συγκινησιακό κρεσέντο με όπλα ένα υγρό βλέμμα και τους χαμηλότερους ερμηνευτικούς τόνους και η σειρά μεταμορφώνεται σε ένα πολύ πιο ενδιαφέρον θέαμα από το απλά ευπρεπές θρίλερ που παρέπεμπε στην αρχή.
Αν και γλυκόπικρη η κατάληξή της, το επιμύθιο της, ότι η καλοσύνη είναι μεταδοτική, ίσως όχι στον βαθμό που θέλουμε και χρειαζόμαστε, αλλά στον βαθμό που μπορεί να βελτιώσει έστω και λίγο τη ζωή των υπολοίπων γύρω μας (και μαζί και τη δική μας), την καθιστά, παραδόξως, μια ταιριαστή εναλλακτική πρόταση για εορταστικό binge-watching.