Δύσκολο πράγμα η επιτυχία. Μετά την απροσδόκητα μεγάλη για τον ίδιο αποδοχή της Πολίτικης Κουζίνας, ο Τάσος Μπουλμέτης κλείστηκε στο εαυτό του. Τον απασχολούσε το «μετά» και αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική, που τον μάγεψε και του άνοιξε καινούργιους ορίζοντες. Έμαθε ισπανικά σε έξι μήνες και είπε να μάθει και τάνγκο, αλλά ήταν τόσο κακός χορευτής (λέει αστειευόμενος), που έσπασε το πόδι του. Τότε, το 2007, με το πόδι στον γύψο, ξεκίνησε να γράφει το σενάριο της ταινίας που βγαίνει σήμερα στους κινηματογράφους. «Ο Νοτιάς είναι καιρός, είναι και προορισμός. Όταν έχεις τις μαύρες σου, δεν λες "καλά θα ήταν να πάω στη Σουηδία". Ένα ταξίδι προς τον Νότο επιθυμείς, τις θάλασσες του Νότου ονειρεύεσαι» λέει.
— Αν κρίνω από το γεγονός ότι και στις τρεις ταινίες σας το σενάριο είναι δικό σας, θα έλεγα πως για σας η κινηματογραφική δημιουργία είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Ισχύει;
Ξεκινώ από μια ιδέα, η οποία είναι συνήθως high-concept, δηλαδή είναι μια ιδέα αυτοτελής, αυτοδύναμη και έχει ένα περίεργο κλου. Στον Νοτιά η αρχική ιδέα που με κινητοποίησε, πριν από 8 χρόνια περίπου, ήταν τι συμβαίνει σε μια κοινωνία όταν οι μύθοι πάνω στους οποίους στηρίζεται το αφήγημά της ανατρέπονται. Η θέση μου σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι ότι όταν αποδομείς το παρελθόν, την παράδοση και τους μύθους (όλο εκείνο το οικοδόμημα στο οποίο μια κοινωνία αναγνωρίζει τον εαυτό της, την ταυτότητά της), η κοινωνία διαλύεται.
— Εννοείτε την εθνική ταυτότητα;
Ναι, μιλάω για την Ελλάδα. Ήθελα να προσεγγίσω αυτό το ζήτημα με τρόπο, ας πούμε, αλληγορικό. Ξεκινάω, λοιπόν, να γράφω πάνω σ' αυτή την ιδέα κι εκεί αρχίζει η μεγάλη μου περιπέτεια. Δεν είμαι επαγγελματίας σεναριογράφος για να δώσω σε μια ιδέα που έχω τη μορφή ολοκληρωμένου σεναρίου μέσα σε ένα εξάμηνο. Η συγγραφή του σεναρίου είναι για μένα μια χρονοβόρα διαδικασία αυτογνωσίας – ψάχνομαι δραματουργικά, ψάχνομαι καλλιτεχνικά, κάνω έρευνα για την εποχή που μ' ενδιαφέρει, συζητώ με ανθρώπους, παίρνω συμβούλους, και όσο προχωράει η ιστορία, ανθίζει ένας τεράστιος κόσμος, ο οποίος αφήνει υλικά και για άλλες, επόμενες δουλειές. Κάποια στιγμή συμβαίνουν γεγονότα, είτε κοινωνικά είτε στην προσωπική μου ζωή, τα οποία ανακαλούν βιώματα σε σχέση με την ιστορία που γράφω. Κι όταν αρχίζω και τα ενσωματώνω, αισθάνομαι ότι αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί.
Η νοσταλγία δεν είναι αυτοσκοπός, η νοσταλγία είναι για μένα αφηγηματικό εργαλείο. Θέλω να αναδείξω θεματικές και ηθικά ζητήματα και χρησιμοποιώ ως εργαλείο τη νοσταλγία. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον τρόμο και η ταινία να είναι θρίλερ.
— Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που υπάρχουν και σ' αυτή την ταινία σας δηλώνουν κάτι για τον τρόπο που λειτουργείτε ως δημιουργός ταινιών;
«Βιωματικά» θα τα χαρακτήριζα. Κάποια ελάχιστα αυτοβιογραφικά στοιχεία που υπάρχουν στις δύο ταινίες μου σ' εμένα αποκτούν τη διάσταση του βιωματικού, γιατί τότε αρχίζω να λειτουργώ. Τι σημαίνει «βιωματικά»; Ότι καταθέτω την ψυχούλα μου και εκτίθεμαι – συχνά μέσω αυτοσαρκασμού. Είναι κάτι που γενικώς εκτιμώ στους ανθρώπους, γιατί δείχνει ότι έχουν μια στοιχειώδη αυτογνωσία, ότι ξέρουν ότι και η σοβαρότητα έχει τα όριά της, πέραν των οποίων αρχίζει το κομμάτι που αποδομείται, ο εαυτός, η οντότητα η ίδια.
— Δηλαδή, έχετε ανάγκη την αρχική ιδέα να την αναπτύξετε μέσα από δικές σας, προσωπικές αναφορές;
Το «έχω ανάγκη» δεν σημαίνει ότι το έχω επιλέξει ως «μέθοδο» αλλά ότι έτσι έχει συμβεί μέχρι στιγμής. Μπορεί στην επόμενη ταινία μου να λειτουργήσω διαφορετικά. Η μέθοδος μάλλον μ' έχει επιλέξει. Γι' αυτό η Πολίτικη Κουζίνα και ο Νοτιάς έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά.
— Και η πρώτη; Η εν πολλοίς άγνωστη «Βιοτεχνία Ονείρων»;
Πράγματι, δεν την ξέρει κανένας. Την έκανα το 1988, είναι πειραματική, την υπεραγαπώ και πιστεύω ότι το θέμα της έχει μεγάλο ενδιαφέρον σήμερα. Σ' αυτήν χρησιμοποιώ τη νέα τεχνολογία για να σχολιάσω την τεχνολογία (στη γνώση της οποίας επικέντρωσα όταν σπούδασα στο UCLA, όπως και στο σενάριο). Αφορά μια δυστοπική κοινωνία, είναι sci-fi κατά έναν τρόπο, εξελίσσεται σε μια Αθήνα που κατοικείται από ανθρώπους που δεν μπορούν να ονειρευτούν. Γι' αυτό και επισκέπτονται βιοτεχνίες ονείρων, στις οποίες κάποιοι προικισμένοι άνθρωποι ονειρεύονται για λογαριασμό τους. Μπορεί να έχει τις αδυναμίες της πρωτόλειας, αλλά έχει κάποιες ιδέες, μια οπτική και μια τεχνολογική διάσταση που με την τωρινή μου γνώση θα μπορούσα να επεξεργαστώ εκ νέου και να γίνει κάτι πολύ καλό.
— Μια σκηνή στον «Νοτιά» αφορά τον Χορό του Ζαλόγγου, όπως τον «φαντάζεται» ο νεαρός ήρωας. Έρχονται στο μυαλό αυτομάτως κάποιοι «εκσυγχρονιστές» της ιστορικής επιστήμης, που, παραγνωρίζοντας κάτι που συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου (η διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία κατά μία έννοια σκηνοθετείται χάριν της συγκρότησης εθνικής ταυτότητας), καταγγέλλουν ιστορικές ανακρίβειες, κατά τη γνώμη πολλών, με λάθος τρόπο και λάθος στιγμή. Είναι κάποιο είδος έμμεσου σχολίου που κάνετε;
Η ιδέα αυτή, η σκηνή αυτή, γράφτηκε πολύ πριν προκύψει στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα με τον Χορό του Ζαλόγγου. Αφορά μια φαντασίωση του νεαρού, που είναι ερωτευμένος με μια χορεύτρια. Τη φαντάζεται Σουλιώτισσα και επειδή θέλει να την κρατήσει ζωντανή, την προσγειώνει όμορφα στο έδαφος. Σχετικά με το ζήτημα της διδασκαλίας της Ιστορίας, θα πω το εξής: η Ιστορία είναι μια αφήγηση, το θέμα είναι πώς η κυρίαρχη ιδεολογία, που αναγκαστικά περνάει στη δόμηση αυτής της αφήγησης, δεν θα οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Οπωσδήποτε είναι δύσκολο ζήτημα, αν πρέπει το μάθημα της Ιστορίας να προσβλέπει στη συγκρότηση εθνικής ταυτότητας ή στην ιστορική ακρίβεια. Γιατί, πρώτα απ' όλα, πρέπει να ορίσουμε τι σημαίνει «εθνική ταυτότητα» (για μένα, που είμαι Έλληνας από την Κωνσταντινούπολη, δεν είναι απλό) και τι «ιστορική ακρίβεια». Η ιστορική ακρίβεια αφορά πάντα μια συγκεκριμένη γωνία, ένα point of view, από την οποία εξετάζεις τα πράγματα. Η Καταστροφή της Σμύρνης δεν ήταν «συνωστισμός», όμως η δική μας Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται από τους Τούρκους «απελευθέρωση», από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί και επελάσει στα εδάφη της χώρας τους.
— Ο ρόλος του μαθήματος της Ιστορίας στο σχολείο, πάντως, δεν είναι να μάθουν τα παιδιά το αυτονόητο, ότι π.χ. σε καιρό πολέμου και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές γίνονται αγριότητες. Αλλά ούτε να καλλιεργούνται πλαστές ιδέες για το παρελθόν του έθνους.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι διάφορα ζητήματα που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια, τύπου «συνωστισμός στη Σμύρνη», έχουν να κάνουν με ευαισθησίες «αντικειμενικότητας». Μάλλον δείχνουν την προχειρότητα με την οποία κάποιοι κάνουν τη δουλειά τους. Γιατί, αλλιώς, πολλά και διάφορα επώδυνα ιστορικά γεγονότα, καταστροφές πόλεων και πληθυσμών, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «συνωστισμοί». Οπωσδήποτε η Ιστορία, η σχέση μας με το παρελθόν, όλα αυτά με απασχολούν στον Νοτιά. Η τελευταία ατάκα της ταινίας, την οποία έχει πει ένας συντηρητικός πρύτανης της δεκαετίας του '70, είναι η εξής: «Κάποια πράγματα είναι ωραίο ν' αλλάζουν, όχι όμως όλα. Γιατί κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται όπως ακριβώς τ' ακούσαμε». Γι' αυτό σας είπα στην αρχή ότι πραγματεύομαι το ζήτημα της παράδοσης και των μύθων και το τι συμβαίνει σε μια κοινωνία όταν ανατρέπονται οι μύθοι – προκαλείται αναρχία.
— Ναι, κι έχω την εντύπωση πως αδικείται η ταινία αν προταθεί ως βασικό χαρακτηριστικό της η νοσταλγία για μια εποχή που πέρασε.
Αυτό πιστεύω κι εγώ και δράττομαι της ευκαιρίας ν' απαντήσω σε όσους με ρωτούν «γιατί κάνατε πάλι μια νοσταλγική ταινία;». Η νοσταλγία δεν είναι αυτοσκοπός, η νοσταλγία είναι για μένα αφηγηματικό εργαλείο. Θέλω να αναδείξω θεματικές και ηθικά ζητήματα και χρησιμοποιώ ως εργαλείο τη νοσταλγία. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον τρόμο και η ταινία να είναι θρίλερ.
— Επειδή η διαφημιστική προβολή δημιουργεί πολλές φορές παρανοήσεις, θα με ενδιέφερε να μου μιλούσατε εσείς για το στόρι της ταινίας σας.
Διακρίνω τρεις άξονες. Ο πρώτος αφορά την πλοκή: είμαστε στο 1968 και παρακολουθούμε έναν έφηβο, που τότε είναι 12 χρόνων και έχει τα πρώτα ερωτικά και σεξουαλικά σκιρτήματα. Ερωτεύεται διάφορες γυναίκες, στην αρχή φαντασιωσικά, τις οποίες χάνει με κάποιον τρόπο. Ποιο είναι το κλου της ιστορίας; Όλες αυτές οι γυναίκες συνδέονται με κάποιον τρόπο με το πολιτικό σύστημα. Ας πούμε, η πρώτη γυναίκα που ερωτεύεται είναι η βασίλισσα Άννα-Μαρία, που η χούντα τού την παίρνει. Δηλαδή, πέρα από την πρώτη ανάγνωση της πλοκής, κεντρική ιδέα της ταινίας είναι ότι το πολιτικό σύστημα σου στερεί το αντικείμενο της επιθυμίας σου.
Ο δεύτερος άξονας αφορά τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, τι συνέβη και ποια δυναμική διαμορφώθηκε μέχρι το 1981, καταληκτικό έτος της ταινίας. Η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του '60, λόγω του πολέμου και του Εμφυλίου, είναι μια κοινωνία τραυματισμένη. Η μεσοαστική και η μικροαστική τάξη αναζητεί μια οντότητα, προσπαθεί να καταλάβει τι της συμβαίνει και να ορθοποδήσει. Έρχεται η χούντα, όμως, και η διαδικασία πάλι μπλοκάρεται. Με τη Μεταπολίτευση διαμορφώνεται μια συνθήκη απελευθέρωσης από παλιά βάρη και συμβαίνει η απενοχοποίηση της Αριστεράς. Οι Έλληνες πολίτες για πρώτη φορά μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα τα πιστεύω και τις επιθυμίες τους. Το πολιτικό σύστημα, όλα τα κόμματα εξουσίας, έδωσαν τότε υποσχέσεις ευμάρειας, ποιότητας ζωής κ.ο.κ. Το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε το κύριο βάρος της υλοποίησης της υπόσχεσης. Σήμερα βλέπουμε τι σήμαινε όλο αυτό. Υπό το πρίσμα αυτό, στον Νοτιά αναγνωρίζονται καταστάσεις, τάσεις και δυναμικές, τις συνέπειες των οποίων βιώνουμε ως πραγματικότητα σήμερα. Η ταινία δεν φιλοδοξεί να εκφράσει ένα «α, τι ωραία που ήταν εκείνα τα χρόνια!».
Ο τρίτος άξονας είναι η ψυχαναλυτική θεματική, η πιο βαθιά, αυτή που με απασχολεί προσωπικά: το θέμα της απώλειας. Είμαστε ανίκανοι να διαχειριστούμε την απώλεια, και ατομικά και συλλογικά. Φέρουμε ανοιχτά τραύματα (την απώλεια του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο, την απώλεια της Κωνσταντινούπολης κ.ο.κ.), που ακριβώς επειδή παραμένουν ανοιχτά, επειδή δεν έχουμε πενθήσει και δεν έχουμε συμφιλιωθεί με την ήττα, μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε παραπέρα. Και στην Πολίτικη Κουζίνα αυτό ήταν το θέμα μου: η αδυναμία διαχείρισης της απώλειας, της Πόλης εν προκειμένω, και η καθήλωση στη μητρική τροφή. Απ' αυτό τον τρίτο θεματικό άξονα, της απώλειας, όπως εγώ τον εννοώ και τον καταθέτω, προκύπτει ο τίτλος της ταινίας Νοτιάς. Ο νοτιάς είναι και καιρός και προορισμός. Όλοι οι ήρωές μου συνδέονται με κάποιον τρόπο με τον νοτιά. Ξέρετε, ο νοτιάς είναι ο καιρός που έχει τη μεγαλύτερη ψυχοσωματική επίδραση στους ανθρώπους. Είναι απειλητικός, προειδοποιητικός, έχει μελαγχολία, αλλά, από την άλλη, όταν έχεις τις μαύρες σου, δεν λες «καλά θα ήταν να πάω στη Σουηδία». Ένα ταξίδι προς τον Νότο επιθυμείς, τις θάλασσες του Νότου ονειρεύεσαι.
— Ο «Νότος» του Σολάνας και του Πιατσόλα, σαν να λέμε...
Ακριβώς.
— Διακρίνω «άξονες» και στον τρόπο που εκφράζεστε...
Να σας πω εγώ τι μ' έχει επηρεάσει; Η Φυσική που σπούδασα, το ότι έχω δουλέψει στην πραγματική οικονομία (στη διαφήμιση) και η ψυχανάλυση. Παρεμπιπτόντως, όταν χάρισα διάφορα βιβλία μου για να αδειάσει η αποθήκη του σπιτιού μου, κράτησα τα βιβλία των μαθηματικών και της φυσικής για να τα μελετήσω στα γεράματά μου – αν με αξιώσει ο Θεός να γεράσω.
— Είναι πιο εύκολο να μιλήσει ο δημιουργός για το παρελθόν ή για το σήμερα; Γι' αυτό που συμβαίνει στον παρόντα χρόνο;
Ο παρών χρόνος αφορά το εν εξελίξει, είναι σαν να μιλάς για κάτι που δεν ξέρεις. Είναι λογικό και αυτονόητο να είναι πιο δύσκολο να μιλήσεις για το σήμερα.
— Όταν καταπιάνεσαι, ωστόσο, με μια περίοδο που έχει περάσει, αναγκαστικά η προσέγγισή σου εμπεριέχει πολιτική άποψη. Η γενιά του Πολυτεχνείου, π.χ., καταγγέλλεται από πολλούς για τη δεινή σημερινή κατάσταση. Όταν ασχολείσαι μ' αυτήν, γίνεται να μην πάρεις θέση;
Ισχύει, αλλά αν με ρωτάτε αν παίρνω θέση καθαρή, θα σας πω ότι εγώ δεν ξεκινώ από μια πολιτική θέση, την αφήνω να προκύπτει εμμέσως. Η πολιτική άποψη που εκφράζω είναι ότι δεν πρέπει να καταστρέφουμε τους μύθους μας, γιατί τότε συμβαίνει αυτό που ζούμε σήμερα σ' αυτήν τη χώρα: μια διάλυση άνευ προηγουμένου. Δεν ξέρουμε τι είναι καλό, τι είναι κακό, δικαιολογούμε καταστάσεις που είναι ανεπίτρεπτες. Δεν μπορεί, ας πούμε, το πολιτικό σύστημα να ανέχεται υπουργούς οι οποίοι κατηγορούνται για διάφορα, αλλά παραμένουν στη θέση τους, αλλά όταν κατηγορείται ένας διευθυντής οργανισμού να παύεται. Όποτε μας συμφέρει, ακολουθούμε την Α στάση, και όποτε δεν μας συμφέρει την αντίθετή της; Δεν υπάρχουν κανόνες ίδιοι για όλους κι αυτό το πληρώνουμε ήδη – και δεν πρόκειται για αιχμή που αφορά μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Δεν μπορεί ο κρατικός λειτουργός να απαλλάσσεται από την ποινική ευθύνη στο όνομα της «δημοκρατικής» ευαισθησίας. Κάποια στιγμή, επιτέλους, πρέπει να μπει μια σειρά, να εξασφαλίζεται η συνέχεια του κράτους, να λήγουν οι θητείες των διευθυντών των οργανισμών και τότε να αντικαθίστανται, να επιλέγονται οι καλύτεροι πέραν των κομματικών συμπαθειών, σε όλο το φάσμα της κρατικής διοίκησης.
— Ας γυρίσουμε στα του κινηματογράφου. Αν κυρίαρχη δύναμη στον κινηματογράφο είναι η αμερικανική, η δύναμη του ευρωπαϊκού σινεμά παραμένει ακλόνητη, κι ας είναι άλλου τύπου. Ας πούμε, ταινίες όπως το «Νymphomaniac» του Τρίερς ή η «Νιότη» του Σορεντίνο δεν θα μπορούσαν να είναι αμερικανικές. Ποια είναι η γνώμη σας;
Η Ευρώπη εδώ και καιρό απαξιώνεται από λαϊκίστικες αφηγήσεις, αλλά στην ιστορία της ανθρωπότητας το μόνο σύμπλεγμα χωρών όπου έγιναν περισσότερο σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα, διατυπώθηκαν οι πιο προχωρημένες ιδέες, εκεί όπου δημιουργήθηκαν τα σημαντικότερα έργα στις τέχνες και σημειώθηκε η μεγαλύτερη πρόοδος στις επιστήμες είναι η Ευρώπη, με όλες τις ελλείψεις ή τις αδυναμίες που έχει. Γι' αυτό πρέπει να προστατέψουμε και να διαφυλάξουμε αυτό που εκπροσωπεί και συμβολίζει. Ωστόσο, επειδή συγκρίνατε την αμερικανική και την ευρωπαϊκή παραγωγή ταινιών, θα συμφωνήσω μαζί σας, με μια μικρή παρατήρηση: υπάρχουν ταινίες του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου που έχουν τις ευαισθησίες των ευρωπαϊκών, όχι όμως και το βάθος. Τη διαφορά έχει διατυπώσει πολύ εύστοχα ο Κώστας Γαβράς, όταν είπε ότι ο Αμερικανός παραγωγός και σκηνοθέτης θέλει να κάνει μια ταινία που να έχει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και παρακαλάει τον Θεό να αναγνωριστεί και ως καλλιτεχνική επιτυχία. Ενώ ο Ευρωπαίος παρακαλάει τον Θεό να κάνει μια μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία, μήπως και βγάλει και κάνα φράγκο. Και αυτό δεν αλλάζει, γιατί βαραίνει το βάθος του πολιτισμού από πίσω.
— Φαίνεστε ήρεμος, προφανώς γιατί η ταινία έχει φύγει πια από τα χέρια σας. Πρέπει να είναι, όμως, πολύ δύσκολη και πιεστική υπόθεση η δημιουργία μιας ταινίας.
Αρκεί να σας πω ότι το τελικό σενάριο που γύρισα ήταν το draft 33. Στην Πολίτικη Κουζίνα γύρισα το draft 15. Διάβασα κάποτε ότι το Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία ήταν draft 19. Ε, να που το ξεπέρασα. Για τη συγγραφή του σεναρίου, στο οποίο εγώ δίνω βαρύνουσα σημασία, ισχύει αυτό που λένε οι Αμερικανοί: «Βefore start writing, know your ending». Γιατί αν έχεις βρει το τέλος, έχεις βρει τον προορισμό. Κι αυτό σε οδηγεί και διευκολύνει την όλη διαδικασία. Το γύρισμα του Νοτιά έγινε στο κέντρο της Αθήνας (εκτός από δύο σκηνές, που γυρίστηκαν στο Σούνιο). Κάναμε πολλές πρόβες, δεν είμαι σκηνοθέτης που παραβλέπει αυτό το στάδιο, την προετοιμασία των ηθοποιών. Μετά, στα γυρίσματα, μπορεί να αλλάξω άποψη για την ερμηνεία, αλλά και τότε η δουλειά που έχει γίνει στις πρόβες αποδεικνύεται πολύτιμη. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δουλειά με την κάμερα. Βλέπουμε, επιλέγουμε, συζητάμε με τους συνεργάτες μου προτού καταλήξουμε στη γωνία που θα στηθεί η κάμερα. Μπορεί, όταν έρθει η στιγμή του γυρίσματος, ν' αλλάξουμε γνώμη και να επιλέξουμε άλλη. Σημασία έχει ότι ξέρω τι ζητώ και από πού ξεκινώ. Αν πας τη στιγμή του γυρίσματος να ψάξεις να βρεις αυτό που θέλεις, το παιχνίδι είναι χαμένο. Θυμάμαι κάτι που έλεγε ο συχωρεμένος Λευτέρης Βογιατζής: «Για να απογειωθείς, πρέπει να πατάς στα πόδια σου».
Η ταινία Νοτιάς προβάλλεται στις αίθουσες.