ΜΟΙΡΑΙΑ, ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ πολλά κείμενα τις επόμενες μέρες για το ντεμπούτο της Ισάνα Νάιτ Σιάμαλαν, με άξονα τις έκδηλες ομοιότητες αλλά και τις διαφορές του με το σινεμά του διάσημου πατέρα της, Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Με αυτό ως δεδομένο, ίσως είναι καλύτερο να προσεγγίσουμε την ταινία εργοκεντρικά. Άλλωστε οι περισσότεροι θεατές θα κόψουν εισιτήριο για να παρακολουθήσουν το μεταφυσικό θρίλερ «Οι Παρατηρητές» («Τhe Watchers») και όχι το «ντεμπούτο της κόρης του Σιάμαλαν».
Έχουμε, λοιπόν, μια ταινία τρόμου με concept. Kαι ποιο είναι αυτό το concept; Ένα δάσος με τέρατα που τους αρέσει να παρακολουθούν και μια τετραμελής ομάδα ανθρώπων, οχυρωμένη σε κτίσμα με γυάλινη πρόσοψη, ώστε να μπορούν να τους δουν αυτά τα άγνωστα, απειλητικά πλάσματα. Έχουμε, ταυτόχρονα, και μυστήριο. Με τι μοιάζουν αυτά τα πλάσματα; Γιατί τους αρέσει να παρατηρούν τους ανθρώπους και τι θέλουν από αυτούς; Και πώς βρέθηκε αυτή η περίεργη κατασκευή στην καρδιά του ιρλανδικού δάσους;
Θα μπορούσαμε να έχουμε μια παραβολή έξοχη και σύγχρονη, σχετική με την κατάργηση της ιδιωτικότητας και την αποθέωση της αυτοπροβολής στους καιρούς μας, αλλά η Σιάμαλαν πριμοδοτεί τη μυθολογία και εστιάζει στην ατέλεια, μέσω της κουρασμένης θεματικής του τραύματος.
Οι συνθήκες ευνοούν μια ταινία τρόμου βασισμένη στον κοινό φόβο της παρακολούθησης, μα η Σιάμαλαν, τιμώντας την οικογενειακή παράδοση, εστιάζει πρωτίστως στο μυστήριο, με τη μυστικοπάθεια να διέπει το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας της. Η επιτυχία αυτού του τύπου σινεμά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση, το μέγεθος και την ποιότητα των αποκαλύψεων, καθώς και από τη λογική πορεία που ακολουθήθηκε μέχρι να φτάσουμε ως εκεί, καλώς εχόντων των πραγμάτων ομαλά και οργανικά. Τα μυστικά των «Παρατηρητών» θα ικανοποιήσουν μερικώς όσους αγαπούν τον λαογραφικό τρόμο, κυρίως λόγω του κυριολεκτικού τρόπου με τον οποίο τον αντιλαμβάνεται η Σιάμαλαν, αλλά ταυτόχρονα «μικραίνουν» πολύ την ταινία.
Θα επιχειρήσουμε μια σύντομη ανάλυση, δίχως να αποκαλύψουμε τα μυστικά. Αυτοί που βρίσκονται μέσα στο κουτί και επιδεικνύονται είναι «τέλειοι» άνθρωποι και εκείνοι που τους παρακολουθούν «ατελείς», που ζηλεύουν, θαυμάζουν και θα ήθελαν να τους μοιάσουν. Οι πρώτοι πρέπει να ακολουθήσουν ορισμένους κανόνες που θέτουν οι δεύτεροι, να μη δυσαρεστήσουν το κοινό τους δηλαδή, αλλιώς θα κατασπαραχθούν. Ταυτόχρονα και οι πρώτοι νιώθουν ατελείς εντός τους, αλλά το κρύβουν επιμελώς.
Θα μπορούσαμε να έχουμε μια παραβολή έξοχη και σύγχρονη, σχετική με την κατάργηση της ιδιωτικότητας και την αποθέωση της αυτοπροβολής στους καιρούς μας, αλλά η Σιάμαλαν πριμοδοτεί τη μυθολογία και εστιάζει στην ατέλεια, μέσω της κουρασμένης θεματικής του τραύματος. Όταν τελειώνει η ταινία, έχεις ξεχάσει για τα καλά το σκέλος της παρατήρησης και φεύγεις από την αίθουσα με ένα πολυφορεμένο επιμύθιο περί αποδοχής και λυτρωτικής αγάπης, που εδώ επιβάλλεται με το στανιό, έπειτα από τέσσερα (!) ψευδοφινάλε.
Ναι, ενώ τα υλικά είναι εκεί, υπάρχει μια σύγχυση ως προς τη στοχοθεσία, πηγάζουσα πρωτίστως από το σενάριο. Ένα σενάριο όχι τρομακτικό, μα τρομακτικά επεξηγηματικό· παρακολουθείς την ταινία και νιώθεις ότι ο υπεύθυνος στην αίθουσα προβολής πάτησε να τη δούμε με το commentary track ενεργό. Όσο κι αν η Ντακότα Φάνινγκ φέρνει με την εμπειρία της φυσικότητα στο exposition, όσο κι αν υποπαίζει εξισορροπητικά τα πιο εξωφρενικά στιγμιότυπα, θαύματα δεν μπορεί να κάνει. Για καλή τύχη της Σιάμαλαν, η σωστή επιλογή συνεργατών –θα μας επιτρέψετε να ξεχωρίσουμε τον Έιμπελ Κορζενιόφσκι και τον τόσο ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικο συναισθηματισμό των εγχόρδων του– παράγει αποτέλεσμα διόλου ενοχλητικό για το μάτι και το αυτί. Το μυαλό είναι μια άλλη ιστορία.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.