Παρά την έξαρση της πανδημίας, γηγενείς και «μετανάστες» σινεφίλ σταδιακά αγκάλιασαν τις προβολές του 62ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, γεμίζοντας τις αίθουσες όπου πραγματοποιούνται οι προβολές του, που φέτος προγραμματίστηκαν σε μεγαλύτερες χρονικές αποστάσεις απ' ό,τι συνήθως, για να διασφαλιστεί η τήρηση των επιβεβλημένων μέτρων προστασίας.
Το πρόγραμμα πληθωρικό, οι συζητήσεις στα πηγαδάκια πυρωμένες, ο χώρος γύρω από τις Αποθήκες στο λιμάνι παραμένει πρόσφορος για ρομαντζάδα – μια ένεση μερικής επιστροφής σε ένα ανέφελο παρελθόν, που αρκετοί (μπορεί και να) χρειαζόμασταν.
Από το τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες ξεχωρίσαμε δύο ταινίες. Η Τραβιάτα, τα Αδέρφια μου κι Εγώ είναι μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης, ιδωμένη με την εγκράτεια μιας φεστιβαλικής δημιουργίας και μια πολύ κινηματογραφική ερμηνεία από τον νεαρό πρωταγωνιστή της.
Στόχος του σινεμά είναι (και) να γνωρίσουμε τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω μας, να μπούμε στα παπούτσια του άλλου, κάτι που μας υπενθύμισε ο Τυφλός Άνδρας που δεν ήθελε να δει τον Τιτανικό –τι απίθανος τίτλος– που φιλοδοξεί και κατορθώνει να αποδώσει κινηματογραφικά μια first person εμπειρία ενός τυφλού ανθρώπου, με όχημα μια ερωτική ιστορία. Με φλουταρισμένο το background ακολουθούμε τον Γιάκο στην προσπάθειά του να βγει στον έξω κόσμο και να συναντήσει τη Σίρπα, μια γυναίκα με την οποία διατηρεί μια τηλεφωνική σχέση, μα δεν έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά (διαθέσιμο και στην online πλατφόρμα του φεστιβάλ).
Από τις πάγιες απολαύσεις κάθε φεστιβαλιστή είναι να ανακαλύπτει διαμαντάκια, εκεί που δεν το περιμένει, σε παράλληλα τμήματα που συνήθως δεν συγκεντρώνουν τα φώτα της δημοσιότητας.
Φέτος είδαμε μια καταπληκτική ταινία στο Next Gen. Ο λόγος για το Any Day Now στο οποίο μια οικογένεια Ιρανών που διαμένουν σε φινλανδικό κέντρο υποδοχής προσφύγων αναμένει απόφαση πάνω στην έφεση που άσκησαν στην απορριφθείσα αίτηση ασύλου τους. Κατά τη διάρκεια της αναμονής τους ο δεκατριάχρονος γιος της οικογένειας έχει προλάβει να στήσει τη ζωή του, αγνοώντας ότι κάθε μέρα του εκεί μπορεί να είναι και η τελευταία. Μια πολύ ενδιαφέρουσα κατάθεση πάνω στο προσφυγικό ζήτημα, κινηματογραφικά προσβάσιμη και σε ευρύτερο κοινό, με ένα φινάλε από εκείνα που, όπως έλεγε και ο Όρσον Γουέλς, θα έκαναν και μια πέτρα να κλάψει. Σε κάνει να απορείς που δεν επιλέχθηκε για κάποιο από τα (θεωρητικά) δυνατότερα τμήματα του φεστιβάλ (δείτε το εδώ).
Aπό τις μεγάλες πρεμιέρες του φεστιβάλ αναμενόμενα τον μεγαλύτερο θόρυβο προκάλεσε η Μπενεντέτα του Πολ Βερχόφεν, που θα δούμε στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη 18 Νοεμβρίου.
Το πρώτο σαραντάλεπτο της ταινίας είναι σε full Βερχόφεν mode, σαρκαστικό, προβοκατόρικο, με τα ερωτικά οράματα της ηρωίδας με τον Ιησού να ξεσηκώνουν την αίθουσα, η συνέχεια είναι, παραδόξως, πιο συγκρατημένη, σε μια ιστορία για τη διαπλοκή θρησκείας, εξουσίας και σεξουαλικότητας, με τη Βιρζινί Εφιρά να ενσαρκώνει ερμηνευτικά το camp όραμα του σκηνοθέτη της και τη Δάφνη Πατακιά να κλέβει την παράσταση στο ρόλο του μοναδικού αγνού και ειλικρινούς χαρακτήρα στο φιλμ – απαντά μόνο στα ένστικτα και τα συναισθήματά της, η μοναδική φορά που θα την ακούσουμε να λέει ψέματα στο φιλμ συμβαίνει για αγαθό σκοπό.
Στο ημιαυτοβιογραφικό Souvenir: Part II η Τζόανα Χογκ συνεχίζει την ιστορία της Τζούλι από εκεί που την άφησε. Στο πρώτο μέρος, έχοντας χάσει τον σύντροφό της, όταν εκείνος έδωσε τέλος στη ζωή του, η Τζούλι είναι έτοιμη να γυρίσει την πρώτη της ταινία και η Χογκ παρουσιάζει την τέχνη ως προϊόν αληθινού, βιωμένου δράματος. Στο δεύτερο μέρος βλέπουμε την Τζούλι να κάνει τη σχέση της ταινία, να προσπαθεί μέσω της αναπαράστασης να ξεγελάσει την θλίψη της τόσο για την απώλεια του αγαπημένου της, όσο και για την απώλεια του εαυτού της μέσα στην τοξική σχέση της με εκείνον. Στην πορεία διαπιστώνει πως η δημιουργία είναι ένας καλός, πλην πλάγιος τρόπος για να διαχειριστεί τα προβλήματά της και ότι η ίαση θα έρθει μόνο όταν τα αντιμετωπίσει ευθέως.
Πιο συγκροτημένο από το πρώτο, αν και αδύνατο να σταθεί δραματουργικά χωρίς εκείνο, ενσυναισθητικό όσο λίγες σύγχρονες ταινίες εκεί έξω, κινούμενο σε παρεμφερή, μεταμοντέρνα μονοπάτια και όπως πάντα σε διάλογο με το υπόλοιπο έργο της καλλιτέχνιδας – η φανταστική ταινία, με την οποία η Τζούλι συμφιλιώνεται με όσα πέρασε, παραπέμπει στο μικρομηκάδικο παρελθόν της σκηνοθέτιδας. Έχει και Talk Talk στο σάουντρακ, οπότε του συγχωρείς τη μικρή πινελιά φεστιβαλικής πρόκλησης στην αρχή.
Από τις ελληνικές ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος για την Αγέλη Προβάτων ακούγαμε πολλά, οι κατασκευαστικές της αρετές και το πάντρεμα των ειδών κάπως τα δικαιολογούσε (δείτε την εδώ), μα τα Μαγνητικά Πεδία ήταν η ταινία που έκλεψε την παράσταση. Ένας άντρας και μια γυναίκα, παράξενοι και μόνοι, συναντιούνται τυχαία σε ένα νησί. Ο πρώτος βρίσκεται εκεί για να θάψει μια θεία του, τα απομεινάρια της οποίας κουβαλά σε ένα μεταλλικό κουτί, η δεύτερη βρέθηκε εκεί ψάχνοντας να βρει τη φωνή της – και κάποιον που να θέλει να την ακούσει να τραγουδά, όπως δηλώνει. Όπως η νεκρή θεία δεν γίνεται δεκτή στον τόπο που γεννήθηκε και γυρίζει το νησί μέσα στο κουτί, αναζητώντας την τελευταία κατοικία της, έτσι κι εκείνοι ψάχνουν να ταιριάξουν, να βρουν την φυλή τους.
Έτσι αισιόδοξη και καλόψυχη, όπως είναι η δημιουργία του γνωστού από τον χώρο των κόμικς Γιώργου Γούση, θα δώσει νομοτελειακό χαρακτήρα στην ευτυχή κατάληξη αυτής, και κάθε ανάλογης αναζήτησης, θα πετύχει και διάνα με την ιδιοσυγκρασιακή της όψη –ας πούμε σαν ελαφρώς απομαγνητισμένο, πολυκαιρισμένο VHS– η οποία, σαν τους ήρωές της, θα γίνει αρεστή σε εκείνους που θα σκύψουν για να ακούσουν το «τραγούδι» της. Ένα πραγματικά ωραιότατο ντεμπούτο, κι ας μοιάζει σε σημεία ερωτευμένο με την παραδοξότητά του (δείτε την ταινία εδώ).
Στο Διεθνές Διαγωνιστικό τo True Things συνοδευόταν από buzz μιας διεισδυτικής πραγματείας πάνω στις σύγχρονες σχέσεις. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια απλή ιστορία χειραφέτησης, σημειακής δραματουργίας και ανάγνωσης αποκλειστικά πρώτου επιπέδου, που σαν αιχμή του δόρατος έχει την ερμηνεία της Ρουθ Γουίλσον στον κόντρα ρόλο μιας συμπαθούς, βασανισμένης θηλυκής ύπαρξης.
Η ηρωίδα δυσκολεύεται να σηκώσει κεφάλι στον χώρο εργασίας, στο σπίτι, στη φίλη που την καλεί να βρει «επιτέλους» ένα καλό παιδί και να «στεριώσει» κι απέναντι σε έναν εγωκεντρικό, ναρκισσιστή σύντροφο, που θα την οδηγήσει στη συναισθηματική κατάρρευση. Με μια σκηνή απελευθερωτικού χορού στους ρυθμούς της P.J. Harvey, που παραπέμπει στην Γκλόρια του Σεμπαστιάν Λέλιο και με μια καθυστερημένη, πλην εύλογη κίνηση ερωτικού ρεβανσισμού, το ταξίδι της ολοκληρώνεται.
Αντίθετα, εκείνη η ταινία που έχει τη χάρη, καταφέρνοντας να αποτελέσει αυτό που ακούγαμε ότι είναι το True Things, είναι η ταινία λήξης του φετινού φεστιβάλ, το Les Olympiades του Ζακ Οντιάρ. Ο Οντιάρ συνεργάζεται με τη Σελίν Σιαμά στο σενάριο, η δεύτερη του δίνει φρεσκάδα στο υλικό, ο πρώτος τιθασεύει τις εξεζητημένες αισθητικές παρορμήσεις της και η συνεργασία αποδίδει μια θαυμάσια ταινία με αυθεντικό ερωτισμό και αληθοφανείς διαλόγους, που αναδεικνύει το νεανικό ερωτικό τοπίο του σήμερα, μαζί με τις παθογένειές του, δίχως ποτέ να γίνεται επικριτική ή να υψώνει το δάχτυλο.
Η σεξουαλική ελευθεριότητα, ο φόβος του συναισθήματος, μα και η ενδόμυχη λαχτάρα της εκδήλωσης και της αποδοχής του, η βαθύτερη ανάγκη για επικοινωνία και ο ναρκισσισμός –ένας χαρακτήρας καταλήγει να ερωτεύεται κάποιον που του μοιάζει εμφανισιακά– προκύπτουν μέσα από μια σπονδυλωτή αφήγηση που ολοκληρώνεται με την πιο feel-good κατακλείδα της σεζόν. Ένα αρμοστά γλυκό φινάλε για ακόμα ένα κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.