Το Ούτε Καν δεν είναι μόνο η πιο φιλόδοξη ταινία του Τζόρνταν Πιλ, αλλά από τις πλέον θαρραλέες στο mainstream σινεμά των τελευταίων ετών, φορτισμένη και φορτωμένη με θέματα, προθέσεις, ιστορικές και κινηματογραφικές αναφορές σε πολιτισμό και δημιουργούς. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι εντελώς επιτυχημένη: μέσα στην πολύπλοκη ροή της, ο εμφανής ψυχαγωγικός χαρακτήρας της διακόπτεται από σημασιοδοτήσεις που χρήζουν επεξήγησης, σαν χάρτης με υποσημειώσεις που οδηγούν την πλοκή. Διαφορετικές ιστορίες προσπαθούν να ευθυγραμμιστούν, και πολύ συχνά χωρίζουν οι δρόμοι τους. Ενδιάμεσα, εντυπωσιακές σκηνές, αποσπασματικές και τοποθετημένες έτσι ώστε να προβληματίζουν μετά το αρχικό τους εφέ, εκπλήσσουν με την εικόνα και τη δύναμη της πρωτοτυπίας τους. Η δομή και η κυρίαρχη αίσθηση, ωστόσο, βασίζεται, ή μάλλον, δανείζεται, από τις δυο πιο εμβληματικές περιπέτειες του Στίβεν Σπίλμπεργκ από τη δεκαετία του '70.
Εκμετάλλευση και ρατσισμός δεν είναι εκπλήξεις στη συνήθη προβληματική του Πιλ, αλλά η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη που σίγουρα αναλαμβάνει μόνος του έξτρα κοινωνική ευθύνη μέσα από ταινίες-δηλώσεις, πραγματεύεται το θέαμα και τη συναλλαγή του κοινού με τον καθρέφτη των επιλογών του.
Ο νεφελώδης, «αεικίνητος» ουρανός σε ένα καλιφορνέζικο ράντσο βρέχει αντικείμενα που σκοτώνουν τον πατέρα του Ότις (Ντάνιελ Καλούγια, μαγνητικός) και της Έμεραλντ (Κίκι Πάλμερ, με επιδερμικό ενθουσιασμό στην προσέγγιση, που ταιριάζει περισσότερο στα καθήκοντά της ως οικοδέσποινας του τηλεοπτικού Password) – ο ηλεκτρισμός που κρύβουν τα σύννεφα εγκυμονεί κίνδυνο εικαστικά παρεμφερή με εκείνον στις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου. Κι ενώ γίνεται γρήγορα σαφές πως μια εξωγήινη οντότητα καραδοκεί εκεί ψηλά, και παίζει κρυφτό που μένει να αποκωδικοποιηθεί, τα δύο αδέλφια συγκροτούν μια ετερόκλητη ομάδα, μαζί με έναν πωλητή ηλεκτρονικών ειδών (Μπράντον Περέα, ένας ευπρόσδεκτος newcomer) και έναν λακωνικό και πείσμονα οπερατέρ (νόστιμα εκκεντρικός ο uber καρατερίστας ηθοποιός Μάικλ Γουίνκοτ, συνήθως ο κακός του Χόλιγουντ) για να εξολοθρεύσουν αλλά και να καταγράψουν τη δυσδιάκριτη απειλή, στήνοντας ένα σχέδιο που διαρθρώνεται ακριβώς σαν τη μονομαχία της ομάδας στα Σαγόνια του Καρχαρία εναντίον του τέρατος, με τον Γουίνκοτ στον ρόλο του Ρόμπερτ Σο.
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο βαρύς Ότις και η ορμητική και αισιόδοξη Έμεραλντ είναι απόγονοι του Έντουαρντ Μούιμπριτζ, του μαύρου τζόκεϊ που απαθανατίστηκε στο φιλμάκι του αναβάτη από το 1887, το κατά τεκμήριο πρώτο δείγμα κινούμενων εικόνων στην Ιστορία, με τίτλο Animal Locomotion (ένας μαύρος καβάλα στ’ άλογο, με τέτοιον τίτλο, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχόλιο για την αβίαστα ρατσιστική συμπαραδήλωση). Έχουν λοιπόν αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση με ειδικότητα στη χρήση αλόγων για οπτικοακουστικές παραγωγές. Πολύ κοντά στο ράντσο τους, ο Ρίκι Τζουπ Παρκ (ο υποψήφιος στα Όσκαρ για το Μινάρι, Στίβεν Γιάν) έχει στήσει το δικό του εύρωστο circus, ένα κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων με έμφαση στην εμπειρία western στην ύπαιθρο, αν και στο γραφείο του φυλάει ενθύμια από το τηλεοπτικό σίριαλ, γύρω στα τέλη των '90s στο οποίο συμμετείχε ως παιδί, όπου και γλίτωσε την τελευταία στιγμή από τη δολοφονική επίθεση του σταρ χιμπατζή, από τη στιγμή που τρόμαξε από το σκάσιμο του μπαλονιού στη μεγάλη σκηνή των γενεθλίων. Μετά το μακελειό, μέρος του οποίου καταγράφεται στην πρώτη σκηνή της ταινίας και σίγουρα πιο τρομακτική στιγμή στη φιλμογραφία του Τζόρνταν Πιλ, ο αφηνιασμένος Gordy επιχείρησε να τον χαιρετίσει με μπουνίτσα όταν ο Ρίκι κρύφτηκε έντρομος κάτω από ένα τραπέζι, αλλά πρόλαβαν οι αστυνομικοί και «καθάρισαν» το ζώο. Σώθηκε, αλλά στοιχειώθηκε: κάτι μεταφυσικό διακατέχει την καθ’ όλα χαρωπή μπίζνα του, και το νεφέλωμα μάλλον τον έχει υπόψη του.
Όντας παγιδευμένος, όπως όλοι, στο παγκόσμιο lockdown του 2020, ο δημιουργός του Τρέξε σκέφτηκε πέρα και ψηλά, συλλαμβάνοντας μέσα στην απογοήτευσή του μια ταινία με το βλέμμα στον ουρανό. Οι απόγονοι του Μούμπριτζ και το πρώην παιδί-θαύμα μοιράζονται ορφάνια και εγκατάλειψη. Ο κοινός τους τόπος είναι η show business και η μοίρα τους δεν διαφέρει από το συντριπτικό ποσοστό των καταφρονεμένων της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας, που οφείλουν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους για να επιβώσουν.
Ο Ρίκι Παρκ, επειδή σαν από θαύμα τη γλίτωσε από μια καταστροφική περίσταση, σαν να βρέθηκε στο μάτι του τυφώνα, και μάλιστα κράτησε σουβενίρ ένα παπούτσι που μυστηριωδώς στάθηκε όρθιο, σαν τη γόβα της Ντόροθι στον Μάγο του Οζ, νομίζει πως είναι προνομιούχος μέσα στην ατυχία του. Και αήττητος, ό,τι κι αν συμβεί. Το αντίθετο από τον απαισιόδοξο, συννεφιασμένο Ότις του πάντα εύγλωττου στις σιωπές του και τόσο εκφραστικού Καλούγια, ο οποίος συνοψίζει το φορτίο που κουβαλά στη σεκάνς μέσα στο βαν, μια από τις καλύτερες του Ούτε Καν. Εκμετάλλευση και ρατσισμός δεν είναι εκπλήξεις στη συνήθη προβληματική του Πιλ, αλλά η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη που σίγουρα αναλαμβάνει μόνος του έξτρα κοινωνική ευθύνη μέσα από ταινίες-δηλώσεις, μετά την τεράστια επιτυχία του Τρέξε, όπως διαφάνηκε και με το Us, πραγματεύεται το θέαμα και τη συναλλαγή του κοινού με τον καθρέφτη των επιλογών του. Δεν έχω να προσθέσω τίποτε πιο καινούριο ή καλύτερο από όσα έχει γράψει ο Γάλλος διανοητής Γκι Ντεμπόρ στην περίφημη «Κοινωνία του Θέαματος»: «Οι εικόνες που αποσπάσθηκαν από κάθε όψη της ζωής συγχωνεύονται σε μια κοινή πορεία όπου η ενότητα αυτής της ζωής δεν είναι δυνατό πλέον να αποκατασταθεί. Η αποσπασματικά θεωρημένη πραγματικότητα εκτυλίσσεται εντός της ίδιας της γενικής ενότητας ως ένας κεχωρισμένος ψευδόκοσμος, αντικείμενο της μοναδικής παρατήρησης. Η εξειδίκευση των εικόνων του κόσμου επανευρίσκεται ολοκληρωμένη, εντός του κόσμου της αυτονομημένης εικόνας, όπου το ψευδές εξαπάτησε τον ίδιο του τον εαυτό. Το θέαμα, γενικά, ως συγκεκριμένη αντιστροφή της ζωής, είναι η αυτόνομη κίνηση του μη-ζώντος». Groovy, ε; Και πολύ '60s.
Αν και επηρεάστηκε, με δική του ομολογία, από anime και παλιότερο σινεμά, η μικροβιβλική συντέλεια στη μέση της εμβληματικής, τοπογραφικά και από πλευράς οικείων εικόνων μιλώντας, αμερικανικής υπαίθρου, ο Πιλ εμβολιάζει με γαλλική αμφισβήτηση τα θεμέλια του ψυχαγωγικού αξιώματος. Το προσπαθεί από την αρχή της κινηματογραφικής του καριέρας, και εδώ το θεωρητικοποιεί, όχι μόνο διαλογικά αλλά και εικαστικά. Και, ως Αμερικανός, φυσικά διοχετεύει το concept του μέσα από genres.
Ας μην ανησυχούν όσοι βλέπουν το είδος του horror να εργαλιοποιείται. Το Ούτε Καν δεν εμπίπτει εύκολα σε μια κατηγορία, και αν πρέπει, είναι περισσότερο ένα μεταφορικό sci-fi από έναν δημιουργό που ψάχνει το περιεχόμενο της ηθικής σε πλαίσια απροσδόκητα, ανησυχεί για την αλλοτρίωση, και υπενθυμίζει την ανάγκη για έναν αγώνα διεκδίκησης – ακούγεται δραματική περίπτωση, και συχνά έτσι είναι το σινεμά του Τζόρνταν Πιλ, ανάμεσα στα αφομοιωμένα χιουμοριστικά breaks.
Το πρόβλημα της ταινίας είναι η συνοχή της, και τα ατού οι ιδέες, η ευφυΐα των κινηματογραφικών συνδυασμών και το ρίσκο στην εκτέλεση, παρά τις αρρυθμίες. Και όσοι επίσης κόπτονται για τα spoilers (καλά κάνουν, αν και χάνουν φαιά ουσία με τις λεπτομέρειες και γίνονται στείρα fanboys and girls), το ζουμί του πονήματος του Ντεμπόρ, δηλαδή πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το θέαμα μόνο από τις διαμεσολαβημένες εικόνες, είναι πιο αποκαλυπτικό για το έργο, παρά μια λεπτομερής περιγραφή της πλοκής του.