Όπως στην πραγματική μας ζωή, έτσι και στην κινηματογραφική δεν είναι λίγα τα ξενοδοχεία που μας έχουν φιλοξενήσει. Δραπετεύσαμε από την καθημερινότητά μας σ' αυτά, γνωρίσαμε ανθρώπους ελκυστικούς και απωθητικούς, κάποτε τρομάξαμε κιόλας, όχι με την ένδεια των εγκαταστάσεων και τον λογαριασμό, όπως στα πραγματικά, αλλά με τους φαντασματικούς ενοίκους που είδαμε να κυκλοφορούν. Eξερευνήσαμε το λαβυρινθώδες ξενοδοχείο Overlook της «Λάμψης», μείναμε έκθαμβοι μπροστά στη διαχρονική αριστοκρατία του «Grand Budapest», ζηλέψαμε λίγο τους Μάικλ Κέιν και Χάρβεϊ Καϊτέλ που περνούν κάθε χρόνο τις διακοπές τους στο θέρετρο του «Youth».
Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού, ακολουθεί μια λίστα με μερικές από τις καλύτερες ταινίες που διαδραματίζονται σε ξενοδοχείο.
The Last Laugh
(1924)
του Φρίντριχ Μουρνάου
Η ιστορία ενός θυρωρού ξενοδοχείου, που υποβιβάζεται σε μια θέση στα πλυντήρια λόγω γήρατος, διατηρεί ακέραιο τον δραματικό της αντίκτυπο μέχρι σήμερα, έχοντας δώσει στον Μουρνάου τη δυνατότητα να συστήσει τεχνικές που πήγαν το μέσο ένα βήμα παραπέρα, πάνω απ' όλα όμως συνιστά μια ωδή στις ιαματικές ιδιότητες της κινηματογραφικής μυθοπλασίας χάρη στο ιδιαίτερο τέχνασμα λίγο πριν από το φινάλε. Ένας μεσότιτλος μας πληροφορεί ότι στην αληθινή ζωή ο ήρωας το μόνο που θα είχε να περιμένει πια θα ήταν ο θάνατός του, αλλά επειδή ο σεναριογράφος τον λυπήθηκε, ξαναγράφει την ιστορία του.
Grand Hotel
(1932)
του Έντμουντ Γκούλντινγκ
Σε ένα βερολινέζικο ξενοδοχείο του Μεσοπολέμου οι ζωές των επισκεπτών διασταυρώνονται. Με γαλαξία αστέρων της εποχής στο καστ, της Γκάρμπο προεξάρχουσας, το «Grand Hotel» πήρε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας τη χρονιά εκείνη, χωρίς νίκη σε καμία άλλη κατηγορία, και αποτελεί προάγγελο όλων των σπονδυλωτών δραμάτων με γνωστούς ηθοποιούς που ακολούθησαν και διατρανώνουν ότι, ακόμα κι αν νομίζεις ότι γύρω σου δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, σε περίπτωση που κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά, θα δεις μυριάδες δράματα να συμβαίνουν ταυτόχρονα. Επίσης, είναι η ταινία που προσπαθεί ο Τζακ Λέμον να παρακολουθήσει όλος χαρά στην «Γκαρσονιέρα» (1960) του Μπίλι Γουάιλντερ, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαφημίσεις.
Παιδί για όλες τις δουλειές
(The Bellboy, 1960)
του Τζέρι Λιούις
To «Bellboy», που απαρτίζεται από χιουμοριστικές βινιέτες και δεν έχει πλοκή –υπάρχει και σχετική προειδοποίηση στην αρχή του φιλμ–, σηματοδοτεί τη στιγμή εκείνη που ο Τζέρι Λιούις περνά πίσω από την κάμερα και η φιλμογραφία του αποκτά λεπτοδουλεμένη mise en scène, κωμική πυκνότητα και συμβολικό χαρακτήρα. Γιατί με την αδυναμία της περσόνας του να φέρει σε πέρας ακόμα και τις πιο απλές, καθημερινές δραστηριότητες, ο Λιούις κάνει το κοινό να γελά με την αποτυχία, να συμπάσχει, αντί να τη μέμφεται ή να καταρρακώνεται εξαιτίας της. Και σε μια περίοδο που το δυτικό μοντέλο σχηματοποιείται σε αυτό το ανθρωποφαγικό κυνήγι της επιτυχίας, που επιβιώνει μέχρι σήμερα, οι κωμωδίες του Λιούις συνιστούν σωστή επανάσταση.
Καλιφόρνια Οτέλ
(California Suite, 1978)
του Χέρμπερτ Ρος
Σε σενάριο του Νιλ Σάιμον, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του, το φιλμ του Χέρμπερτ Ρος είναι μια φάρσα τεσσάρων ιστοριών που διαδραματίζονται, ως επί το πλείστον, σε ένα ξενοδοχείο του Λος Άντζελες. Το χιούμορ είναι λίγο και θέμα γούστου – προσωπικά, βρίσκω πιο αστείο σκετσάκι εκείνο με τον Γουόλτερ Ματάου και την Ιλέιν Μέι, μεγαλύτερο εξωφιλμικό ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το σκετς με τη Μάγκι Σμιθ. Στο φιλμ η τελευταία υποδύεται μια σοβαρή Βρετανίδα ηθοποιό, υποψήφια για Όσκαρ για μια ελαφριά κωμωδία. Σε μία από τις περιπτώσεις που η ζωή όχι μόνο μιμείται την τέχνη αλλά την ξεπερνά, η Μάγκι Σμιθ κέρδισε όντως οσκαρική υποψηφιότητα για την εμφάνισή της στο «California Suite» και, σε αντίθεση με την ταινία, όπου ο χαρακτήρας της χάνει, έφυγε με το βραβείο στις αποσκευές της.
Η Λάμψη
(The Shining, 1980)
του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Η «Λάμψη» δεν είναι ταινία. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που ζει κάτω από το κρεβάτι σου, περιμένει μέσα στην ντουλάπα σου ώσπου να κοιμηθείς, σουλατσάρει στο αραχνιασμένο υπόγειο με την καμένη λάμπα. Κάθε φορά που την ξαναβλέπεις, το DNA της μεταλλάσσεται, αλλάζει μορφή: αντί να γίνει πιο κατανοητή, περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Και το ξενοδοχείο Overlook, όπου διαδραματίζονται τα δρώμενα, συμβολίζει το Κακό στην πιο χαοτική του μορφή. Ένα χάος αλά Κιούμπρικ, το οποίο είναι πλήρως οργανωμένο, τίποτα δεν είναι τυχαίο στη δράση του ή στην απουσία της, απλώς εσύ δεν έχεις τα κατάλληλα εργαλεία για να καταλάβεις πώς λειτουργεί – και ούτε θα τα αποκτήσεις ποτέ. Κι αυτό είναι το τρομακτικότερο στοιχείο της ταινίας.
Ψυχώ 3
(Psycho III, 1986)
του Άντονι Πέρκινς
Το χιτσκοκικό «Ψυχώ» (1960) είναι μέσα στις πλέον ρηξικέλευθες στιγμές της έβδομης τέχνης, το πρώτο του σίκουελ, το «Ψυχώ ΙΙ» (1983), είναι ήσσονος σημασίας, αλλά πολύ καλύτερο απ' όσο θα περίμενες, η τρίτη ταινία της σειράς, δε, είναι αδίκως παραγνωρισμένη. Ξεκινά ευοίωνα και χαρωπά, με μια ανατριχιαστική κραυγή στο σκοτάδι που διαλαλεί ότι δεν υπάρχει Θεός, συνεχίζει με σκηνές βγαλμένες απευθείας από το υποσυνείδητο του Νόρμαν Μπέιτς, είναι φωτισμένο έτσι ώστε σε σημεία να νομίζεις πως παρακολουθείς κάτι με την υπογραφή του Αρζέντο και σταδιακά εξελίσσεται σε ένα από τα καλύτερα slashers της δεκαετίας. Το εθιστικό μουσικό θεματάκι του Κάρτερ Μπέργουελ χρησιμοποιήθηκε ως sample από τους ΑΙΜ στο «Cold Water Music» τους.
1408
(2007)
του Μίκαελ Χάφστρομ
Στα αμερικανικά ξενοδοχεία 13ος όροφος δεν υπάρχει, μα το άθροισμα των ψηφίων του δωματίου του τίτλου είναι δεκατρία κι αυτό σου δίνει όσα χρειάζεται να ξέρεις για την ταινία. Διασκευάζοντας ένα ατμοσφαιρικό διήγημα του Στίβεν Κινγκ από τη συλλογή «Everything is Eventual», ο Μίκαελ Χάφστρομ δεν αξιοποιεί πλήρως το παραισθητικό ντελίριο του πρωτογενούς υλικού, μα η δεκάλεπτη σεκάνς της αρχικής περιήγησης στο δωμάτιο, όπου σε τρομάζει με το τίποτα, είναι υπόδειγμα υπαινικτικού τρόμου. Ευγενής παραβολή πάνω στην απώλεια, πληρέστερη νοηματικά στο αρχικό φινάλε της που παίχτηκε στα σινεμά παρά στο εκτρωματικό εναλλακτικό που συνοδεύει τις εκδόσεις της σε Blu-ray και DVD.
The Grand Budapest Hotel
(2014)
του Γουές Άντερσον
Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα ξενοδοχείο της λίστας για να μείνεις, θα προκρινόταν το Grand Budapest. Γιατί εκεί ο μάνατζερ θα φρόντιζε να σου παρασχεθεί μια αριστοκρατική εμπειρία φιλοξενίας, όπως τον παλιό καιρό, σε πείσμα της βαναυσότητας των καιρών μας. Ακριβώς με τον τρόπο που και ο Γουές Άντερσον μεριμνά για την κατασκευή των φιλμ του και για το τι (και πού) βρίσκεται μέσα στο κάδρο – από αυτή την άποψη, το «Grand Budapest Hotel» είναι το καλλιτεχνικό του μανιφέστο. Ψυχαγωγία υψηλής ποιότητας και ακλόνητο επιχείρημα του κωμικού ενστίκτου του Ρέιφ Φάινς, που, όπως αποδεικνύει και το «Hail Caesar» (2016), αξιοποιείται λιγότερο συχνά απ' όσο θα έπρεπε και απ' όσο θα θέλαμε.
Anomalisa
(2015)
του Τσάρλι Κάουφμαν
Συγγραφέας βιβλίων για τη βελτίωση των παροχών εξυπηρέτησης πελατών –ο Ντέιβιντ Θιούλις σε μια καταπληκτική φωνητική ερμηνεία– βρίσκεται σε ξενοδοχείο για μια διάλεξη και από το πουθενά ερωτεύεται. Επειδή όμως έχουμε να κάνουμε με τoν Τσάρλι Κάουφμαν, αυτό που ακολουθεί δεν είναι μια ταινία για τη δύναμη του έρωτα αλλά για το ανικανοποίητο της ανθρώπινης φύσης. Η πιο στρωτή και λιγότερο ερωτευμένη με την παραδοξότητα και τον πεσιμισμό της σκηνοθετική δουλειά του Κάουφμαν περιλαμβάνει μία από τις πιο αληθοφανείς σκηνές σεξ της πρόσφατης μνήμης, παρότι πρόκειται για stop motion animation.
Νιότη
(Youth, 2015)
του Πάολο Σορεντίνο
Αν δεν κλοτσήσεις με την (εντελώς) white collar διάσταση της ιστορίας –οι ήρωες είναι ευκατάστατοι μεγαλοαστοί που παραθερίζουν σε πανάκριβο ελβετικό θέρετρο–, στη «Νιότη» του Πάολο Σορεντίνο θα βρεις, πέραν του γνώριμου στυλιζαρίσματος και του φελινικού σουρεαλισμού, έναν συναισθηματικό χείμαρρο. Η πορεία ενός μαέστρου από την απάθεια και την πολυετή αναστολή του θρήνου ως την εκδήλωσή του περιλαμβάνει μικρές εκπλήξεις διάσπαρτες εδώ κι εκεί, καθώς και ένα κρυμμένο μυστικό – σε (τουλάχιστον) δύο πλάνα αφήνεται να εννοηθεί ότι ο ήρωας του Χάρβει Καϊτελ είναι βαριά άρρωστος, αλλά δεν το μαθαίνουμε ποτέ, επειδή oι δύο φίλοι «δεν λένε ποτέ τα άσχημα μεταξύ τους».