Με τις 7 νίκες τους στα BAFTA, το Οπενχάιμερ και ο Κρίστοφερ Νόλαν ετοιμάζονται για μια θερμή οσκαρική βραδιά. Τα Βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας, ωστόσο, δεν είναι απλώς μια τάση των αμερικανικών ομολόγων τους, όπως οι κατασκευασμένες Χρυσές Σφαίρες. Έχουν διάρθρωση, δυναμικό, μια βιομηχανία σεβαστή από πίσω και την ιστορία τους, καθώς φέτος έκλεισαν τα 77 χρόνια. Πολλά από αυτά που δόθηκαν, βέβαια, βρέθηκαν πολύ κοντά με τις προτιμήσεις των Όσκαρ, σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί κακεντρεχείς στον χώρο κάγχαζαν με την προθυμία τους να αρέσουν στο Χόλιγουντ, κολακεύοντάς το με τις επιλογές τους. (Δεν είναι εντελώς δίκαιο αυτό, γιατί όποτε η αμερικανική Ακαδημία ψήφιζε Βρετανούς, δηλαδή αρκετά συχνά, τότε οι ίδιοι μιλούσαν για ποιότητα και καλό γούστο!).
Το καμάρι του Λονδίνου έφυγε από την τελετή με τα βραβεία της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, μετά τις άσφαιρες υποψηφιότητές του με το Inception και τη Δουνκέρκη – διόλου συμπτωματικά οι ίδιες ταινίες τού είχαν χαρίσει τις μοναδικές του υποψηφιότητες στα Όσκαρ. Ο Νόλαν έχασε το διασκευασμένο σενάριο, στην κατηγορία όπου αποτέλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη μιας μάλλον ήσυχης βραδιάς, με τον Κορντ Τζέφερσον να κερδίζει για το πανέξυπνο, σατιρικό και τρυφερό American Fiction. Αν όντως έμελλε να χάσει εκεί ο Οπενχάιμερ, θα περιμέναμε να είχε επικρατήσει ο Τόνι Μακναμάρα με το Poor Things, και λόγω εντοπιότητας, αλλά και εδώ οι Άγγλοι αποδείχθηκαν γενναιόδωροι με τους «απέναντι».
Πολλά από τα Bafta που δόθηκαν εφέτος, βρέθηκαν πολύ κοντά με τις προτιμήσεις των Όσκαρ, σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί κακεντρεχείς στον χώρο κάγχαζαν με την προθυμία τους να αρέσουν στο Χόλιγουντ, κολακεύοντάς το με τις επιλογές τους.
Το Poor Things ήρθε δεύτερο σε βραβεία μετά το Οπενχάιμερ –5 στο σύνολο–, κερδίζοντας σε κατηγορίες όπου δεν πλασάρεται ως πρώτο φαβορί στα Όσκαρ, όπως τα κοστούμια (έναντι του Μπάρμπι), το μακιγιάζ (έναντι του Μαέστρο) και τα ειδικά εφέ (εκεί μάλλον δεν χάνει ο Γκοτζίλα της Toho Studios). Είναι παράξενο, ωστόσο, σε βαθμό που εν μέρει αποδυναμώνει τον θρίαμβο της βραδιάς, που έχασε στην κατηγορία της Καλύτερης Βρετανικής Ταινίας (ναι, υπάρχει και τέτοια, όπως και Καλύτερο Κάστινγκ) από τη Ζώνη Ενδιαφέροντος. Το αριστούργημα του Γκλέιζερ είναι πολύ σκληρό για να αγνοηθεί, πολύ ανώτερο για να παραγνωρισθεί, πολύ σπουδαίο για να μείνει απλώς στο επίπεδο των υποψηφιοτήτων, όπως καταγράφεται από τις πρώτες ενδείξεις στα βραβεία της σεζόν. Κι ενώ είναι αντικειμενικά μια δύσκολη ταινία, ο σεβασμός και ο θαυμασμός που κερδίζει σταδιακά την τοποθετεί στον χάρτη των φετινών βραβείων, έστω και σε κατηγορίες θεωρητικά κατώτερες από τις δύο μεγάλες. Η Ζώνη κέρδισε επίσης το βραβείο της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, εκεί όπου αναμένεται να επικρατήσει και στα Όσκαρ – παράδοξο, αν σκεφτούμε πως η ίδια Ακαδημία υποβάλλει μια ντόπια ταινία μαζί με τις αντίστοιχες των άλλων χωρών, και τη βραβεύει κι από πάνω! Πάντως, το βραβείο ήχου είναι κάτι παραπάνω από δίκαιο.
Ωστόσο, το Poor Things φαίνεται να έχει ένα βραβείο ραμμένο πάνω στην ηθοποιό, σαν τα κοστούμια της Χόλι Γουόντινγκτον αλλά και το ταιριαστό, υπέροχο ροδακινί Louis Vuitton που φορούσε η πρωταγωνίστρια· η Έμα Στόουν ευχαρίστησε τους Άγγλους που την αγκάλιασαν σε έναν τόσο βρετανικό ρόλο, και ευχαρίστησε πολύ κόσμο, και φυσικά τον σκηνοθέτη της, Γιώργο Λάνθιμο, για το δώρο της Μπέλα.
Ο Κίλιαν Μέρφι επικράτησε του Πολ Τζιαμάτι στην άτυπη μονομαχία τους και αμέσως μετά το Βερολίνο, όπου παρευρέθη στην πρεμιέρα της νέας του ταινίας, μαζεύει τιμητικές διακρίσεις, μακαρίζοντας την τύχη του και παρουσιάζοντας μια πιο ανανεωμένη, θαρραλέα, εξωστρεφή εκδοχή του κλασικά ντροπαλού εαυτού του.
Στους δεύτερους ρόλους, ο Ρόμπερτ Ντάουνι έβγαλε τον καλύτερο και ως συνήθως αστειότερο λόγο της βραδιάς, αναπολώντας τα δυο του πρότυπα, τον Πίτερ Ο'Τουλ και τον Άντονι «Τόνι» Χόπκινς, που είχε πρωτοσυναντήσει στον Τσάπλιν, το πώς εκτοξεύθηκε από τη λήθη παίζοντας έναν Τόνι, τον Σταρκ φυσικά, και πώς κατέληξε να βραβεύεται παντού ενσαρκώνοντας τον πιο μετρημένο και εγκρατή χαρακτήρα της καριέρας του, στο Οπενχάιμερ, ελέω Νόλαν. Ένα είναι σίγουρο: η Νταβάιν Τζόι Ράντολφ θα σκίσει και στα Όσκαρ, ο κόσμος να χαλάσει. Είναι η σημαία των φετινών βραβείων για τον απίθανο ρόλο της στα Παιδιά του Χειμώνα και το σημείο όπου συγκλίνουν όλες οι αγγλόφωνες κινηματογραφικές ενώσεις.
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε που είχα παρευρεθεί στην τελετή των BAFTA, τη μία και μοναδική φορά που με κάλεσαν, ακριβώς σαν σήμερα, πριν από δεκαοκτώ χρόνια. Ο Στίβεν Φράι παρουσίαζε μια σεμνή και μάλλον βαρετή απονομή με αποδέκτες που σηκώνονταν, έβγαζαν έναν λόγο, κάθονταν, επόμενος και ούτω καθεξής. Ο Ανγκ Λι και το Brokeback Mountain είχαν την τιμητική τους και στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας – όχι σαν τα Όσκαρ, που τελικά κέρδισε το Crash. Μέχρι και οι σταρ της βραδιάς άρχισαν να βαριούνται και αυτό φάνηκε στο μεθεόρτιο δείπνο· ναι, είχε ετοιμαστεί σουαρέ στο ballroom του Grosvenor House και τριγυρνούσαν ανάμεσα στα τραπέζια χαριεντιζόμενοι, χωρίς έξυπνα κινητά, μόνο με τις παλιές instamatic φωτογραφικές μηχανές.
Ένας από τους βασικούς λόγους της ανίας κατά τη διάρκεια των βραβείων ήταν και η έλλειψη μουσικής, τραγουδιών και fun γενικώς. Αυτά έχουν αλλάξει προς το οσκαρικότερο πλέον. Χθες, η Σόφι Έλις Μπέξτορ ξεσήκωσε το κοινό καθώς και τον Μπάρι Κιόγκαν που ήταν υποψήφιος και καθόταν στην πρώτη σειρά χάρη στο saltburn-ικό Murder on the Dancefloor, ερμηνεύτηκε το Time after Time στη ζώνη του λυκόφωτος της τελετής, δηλαδή στο οριακά μακάβριο Ιn Μemoriam – ακόμη και σκετς και αστεία έχουν υποκαταστήσει πλέον τη φλεγματική απόδοση τιμών που ήταν κάποτε η καθωσπρέπει γιορτούλα των BAFTA.
Δεν καταφέρνουν πάντα να μαντεύουν τα Όσκαρ: πέρσι προτίμησαν το Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο του Μπέργκερ, ενώ οι Αμερικανοί πήγαν προς τους Ντάνιελς, δίνοντάς τους τα Πάντα Όλα. Νομίζω πως φέτος θα συμπέσουν στο Οπενχάιμερ. Άλλωστε υπάρχει μια λεπτομέρεια που ελάχιστοι γνωρίζουν: ο Νόλαν είναι Αγγλοαμερικανός, έχει περάσει όλα τα καλοκαίρια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας σε μια κωμόπολη του Ιλινόι – πώς νομίζατε ότι σκηνογράφησε τόσο καλά το Interstellar; Συνεπώς, και οι Αμερικανοί θα έχουν τη βεβαιότητα πως βραβεύουν ένα δικό τους παιδί, αν και στην περίπτωση του Οπενχάιμερ το θέμα μιλάει από μόνο του και το επίτευγμα σε όλες τις κατηγορίες είναι τόσο υψηλό, που τα Όσκαρ δεν θα μπορέσουν να το προσπεράσουν.