ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ πραγματοποιήθηκε μια πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα δράση. Σε μια οργανωμένη σύμπραξη διανομής και αιθουσαρχών, όλες οι προβολές σε όλες τις αίθουσες κόστιζαν 2 ευρώ.
Η δράση δεν ήταν απλώς επιτυχημένη. Μόνο σε μία μέρα κόπηκαν 110.934 εισιτήρια που, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΙΚΤΕ, κ. Γιάννη Καλφακάκο, αλλά και σύμφωνα με τα δικά μας αρχεία, είναι ρεκόρ ημέρας μέσα στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Για να αντιληφθείτε το μέγεθος της επιτυχίας, ο αριθμός αυτός προέκυψε σε Πέμπτη πριν από τριήμερο με αργία, σε μια μη εμπορική μέρα δηλαδή, όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού μετακινείται σε άλλες πόλεις και χωριά. Σκεφτείτε αν η Γιορτή του Σινεμά είχε προγραμματιστεί σε μια συνηθισμένη μέρα και, πολύ περισσότερο σε μέρα αιχμής, τι νούμερα θα μπορούσε να έχει προσεγγίσει.
Καλώς ή κακώς, οι streaming πλατφόρμες έχουν έρθει για να μείνουν και ένα εισιτήριο για μια ταινία στο σινεμά σε τιμή ίση ή μεγαλύτερη από τη μηνιαία συνδρομή σε μια πλατφόρμα είναι επόμενο να λειτουργεί ως ψυχολογικό αντικίνητρο.
Η πρώτη σκέψη μας όταν ακούσαμε τον αριθμό ήταν αν μια χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου θα αύξανε την προσέλευση. Δεν κάνουμε λόγο, φυσικά, για ένα ποσό εισιτηρίου στο ύψος των 2 ευρώ, που είναι μη βιώσιμο αντίτιμο τόσο για διανομείς όσο και για αιθουσάρχες, αλλά σκεφτήκαμε, σε πρώτη φάση επιπόλαια ίσως, ότι αν βγαίνει κάποιο συμπέρασμα από τη δράση είναι ότι χαμηλότερο εισιτήριο συνεπάγεται γεμάτα σινεμά.
Κι όμως, την αμέσως επόμενη μέρα διαπιστώσαμε ότι τα Village Cinemas αύξησαν το εισιτήριό τους από τα 7,5 στα 8,5 ευρώ.
Επικοινωνήσαμε με τον διευθυντή του τμήματος marketing της εταιρείας κ. Ανδρέα Αλυσανδράτο, τη δήλωση του οποίου μεταφέρουμε αυτούσια: «Όντως υπήρξε μία αύξηση, μόνο στη γενική είσοδο. Όλα τα επιμέρους formats (κυρίως τα premiums που ξεκάθαρα προτιμώνται στις blockbuster ταινίες) παρέμειναν στην ίδια τιμή, απορροφήσαμε εμείς δηλαδή τις αυξήσεις σε βασικούς τομείς της λειτουργίας μας, και ταυτόχρονα δίνουμε μεγάλη έκπτωση (της τάξεως του -20%) στην αγορά οικογενειακών εισιτηρίων για τις παιδικές ταινίες σε όσους είναι μέλη του Family Club της Village. Με τον τρόπο αυτό διατηρήσαμε στην πλειοψηφία των υπηρεσιών μας σταθερή την τιμή του εισιτηρίου για έβδομο συνεχόμενο χρόνο, ενώ με την έκπτωση στην οικογένεια προσφέρουμε τη δυνατότητα στους γονείς να χαρίσουν στα παιδιά τους τη μαγική κινηματογραφική εμπειρία, που όλοι έχουν ζήσει σε πολύ μικρή ηλικία, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος».
Αναφέραμε στον κ. Αλυσανδράτο ότι η αύξηση ήρθε αμέσως μετά τη Γιορτή του Σινεμά και ότι αναρωτιόμαστε αν τα αποτελέσματα της δράσης θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι χαμηλότερη τιμή ίσως να συνεπάγεται και αύξηση των θεατών.
«Δεν είναι μετρήσιμο το μέγεθος της προσφοράς της εν λόγω ημέρας», μας απάντησε. «Εννοώ πως αποτελεί συμβολική τιμή για μία ημέρα εκτός κανονικής ροής λειτουργίας της αγοράς, παρ' όλα αυτά όντως θεωρώ πετυχημένη την ημέρα Γιορτής του Σινεμά, κυρίως λόγω προσέλευσης και επικοινωνίας. Η τιμή γενικής εισόδου, όπως καθορίζεται στην κανονική ροή λειτουργίας, στα Village Cinemas είναι συμβατή με την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουμε», κατέληξε.
Η μεγαλύτερη αλυσίδα πολυκινηματογράφων της χώρας τροφοδοτεί ένα μεγάλο μέρος των περίπου 85.000 εισιτηρίων που σημειώνονται κάθε τετραήμερο εδώ και μερικές εβδομάδες. Το γεγονός ότι αύξησε το εισιτήριο της «γενικής εισόδου» συμπτωματικά μετά την εν λόγω επιτυχημένη δράση μάς προβλημάτισε ακόμα πιο έντονα γύρω από το θέμα της εγχώριας τιμής του κινηματογραφικού εισιτηρίου.
Είναι, άραγε, ακριβό το σινεμά στη χώρα μας; Απευθυνθήκαμε αρχικά στον κ. Καλφακάκο, τον γενικό διευθυντή της εταιρείας διανομής Tanweer και πρόεδρο της ΕΔΙΚΤΕ, της Εταιρείας Διανομέων Κινηματογραφικών Ταινιών Ελλάδος, η οποία οργάνωσε τη συγκεκριμένη δράση σε συνεργασία με τους αιθουσάρχες.
«Καταρχάς, θέλω να πω ότι η συγκεκριμένη δράση ήταν επιτυχημένη και είμαστε περήφανοι γι’ αυτή. Είναι η πρώτη φορά που κάναμε κάτι όλοι μαζί κι ελπίζω να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, ακόμα πιο οργανωμένα. Θέλω να επισημάνω ότι η δράση είχε κυρίως ποιοτικό στόχο, να επανασυστήσουμε το σινεμά σε ένα ευρύτερο κοινό. Από εκεί και πέρα, όχι, δεν θεωρώ ότι έχουμε ακριβό εισιτήριο. Στην Ελλάδα το σινεμά παραμένει η πιο φθηνή διασκέδαση, σχεδόν σε όποια εκδοχή του κοστίζει κάτω από δέκα ευρώ. Θα πρέπει να καταλάβετε ότι το λειτουργικό κόστος είναι αβάσταχτο για τις αίθουσες αυτήν τη στιγμή. Επειδή αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι αρκετοί συμπολίτες μας αντιμετωπίζουν οικονομική δυσχέρεια, υπάρχουν στους περισσότερους κινηματογράφους οι μέρες προσφορών, οι οποίες προτιμώνται από αυτή την κατηγορία θεατών. Στον δικό μας κινηματογράφο (σ.σ. η Tanweer διαχειρίζεται το Town Cinemas στη Γλυφάδα) για παράδειγμα η Τετάρτη, μέρα που έχουμε το εισιτήριο 5.90, είναι τόσο δημοφιλής όσο η Κυριακή», επισήμανε ο κ. Καλφακάκος.
Ρωτήσαμε για το ζήτημα και την κ. Ειρήνη Σουγανίδου, διευθύνουσα σύμβουλο της εταιρείας διανομής Feelgood Entertainment, η οποία ξεκίνησε την τοποθέτησή της από το κόστος λειτουργίας των αιθουσών.
«Μόνο ο εξοπλισμός των κινηματογράφων και η συντήρησή τους κοστίζουν πολύ. Μαζί με τα υψηλά ενοίκια, τους λογαριασμούς ρεύματος και τα λοιπά έξοδα, αντιλαμβάνεστε ότι η λειτουργία μιας αίθουσας είναι δαπανηρή. Επίσης, από τη στιγμή που υπάρχουν προσφορές σε όλους σχεδόν τους κινηματογράφους, υπάρχει φτηνό εισιτήριο για όσους θέλουν να το αναζητήσουν», πρόσθεσε, για να προχωρήσει στη συνέχεια σε μια σημαντική παρατήρηση:
«Δυστυχώς, μετά την πανδημία χάθηκε το 41% του κοινού μας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουν επιστρέψει, όπως μαρτυρούν και τα νούμερα. Οι διανομείς δεν μπορούν να επιβάλουν τιμολογιακή πολιτική στους αιθουσάρχες, έχουμε ελεύθερη αγορά, πρέπει όμως όλοι οι ενδιαφερόμενοι να καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε. Πρέπει να συστήσουμε σε αυτόν τον κόσμο που έμαθε να βλέπει σινεμά στο σπίτι μέσα από τις πλατφόρμες ξανά τη μαγεία της αίθουσας και στο πλαίσιο αυτό ίσως μια μείωση της τιμής του εισιτηρίου να ήταν μια κίνηση που θα βοηθούσε. Θα χρειαστούν, όμως, κι άλλες δράσεις από την Πολιτεία. Πρέπει οπωσδήποτε να καταπολεμηθεί η πειρατεία. Τα στατιστικά στοιχεία λένε ότι είμαστε η τρίτη χώρα στο downloading και στο παράνομο streaming σε αναλογία πληθυσμού κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να διευθετηθεί άμεσα», κατέληξε η κ. Σουγανίδου.
Περισσότερο απ' όσα μας είπε, κρατήσαμε αυτό για την απώλεια του κοινού και τις αλλαγές στις συνήθειές του κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Πέρσι, για παράδειγμα, ενώ τα θερινά σινεμά συχνά έδιωχναν κόσμο, οι χειμερινές αίθουσες δυσκολεύτηκαν πολύ – η έξοδος στο θερινό σινεμά έχει γίνει κάποιας μορφής event, εκεί η συνθήκη προβολής υπερβαίνει την ταινία, άλλη μεγάλη συζήτηση αυτή.
Απευθυνθήκαμε στην κ. Πέγκυ Ρίγγα, που διαχειρίζεται αρκετές αίθουσες και κατάφερε με πολλή δουλειά και στοχευμένες επιλογές να κάνει τη Ριβιέρα στα Εξάρχεια ένα από τα καλύτερα «μαγαζιά», όπως αρέσει στους ανθρώπους της αγοράς να χαρακτηρίζουν τους κινηματογράφους που θα μαζέψουν κοινό, ανεξάρτητα από τον τίτλο που παίζουν. Η κ. Ρίγγα έβαλε κι εκείνη τον παράγοντα της πανδημίας στη συζήτηση.
«Ο κόσμος ξέμαθε να βλέπει ταινίες στην αίθουσα τον καιρό της πανδημίας. Συνήθισε να βλέπει πολλές ταινίες στις πλατφόρμες για ένα ποσό χαμηλότερο ή στο ύψος του εισιτηρίου του κινηματογράφου, οπότε του κακοφαίνεται να πληρώνει πολλά στο σινεμά για να δει μία ταινία, έστω κι αν αυτό είναι μια άλλη εμπειρία. Ναι, το κόστος λειτουργίας είναι πολύ ακριβό, εκείνο των χειμερινών αιθουσών ακόμα μεγαλύτερο και, σίγουρα, το σινεμά παραμένει η φθηνότερη διασκέδαση σε σύγκριση με άλλα θεάματα. Οι συνήθειες του κόσμου άλλαξαν, όμως, και για να τον ξαναφέρουμε στις αίθουσες, ίσως να πρέπει να διατηρήσουμε την τιμή του εισιτηρίου σε λίγο πιο χαμηλά επίπεδα για ένα διάστημα. Εγώ στη Ριβιέρα την είχα 7 ευρώ, αλλά και πάλι πολύς κόσμος προτιμούσε τις μέρες που το εισιτήριο ήταν 6 και 5 ευρώ. Ανεξαρτήτως της γενικής τιμής που έχει κάθε σινεμά, ο κόσμος κυνηγάει τις προσφορές και θα ψάξει να τις βρει κι αυτό κάτι μας λέει. Έπειτα, μην ξεχνάτε ότι μια παραδοσιακή αίθουσα, ο ιδιοκτήτης της οποίας δεν είναι και διανομέας, ζει κυρίως από τα έσοδα του κυλικείου και από τις διαφημίσεις, οπότε τον συμφέρει να έρθει περισσότερος κόσμος στο σινεμά του και σε μια τιμή που δεν θα τον αποτρέπει από το να καταναλώσει περισσότερα στο κυλικείο».
Ακούσαμε τι είχαν να μας πουν άνθρωποι του χώρου, αλλά, για να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα, στραφήκαμε στους αριθμούς και προβήκαμε σε συγκρίσεις. Αναζητήσαμε στοιχεία για την τιμή του εισιτηρίου σε άλλες χώρες, που θεωρούνται για τη διεθνή κινηματογραφική αγορά χώρες χαμηλής προσέλευσης, σαν τη δική μας.
Από στοιχεία που παρουσιάστηκαν και δημοσιεύτηκαν στο Cinelink Industry Days τον περασμένο Αύγουστο στην αγορά του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Σεράγεβο, για τη χώρα μας το 2021 η μέση τιμή του εισιτηρίου, συνυπολογιζομένων των προσφορών, ήταν 6,5 ευρώ – υποθέτουμε ότι, με δεδομένες τις πρόσφατες αυξήσεις, το νούμερο θα είναι μεγαλύτερο φέτος.
Παραμένοντας στα Βαλκάνια, στη Βουλγαρία και στην Αλβανία είναι στα 5 ευρώ, στη Σερβία στα 3,8 ευρώ, στη Βόρεια Μακεδονία στα 3,5, στο Μαυροβούνιο στα 3,2, στο Κόσοβο στα 3 ευρώ, στην Κροατία στα 4,79 ευρώ και στη Ρουμανία στα 4,4. Στον σχετικό πίνακα μας ξεπερνά μόνο η Κύπρος, που έχει μέση τιμή εισιτηρίου 8,21 ευρώ, και η Αυστρία, με μέση τιμή 11,6 ευρώ.
Αν, τώρα, εξετάσουμε τι συμβαίνει και σε μεσογειακές χώρες που θεωρούνται μεγάλες αγορές, στη γειτονική Ιταλία το 2020 η μέση τιμή του εισιτηρίου κόστιζε 6,24, κατά το 2021 ανήλθε στα 6,71 τις καθημερινές και στα 7,14 τα Σαββατοκύριακα. Στην Ισπανία η μέση τιμή του εισιτηρίου για το 2021 ήταν 6,1 ευρώ – ενδεικτικά το multiplex Balmes Multicines στη Βαρκελώνη, μία από τις ακριβότερες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει τιμή γενικής εισόδου 8 ευρώ.
Κι αν, φαινομενικά, τα εισιτήριά μας κινούνται περίπου στα ίδια και λίγο χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με αυτές τις δυο χώρες, να επισημάνουμε ότι στην Ισπανία ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα είναι βάσει νόμου 1.116,7 ευρώ τον μήνα και στην Ιταλία, που δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, ο κατώτατος μισθός, όπως προκύπτει από την αγορά εργασίας, είναι 1,176 ευρώ τον μήνα. Νομίζουμε, περιττεύει να γράψουμε περισσότερα επί του θέματος.
Συνοψίζοντας, καταλαβαίνουμε ότι το λειτουργικό κόστος των αιθουσών έχει αυξηθεί ραγδαία, συνυπολογίζουμε και ένα στοιχείο που μας έδωσε ο κ. Καλφακάκος, ότι έχουμε τρομερά χαμηλό ποσοστό επισκεψιμότητας στα σινεμά ως χώρα – 1,1 φορά τον χρόνο ανά κάτοικο.
Αντιλαμβανόμαστε, όμως, και κάτι ακόμα. Ότι η εμπειρία της αίθουσας έχασε ακόμα περισσότερο έδαφος κατά τη διάρκεια της πανδημίας στη συνείδηση του κοινού και ότι υπάρχει ανάγκη να κάνουμε και πάλι το σινεμά συνήθεια. Καλώς ή κακώς, οι streaming πλατφόρμες έχουν έρθει για να μείνουν και ένα εισιτήριο για μια ταινία στο σινεμά σε τιμή ίση ή μεγαλύτερη από τη μηνιαία συνδρομή σε μια πλατφόρμα είναι επόμενο να λειτουργεί ως ψυχολογικό αντικίνητρο.
Ο υπογράφων βρισκόταν για μέρες στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το κατάλληλο μέρος για να βρεις συγκεντρωμένους τους εραστές του καλλιτεχνικού σινεμά δηλαδή. Συζήτησε, κυριολεκτικά, με δεκάδες από αυτούς για το ζήτημα και όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, του είπαν ότι βρίσκουν το εισιτήριο των κινηματογράφων ακριβό, ότι, πέρα από φεστιβάλ, πηγαίνουν στις αίθουσες μόνο σε επιλεγμένες ταινίες, ότι προτιμούν να τις επισκέπτονται σε μέρες προσφορών και ότι θα παρακολουθούσαν περισσότερες ταινίες σε αίθουσα μέσα στον μήνα εάν το εισιτήριο ήταν φθηνότερο.
Κι αν το τελευταίο δεν μπορεί να εκτιμηθεί σοβαρά –η πρόθεση αγοράς δεν συνεπάγεται και αγορά–, όλα μαζί υποδεικνύουν μια τάση του κοινού που ίσως οι άνθρωποι της βιομηχανίας πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους.
Όπως ειπώθηκε εύστοχα και πιο πάνω από την κ. Σουγανίδου, θα ήταν καλό κάποια στιγμή να καθίσουν σε ένα τραπέζι, ώστε να χαράξουν, στον βαθμό που είναι εφικτό, μια κοινή στρατηγική, προκειμένου η προβολή μιας ταινίας στην κινηματογραφική αίθουσα και η συλλογική εμπειρία που συνεπάγεται να γίνουν και πάλι συνήθεια του Έλληνα σινεφίλ. Και για να συμβεί αυτό είναι εμφανές, από όσα προηγήθηκαν, ότι κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά (και) για την τιμή του εισιτηρίου. Ας ελπίσουμε αυτό το άρθρο να κάνει την αρχή.