Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
LiFO, Alpha
Τα θερινά γειτονιάς που αγάπησα περισσότερο δεν υπάρχουν πια: η καλλιπολίτικη Αρμονία της παιδικής μου ηλικίας, μία από τις περιπτώσεις αιθουσών που λειτουργούσαν κυρίως τον χειμώνα, αλλά άνοιγαν στα πλάγια και φιλοξενούσαν τους επίμονους θιασώτες κυρίως των b movies, ακόμη και το καλοκαίρι, έχει προ πολλού γκρεμιστεί. Και το Αφροδίτη στο Ρουφ, που ξανάνοιξε πριν από μια 15ετία και έδειξε πως έχει κάτι διαφορετικό να προτείνει σε επίπεδο μοντέρνας αισθητικής, ξεχωριστού φαγητού αλλά και προγράμματος, δεν τράβηξε το ενδιαφέρον (σκανδαλωδώς) και αποτελεί πλέον οικόπεδο-φάντασμα.
Η ποικιλία των θερινών κινηματογράφων στην Αθήνα είναι σίγουρα εντυπωσιακή. Η Ριβιέρα, το Παρί, το Θησείον, το Λιλά, το Ελληνίς και τα κλασικά προαστιακά έχουν βελτιώσει τις υπηρεσίες τους και καλύπτουν όλα τα γούστα. Ευτυχώς, παρήλθαν οι δύσκολες νύχτες με τον κακό ήχο, τη χλωμή εικόνα, τα μίζερα σνακ και την κολλημένη νοσταλγία. Τα περισσότερα open air έγιναν σωστή απόδραση, μοναδική στον κόσμο και δίκαιο αξιοθέατο. Ωστόσο, θα προτιμήσω με ένα μεγάλο χαμόγελο το Βοξ για όλες τις αμερικανικές, γαλλικές, ιταλικές και βρετανικές κωμωδίες που παρακολούθησα εκεί τα καλοκαίρια της εφηβείας μου. Ήταν η casual ταινιοθήκη, ένα κινηματογραφικό φροντιστήριο με κοντομάνικα, τα '80s των επαναλήψεων σε μέτριες κόπιες και όχι στις ιδανικότερες τεχνικές συνθήκες ‒ αλλά ποιος νοιαζόταν, καθώς η ευλογία της ανακάλυψης με sold-out κοινό, Δευτέρα – Τετάρτη - Παρασκευή, δεν ξεπερνιέται. Επιπλέον, με παραπέμπει εντελώς στην έννοια της καυτής Αθήνας, γιατί, αντίθετα με τα ευχάριστα κηποθέατρα, είναι ταράτσα στο κέντρο, ανθεκτική στο πέρασμα του χρόνου, ιστορική και περιπετειώδης, εξαρχειώτικη όσο δεν γίνεται. Έχω να το επισκεφτώ αρκετά χρόνια και ανυπομονώ.
To θερινό σινεμά ανέκαθεν λειτουργούσε στο μυαλό μου ως προέκταση ενός τοπίου διακοπών, μιας περιοχής που μπορεί να συνδεθεί μόνο με το καλοκαίρι, συμπληρώνοντας μια σειρά από ανέμελες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν κολύμπι, παγωτά, σνακ και την αίσθηση του pause στον χρόνο.
Λήδα Γαλανού
flix.gr, «Η Εφημερίδα των Συντακτών»
Είμαι αυγουστιάτικη, πάντα μετρούσα τη ζωή μου με τα καλοκαίρια και τα καλοκαίρια με τα μπάνια και τα θερινά σινεμά. Απ' όταν πήγαινα, μικρή, στη/στο Βάρκιζα και η μαμά μου μού έφτιαχνε σάντουιτς με αυγό και κασέρι και η μεγαλύτερη αδελφή μου και η παρέα της, με πιροσκί από του Γεωργιάδη εκείνοι, μ' έβαζαν στην άκρη της σειράς με «ετεροντροπή». Μεγαλώνοντας, το θερινό όπου πήγαινα συχνότερα και αγάπησα περισσότερο ήταν η Αθηναία στη Χάριτος – δίπλα στο σχολείο μου, το 26ο, με την κολλητή μου, την Ειρήνη. Βλέπαμε συνέχεια ταινίες (εκείνη έγινε σκηνοθέτις, εγώ κριτικός) και μετά τις συζητούσαμε, αυτές ή τα αγόρια, καθισμένες στα σκαλοπάτια κάποιας πολυκατοικίας της γειτονιάς. Ένα βράδυ πήγαμε, γεμάτες ενδιαφέρον, με τυρόπιτα, με τον ήχο χαμηλά και τα γύρω μπαλκόνια γεμάτα κόσμο και κουβέντες, να δούμε τον Καιρό των Τσιγγάνων στην Αθηναία. Αμέσως μετά το διάλειμμα έπιασε καλοκαιρινή μπόρα. Ορκισμένες σινεφίλ, δεν κουνήσαμε ρούπι, δεν μπήκαμε κάτω από το υπόστεγο, απλώς βρεχόμασταν, ακούγοντας Μπρέγκοβιτς και με το νευρικό γέλιο να αποκτά δύναμη με το λεπτό, ο σουρεαλισμός της κατάστασής μας να συναγωνίζεται αυτόν στην οθόνη. Όταν, πια, εμφανίστηκε η ιπτάμενη νύφη, κατουρηθήκαμε πάνω μας από τα γέλια – τρελάθηκε ο Εμίρ; Γινόμαστε μουσκίδι για τις υπερφίαλες υπερβολές του; Ποτέ δεν εκτίμησα αυτή την ταινία, αν και προφανώς είμαι άδικη. Τουλάχιστον μας χάρισε ένα υγρό, ανέμελο, αξέχαστο βράδυ στην Αθηναία.
Ηλίας Φραγκούλης
Μία είναι η Ριβιέρα στην Αττική. Τα σινεμά του κυρίου Ρίγγα στο κέντρο της Αθήνας ήταν ανέκαθεν σημείο αναφοράς, παίζοντας αποκλειστικά φιλμ ρεπερτορίου, ακόμα και με κόπιες απίστευτα ταλαιπωρημένες, αλλά σε εποχές κατά τις οποίες η φθορά του φιλμ είχε λιγότερη σημασία από το να βρει και να μπορεί κανείς να δει το έργο που αναζητούσε. Θυμάμαι σχεδόν όλες τις ταινίες που έχω δει στη Ριβιέρα της οδού Βαλτετσίου, θυμάμαι την αβεβαιότητα για το αν είδαμε το φινάλε της Νύχτας των Βρικολάκων του Πολάνσκι (με το φιλμ να κόβεται εντελώς απότομα στο τέλος!), θυμάμαι τον αγώνα να διακρίνουμε τα πλάνα του πρώτου ημιώρου (λόγω... απογευματινής έναρξης) στις προβολές των μεγάλων σε διάρκεια ταινιών του Φελίνι, θυμάμαι τις συμμαθήτριές μου από το σχολείο που (λόγω... αναρχικής φήμης) περπατούσαν κατατρομαγμένες μέχρι το σινεμά για να δούμε τους Εντιμότατους κυρίους του Κελιού 13... Η Ριβιέρα είναι ο αγαπημένος μου «κήπος» αυτής της πόλης και σήμερα με συγκινεί που, αντί για ένας κοινός θεατής εκεί, μπορώ πια να προγραμματίζω τις ταινίες του δικού μου ετήσιου αφιερώματος, του «Ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι», που τις προλογίζω, και να μοιράζομαι ιστορίες από τα χρόνια που έτρεχα σε όλη την Αθήνα για να δω τόσα έργα που αγάπησα, που μπορώ να μπαίνω στην καμπίνα προβολής και να στέκομαι στο «κρυμμένο» μπαλκονάκι της, χαζεύοντας «αδιάκριτα» το σινεμά να γεμίζει ή να έχω ρίγη όταν παίζουμε σελιλόιντ κόπια, με τον ήχο της μηχανής να συνοδεύει την ηχητική μπάντα του έργου. Τα καλοκαίρια στην Αθήνα έχουν μια Ριβιέρα. Και για μένα είναι μια μηχανή του χρόνου που θα με πηγαίνει πάντοτε στη νιότη...
Γιώργος Κρασσακόπουλος
flix.gr, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
«Μπρόντγουαιη»: Ένα τόσο λαμπερά αμερικανικό όνομα, γραμμένο με ήτα και άλφα γιώτα. Βρισκόταν στην ομώνυμη στοά, Αγίου Μελετίου και Πατησίων, στην ταράτσα ενός κάποτε μοντέρνου κτιρίου, το οποίο στον δεύτερο όροφο είχε και έναν χειμερινό κινηματογράφο. Δεν πήγαινες απλώς σινεμά, ήταν σαν να έπαιζες στη δική σου, φουτουριστική με μια ιδέα νουάρ ταινία. Έστριβες από τον δρόμο στη χαώδη (ή έτσι έμοιαζε τότε) στοά, έπαιρνες το μεγάλο ασανσέρ και έβγαινες στη σχεδόν αιωρούμενη ταράτσα στην οροφή του κτιρίου. Καθισμένος στην καρέκλα σου, έβλεπες μόνο οθόνη και ουρανό. Κι αν η ταινία ήταν καλή, σχεδόν απογειωνόσουν μαζί με τα αεροπλάνα που περνούσαν από πάνω. Μπορεί να μην είχε το πιο μυρωδάτο αγιόκλημα ή το καλύτερο μπαρ, είχε όμως τον ήχο όσο δυνατά ήθελε και κανέναν θόρυβο από τους γείτονες ή τον δρόμο. Εκεί, στις «κορυφογραμμές» της τότε απόλυτα αστικής Πατησίων, έβλεπες σινεμά κυριολεκτικά πάνω από ολόκληρη την πόλη.
Γιάννης Βασιλείου
LiFO
Είμαι γυρολόγος των θερινών. Περισσότερο τα συνδυάζω με στιγμές. Στη Ριβιέρα είδα για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη τα Laura και Le Samouraï, στο Φλερύ δυσαρεστημένος γείτονας έκανε δουλειές με Βlack & Decker κατά τη διάρκεια της προβολής, στο Σινέ Παρί είχα ένα αξέχαστο ραντεβού, για το οποίο, αν έγραφα λεπτομέρειες, θα μου απαγορευόταν η είσοδος διά παντός. Αλλά αν έπρεπε να διαλέξω αγαπημένο θερινό, θα διάλεγα το Άνεσις στους Αμπελοκήπους, επειδή είναι κοντά στο σπίτι μου. Και επειδή είναι σε ταράτσα – ως γνωστόν, oι ταράτσες είναι οι οάσεις της αστικής ερήμου. Η προβολή που δεν θα ξεχάσω είναι μια μεταμεσονύκτια του Insidious 3 το 2015. Τη θυμάμαι όχι λόγω της ταινίας ‒αυτή ήταν κάτω του μετρίου‒ αλλά αφενός επειδή στα μισά της προβολής έπιασε μπόρα ανελέητη και παρακολούθησα την υπόλοιπη με ομπρέλα και αφετέρου επειδή, βγαίνοντας από το σινεμά, είδα αδιανόητη ουρά έξω από ένα ΑΤΜ. «Θα πιστώθηκαν οι συντάξεις» σκέφτηκα, μα έβλεπα ανθρώπους κάθε ηλικίας. Μετά άνοιξα το κινητό και η πρώτη είδηση έγραφε ότι «οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. ναυάγησαν και ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε δημοψήφισμα με αντικείμενο την παραμονή μας στην Ένωση». Έτσι, ξαφνικά, η πραγματικότητα έμοιαζε απείρως τρομακτικότερη από την ταινία τρόμου που μόλις είχα παρακολουθήσει.
Πόλυ Λυκούργου
Σινέ Ηλέκτρα: Λουτράκι, τέλη '80s. Καλοκαίρια εφηβείας, καλοκαίρια καύσωνα, καλοκαίρια τρίμηνης μαθητικής βαρεμάρας (που τώρα αναπολείς και κλαις). Η καθημερινή ρουτίνα ήταν το πρωί, πριν από το μπάνιο στη θάλασσα, να περπατάμε 3 χιλιόμετρα (μέναμε έξω από την πόλη) με την κολλητή μου, την Κλαίρη, για να φτάσουμε στη μέση της παραλίας με τις καφετέριες. Εκεί όπου έστηναν τα 4 θερινά σινεμά το ημερήσιο πρόγραμμά τους. Χαζεύαμε τις φωτογραφίες άπληστα, εκνευριζόμασταν ιδιαίτερα, αν τα είχαμε δει όλα τον χειμώνα, διαπραγματευόμασταν αν στην επιλογή θα έπαιρνε τη σκυτάλη η ταινία, η θέα ή οι τηγανητές πατάτες με το κέτσαπ που σέρβιρε το μπαρ του ενός σινεμά. Μετά ακολουθούσε πίτσα στο ΑΜΙ και παράνομη μικρή μπίρα στο μπαρ με τους σερφίστες (συγγνώμη, μπαμπά).
Το τζάκποτ ήταν το «ταινία/θέα». Όταν δηλαδή αυτό που θέλαμε να δούμε παιζόταν στο «Ηλέκτρα». Μια αυλή στο τέλος της πόλης, με πεύκα και γιασεμί και θέα στον νυχτερινό, γεμάτο φωτάκια, κορινθιακό κόλπο – ένα θερινό σινεμά που σου έκοβε την ανάσα. Θα πίστευε κανείς ότι με τέτοιο σκηνικό το πρόγραμμα θα είχε mainstream ευκολίες. Κι όμως. Εκεί τα εφηβικά μου μάτια είδαν Γκοντάρ, Τριφό, Μπουνιουέλ. Δεν θα ξεχάσω την προβολή της «Πράσινης Αχτίδας» του Ερίκ Ρομέρ το 1987. Τι να καταλάβει μια 15χρονη; Τίποτα. Πόσα μπορεί να νιώσει; Πολλά. Ακόμα την ψάχνω σε κάθε ηλιοβασίλεμα και ακόμα νοσταλγώ να ξαναβρεθώ στο Ηλέκτρα, ό,τι κι αν παίζει. Κι ας το έχω ξαναδεί.
Πάνος Γκένας
cinemagazine.gr, Νύχτες Πρεμιέρας
Στο μυαλό μου είχα πάντα δύο αγαπημένα θερινά στην Αθήνα. Δυστυχώς, όμως, το ένα από αυτά, το Ciné Ψυρρή, δεν είναι πια ciné. Ευτυχώς που το Ciné Paris παραμένει! Το Ciné Paris είναι ξεχωριστό, γιατί προσφέρει μια βιωματική κινηματογραφική εμπειρία. Αρχικά, μια βόλτα στην πόλη, πριν και μετά την ταινία, το περπάτημα της προσμονής για την προβολή και της κουβέντας που ακολουθεί με φόντο την Πλάκα. Στο ισόγειο έχεις τη δυνατότητα να αγοράσεις φωτογραφίες και αφίσες κινηματογραφικών αναμνήσεων, ρετρό σουβενίρ για να θυμάσαι το ταξίδι και, ασφαλώς, στην ταράτσα, αριστερά από τη μεγάλη οθόνη, το κάδρο διευρύνεται για να χωρέσει την Ακρόπολη, αιώνιο σύμβολο και μνημειώδης συντροφιά σε κάθε προβολή. Πολλές είναι οι ταινίες που έχω συνδέσει με το Ciné Paris, αλλά αυτή που ξεχωρίζω είναι το Sin City (2005). Τα κόμικ, «χειρόγραφα» κάδρα της ταινίας των Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και Φρανκ Μίλερ βρέθηκαν σε έναν υπερβατικό, οπτικοακουστικό διάλογο με την πόλη. Οι black & white χαρακτήρες «δραπέτευσαν» από την οθόνη του Ciné Paris και έσταξαν μελάνι στην Αθήνα.
Δήμητρα Νικολοπούλου
Επικοινωνία - Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Μένω στο Μετς. Το κέντρο (απόκεντρο) είναι ο φυσικός μου χώρος. Να τα φτάνεις όλα με τα πόδια. Ειδικά τις καθημερινές, που θες μια διαφυγή ‒ χωρίς φυγή. Έτσι, τα αγαπημένα μου θερινά τα έβρισκες μέχρι πρότινος στο όριο που κάνουν παραδόσεις τα ποδήλατα. Κέντρο, βία Παγκράτι. Μέχρι που πήγα στο Σινέ Δάφνη κι αισθάνθηκα ότι πηγαίνω να δω ταινία στην αυλή της κολλητής μου. Μικρό, καταπράσινο, χωρά καμιά 200αριά άτομα και είναι φροντισμένο με τον τρόπο που φροντίζουμε το μπαλκόνι μας. Δεν έχει θέα Ακρόπολη, όπως το Ciné Paris ή το Θησείον. Δεν έχει τα σουβλάκια της Αίγλης ή τους καναπέδες του Ελληνίς. Έχει όμως αυτό το αδιευκρίνιστο je ne sais quoi, μια αίσθηση οικειότητας που δεν περιγράφεται. Τα καλοκαίρια, τις καθημερινές βραδιές που δεν αντέχω πολλά-πολλά, που θέλω μια καλή ταινία, φορώντας βερμούδα και σαγιονάρα, νιώθω καλά στο Σινέ Δάφνη. Μου φτιάχνει τη διάθεση. Δεν έχω ζήσει καμιά παράξενη ιστορία σε θερινό σινεμά (μερικές καταιγίδες μόνο). Δεν έχω ερωτευτεί καν σε θερινό. Δεν θυμάμαι να με έχει σημαδέψει ταινία που είδα σε θερινό ‒ σε χειμερινό και σημαδεύτηκα και ερωτεύτηκα. Πέρα και πάνω από τα πάθη, στο Σινέ Δάφνη νιώθω απλώς ελεύθερη.
Τάσος Μελεμενίδης
LiFO, cinemagazine.gr, Νύχτες Πρεμιέρας
To θερινό σινεμά ανέκαθεν λειτουργούσε στο μυαλό μου ως προέκταση ενός τοπίου διακοπών, μιας περιοχής που μπορεί να συνδεθεί μόνο με το καλοκαίρι, συμπληρώνοντας μια σειρά από ανέμελες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν κολύμπι, παγωτά, σνακ και την αίσθηση του pause στον χρόνο. Δύσκολα μπορούσα να βρω κάτι αντίστοιχο στη στενότητα του κέντρου, παρά τις εξαιρετικές και πολύ προσεγμένες αίθουσες που υπάρχουν εδώ και χρόνια εκεί και προσφέρονται για μια μικρή απόδραση από την καθημερινότητα.
Ό,τι πιο κοντινό στην ιδεατή μου σκέψη για θερινό το βρήκα στην αγέραστη (κοντεύει τα 60) Ρία στη Βάρκιζα, έναν κινηματογράφο που ακόμα και αν βρεθείς εκεί από σπόντα ξεχνάς ότι βρίσκεσαι λίγα χιλιόμετρα μακριά από αστικό κέντρο. Παιδιά με παππούδες και γιαγιάδες, άνθρωποι από τη γειτονιά που έρχονται προχειροντυμένοι μετά τη ραστώνη που ακολουθεί το μπάνιο, κυλικείο και μπαρ όπου θα βρεις ό,τι συνδυάζεται με το greek summer σε έναν ορισμό του συνοικιακού σινεμά και της σημασίας που αυτό έχει στην τοπική κοινωνία. Δεν ξεχνώ την προβολή εκεί του Πριν τα μεσάνυχτα, η οποία ξεκίνησε με τις εικόνες που περιέγραψα περίπου ως τη μέση της ταινίας, όταν μια καταρρακτώδης βροχή έφερε κοντά στο μικρό στέγαστρο τους λίγους ήρωες που με λαχτάρα ξαναβλέπαμε τη ζωή του Τζέσι και της Σελίν και καμία καταιγίδα δεν επρόκειτο να μας διώξει.
Μαρία Ναθαναήλ
Επικοινωνία – Νύχτες Πρεμιέρας
Σινέ Ριβιέρα: Το αγαπώ γιατί είναι μια όαση δροσιάς, πρασίνου και σινεμά στη γειτονιά μου, τα Εξάρχεια, και συνδυάζει τη νεανικότητα και τη ζωντάνια της περιοχής με κάτι από παλιά Αθήνα. Το ξεχωρίζω, ωστόσο, για τη μοναδική του ιδιοκτήτρια, την Πέγκυ (Ρίγγα), αυτήν τη σινεφίλ, φαμπ και βαμπ αρχαιολόγο που σε γοητεύει με τη στιβαρή της ευγένεια και τις υπέροχες κινηματογραφικές επιλογές της! Θυμάμαι έντονα μια βραδιά τον Ιούνιο του 2018 την προβολή της πρώτης ταινίας του Σταύρου Τσιώλη, «Ο μικρός δραπέτης», που είχε διοργανώσει το Athens Open Air Film Festival με αφορμή τα 50 χρόνια από τη δημιουργία της, σε συνεργασία με τη «Χαμένη λεωφόρο του ελληνικού σινεμά». Το όμορφο Σινέ Ριβιέρα ήταν γεμάτο με μικρούς και μεγάλους θεατές απ' όλη την Αθήνα και η ατμόσφαιρα πολύ συγκινητική, καθώς ήταν κοντά μας η κόρη του Σταύρου Τσιώλη και ο πρωταγωνιστής της ταινίας «μικρός Αλέξης», που μοιράστηκαν τρυφερές αναμνήσεις από τα γυρίσματα και την καριέρα του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη.
15 ακόμα θερινά σινεμά που αγαπάμε
• Εκράν (Νεάπολη - Εξάρχεια)
• Ηλέκτρα (Πατησίων)
• Παλάς (Παγκράτι)
• Μπομπονιέρα (Κηφισιά)
• Ciné Φλοίσβος (Φάληρο)
• Αμαρυλλίς (Αγία Παρασκευή)
• Αριάν (Γλυφάδα)
• Μαργαρίτα (Χαλάνδρι)
• Λαΐς (Ταινιοθήκη - Γκάζι)
• Παναθήναια (Αμπελόκηποι)
• Μαριλένα (Γλυφάδα)
• Κάρμεν (Αμπελόκηποι)
• Χλόη (Κηφισιά)
• Αβάνα (Χαλάνδρι)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO