ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 1988 αστυνομικοί σταμάτησαν μια Πόρσε καθώς εισερχόταν στη Νέα Υόρκη μέσω της σήραγγας Λίνκολν. Το αυτοκίνητο οδηγούσε μια γυναίκα, η οποία δεν είχε πληρώσει τα διόδια των 3 δολαρίων. Μαζί της ήταν ένα τρίχρονο αγόρι. Η γυναίκα είπε στους αστυνομικούς αυτό που είχε πει και στον εισπράκτορα των διοδίων: ότι ήταν η σύζυγος του διάσημου παρουσιαστή Ντέιβιντ Λέτερμαν. «Είμαι η κυρία Ντέιβιντ Λέτερμαν και αυτός είναι ο Ντέιβιντ Τζούνιορ», δήλωσε. «Δεν νομίζετε ότι ο Ντέιβιντ Λέτερμαν έχει "πρόσωπο" για ένα τόσο ασήμαντο ποσό»;
Το αυτοκίνητο ήταν πράγματι η αξίας 80.000 δολαρίων Πόρσε του Λέτερμαν, αλλά η γυναίκα δεν ήταν η σύζυγός του. Ήταν η Μάργκαρετ Μέρι Ρέι, stalker διασημοτήτων και σχιζοφρενής. Το αγόρι ήταν ο γιος της, ο Άλεξ. Η Ρέι είχε κλέψει το αυτοκίνητο το Λέτερμαν από την είσοδο του σπιτιού του – ήταν το πρώτο περιστατικό που αναφέρθηκε σε μια μακρά και παράξενη εκστρατεία παρακολούθησης και παρενόχλησης. Επί σειρά ετών η Ρέι μπαινόβγαινε στο σπίτι του Λέτερμαν, όπου τον αιφνιδίαζε τη νύχτα, του άφηνε περίεργα δώρα ενώ έκανε ακόμη και δουλειές του σπιτιού.
Η Ρέι έγινε εθνικό πρωτοσέλιδο, αλλά και εθνικό ανέκδοτο, όταν ο Λέτερμαν άρχισε να λέει αστεία για τα κατορθώματά της στη δημοφιλέστατη εκπομπή του, Late Night with David Letterman. Αργότερα, ο ίδιος θα σημείωνε ότι ποτέ δεν την κατονόμασε στον αέρα και ότι ποτέ δεν υπέβαλε μήνυση. Δέκα χρόνια μετά την κλοπή της Πόρσε του Λέτερμαν, η Μάργκαρετ Μέρι Μέι –γνωστή και ως Πέγκι– θα έδινε η ίδια τέλος στη ζωή της, γονατίζοντας στις σιδηροδρομικές ράγες την ώρα που περνούσε μια εμπορική αμαξοστοιχία που μετέφερε κάρβουνο.
Η Ρέι μπήκε για πρώτη φορά στο σπίτι του Ντέιβιντ Λέτερμαν τον Μάιο του 1988, τις ίδιες μέρες περίπου που έκλεψε την Πόρσε του. Ο Λέτερμαν έλειπε κι εκείνη επιχείρησε να μετακομίσει στο σπίτι του στο Κονέκτικατ δύο φορές με τον γιο της.
Στην τηλεοπτική σειρά Baby Reindeer που χαλάει κόσμο αυτές τις μέρες στο Netflix, η απεικόνιση της γυναίκας που καταδιώκει και παρενοχλεί τον κεντρικό χαρακτήρα έχει μια οδύνη και μια συμπάθεια. Στη Μάργκαρετ Μέρι Ρέι, που επίσης ήταν μια πολύ άρρωστη γυναίκα, δεν έδειξαν ποτέ τέτοιο έλεος.
Υπήρχαν και άλλες επιφανείς περιπτώσεις stalkers διασημοτήτων στην προ-διαδικτυακή εποχή, όταν οι αλληλεπιδράσεις «έπρεπε» να είναι πραγματικές και φυσικές – όταν ακόμα δεν υπήρχε η δυνατότητα να στείλεις 41.000 emails, σαν αυτά που δέχτηκε ο Ρίτσαρντ Γκαντ του Baby Reindeer. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν αυτή του Τζον Χίνκλεϊ τζούνιορ, ο είχε εμμονή με την Τζόντι Φόστερ και έφτασε μέχρι την απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου Ρέιγκαν για να τραβήξει την προσοχή της.
Η Ολίβια Νιούτον-Τζον υπήρξε επίσης στόχος δύο διωκτών. Ο πρώτος, ο Μάικλ Όουεν Πέρι, την έβαλε σε μια λίστα ανθρώπων που ήθελε να σκοτώσει (τελικά σκότωσε πέντε μέλη της ίδιας του της οικογένειας) και ο δεύτερος τρύπωσε στο κρεβάτι της ενώ εκείνη βρισκόταν σε διακοπές.
Το 1995 ο Ρόμπερτ Ντιούι Χόσκινς προσπάθησε να διαρρήξει το σπίτι της Madonna και απείλησε να την παντρευτεί ή να τη σκοτώσει. Καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κάθειρξη. Οι stalkers όμως δεν λαμβάνονταν πάντα σοβαρά υπόψη, ειδικά αν, όπως στην περίπτωση της Μάργκαρετ Μέρι Ρέι, ήταν γυναίκες.
Η Ρέι γεννήθηκε το 1952 και μεγάλωσε σε μια κωμόπολη του Ιλινόι. Ο πατέρας της έπασχε πιθανότατα από σχιζοφρένεια, ενώ τα δύο από τα τρία αδέλφια της ήταν επίσης σχιζοφρενείς και αυτοκτόνησαν. Η Ρέι παντρεύτηκε το 1973 και απέκτησε τέσσερα παιδιά, δέκα χρόνια αργότερα όμως πήρε διαζύγιο και εξαιτίας της επιδεινούμενης ψυχικής της κατάστασης έχασε την επιμέλεια των παιδιών της. Σύμφωνα με τη νεκρολογία της στους New York Times, η Ρέι έκανε ωτοστόπ ανά τις Ηνωμένες Πολιτείες και ζούσε σε παράγκες χωρίς τρεχούμενο νερό. Είχε ένα πέμπτο παιδί από άγνωστο πατέρα – τον Άλεξ, το αγόρι που ήταν μαζί της στην Πόρσε του Λέτερμαν, την επιμέλεια του οποίου ανέλαβε τελικά η μητέρα της.
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Χότσκις του Κολοράντο, όπου έκανε περιστασιακές δουλειές αλλά και φιλίες. Μετά το θάνατό της, οι φίλοι και οι γείτονες είχαν να πουν καλά πράγματα γι' αυτήν και κυρίως ότι ήταν κάτι περισσότερο από τη σχιζοφρένεια που την κατέτρωγε. Η Ρέι μπήκε για πρώτη φορά στο σπίτι του Ντέιβιντ Λέτερμαν τον Μάιο του 1988, τις ίδιες μέρες περίπου που έκλεψε την Πόρσε του. Ο Λέτερμαν έλειπε κι εκείνη επιχείρησε να μετακομίσει στο σπίτι του στο Κονέκτικατ δύο φορές με τον γιο της. Μέχρι τον επόμενο χρόνο είχε αποκτήσει και ή ίδια διασημότητα, μέχρι που έδωσε και συνέντευξη στην τηλεοπτική εκπομπή A Current Affair, όπου εξηγούσε ότι ερωτεύτηκε τον Λέτερμαν αφού τον είδε σε ένα ντοκιμαντέρ. «Θα μπορούσα να σας πω ότι ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά» είπε. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη γυναίκα στον κόσμο που θα μπορούσε να τον αγαπήσει τόσο πολύ».
Σε άλλα περιστατικά της «δράσης» της βρέθηκε να κοιμάται στο γήπεδο τένις του σπιτιού του Λέτερμαν, ενώ συχνά έμπαινε απλά στο φουαγιέ για να του αφήσει δώρα, όπως ένα άδειο μπουκάλι Jack Daniel's και ένα κουτί μπισκότα. Μια άλλη φορά του άφησε ένα βιβλίο για τον διαλογισμό και ένα γράμμα. Του έγραφε συχνά και, όπως θα δήλωνε ο ίδιος αργότερα, ο Λέτερμαν μπορούσε να καταλάβει αν έπαιρνε ή δεν έπαιρνε τα φάρμακά της από τον τρόπο που έγραφε: «Όταν τα έπαιρνε, ήταν σαν να μάθαινες νέα από τη θεία σου. Όταν τα έκοβε, ήταν σαν να μάθαινες νέα από τη θεία σου στον Κρόνο».
Κατά τη διάρκεια μιας από τις διαρρήξεις της –που οδήγησε σε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών– η Ρέι παραδέχτηκε ότι κρατούσε τον εαυτό της απασχολημένο στην έπαυλη του Λέτερμαν «γράφοντας, βλέποντας τηλεόραση, πλένοντας τα παράθυρα και καθαρίζοντας τα πατώματα». Και πρόσθεσε: «Μου αρέσουν πολύ οι δουλειές του σπιτιού».
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Λέτερμαν ένιωσε πραγματικά απειλή μόνο μία φορά – όταν ένα βράδυ ήταν στο κρεβάτι με τη φίλη του και σήκωσε το κεφάλι του για να δει τη Ρέι να στέκεται στον διάδρομο, πριν φύγει τρέχοντας. Μια φορά φέρεται να τη βρήκε να κοιμάται σε ένα υπνοδωμάτιο επισκεπτών. Η Ρέι συνελήφθη οκτώ φορές για καταπάτηση της ιδιοκτησίας του Λέτερμαν και εξέτισε συνολικά ποινή 24 μηνών.
Η Μάργκαρετ Μέρι Ρέι έβαλε τέλος στη ζωή της στις 5 Οκτωβρίου 1998, στο Κολοράντο. Ήταν 46 ετών. Είχε γράψει ένα τελευταίο γράμμα στη μητέρα της, όπου έλεγε: «Αρκετά πια με τα ταξίδια… Επέλεξα έναν ανώδυνο και άμεσο τρόπο για να βάλω τέλος στη ζωή μου στην κοιλάδα που αγαπούσα». Στον τόπο του θανάτου της είχε αφήσει την τσάντα της στο έδαφος, με ένα μικρό σημείωμα με τον αριθμό τηλεφώνου μιας φίλης που θα μπορούσε να επικοινωνήσει με την οικογένειά της. Ο Ντέιβιντ Λέτερμαν ανταποκρίθηκε στην είδηση μέσω εκπροσώπου του, δηλώνοντας: «Είναι ένα θλιβερό τέλος σε μια βαθιά μπερδεμένη ζωή».
Με στοιχεία από The Telegraph