«Δεν είμαι queer, είμαι διαμελισμένος», απαντά ο μυστηριώδης ταξιδευτής με το λευκό κοστούμι και το πιστόλι στη ζώνη Μπιλ Λι (συχνό λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού συγγραφέα) όταν αναρωτιέται για την ταυτότητά του ακόμη και σε κατάσταση αφασίας, σε μία από τις ψυχεδελικές αναζητήσεις του στην άκρη του νου. Η έκταση της εσωτερικής, αφομοιωμένης ερωτικής καταπίεσης (όχι πάντα ταυτόσημη με τη σεξουαλική συμπεριφορά) του εκπατρισμένου Αμερικανού, άλλοτε αγέρωχου και ενίοτε αποκαμωμένου τυχοδιώκτη στη Νότια Αμερική αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συγκρίνεται μόνο με την εμμονική επιθυμία του να συλλάβει το άπιαστο, να φτάσει στην άλλη άκρη του πεποιημένου κόσμου, να ξεγελάσει τη θνητότητα.
Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, ο οποίος έγραψε το «Queer» ανάμεσα στο «Junkie» και το «Γυμνό Γεύμα», αλλά το δημοσίευσε δεκαετίες αργότερα, όταν ανακαλύφθηκε και λατρεύτηκε από τη νεοϋορκέζικη underground σκηνή των '80s και εκτέθηκε σε συνεντεύξεις που ενδεχομένως δεν περίμενε να του προκύψουν δήλωσε πως δεν ένιωθε πως ανήκε στους γκέι λογοτεχνικούς κύκλους ή στην γκέι κοινότητα και πως δεν είχε υπάρξει γκέι ούτε μια μέρα στη ζωή του – ίσως αυτός είναι ο πιο απροσδόκητος διαφοροποιός ορισμός των συχνά συγκεχυμένων εννοιών γκέι και κουίρ από έναν καλλιτέχνη παλιότερης γενιάς. Σαν υπερταχεία που ξεκινά από το ανοιγμένο του κεφάλι, το ταξίδι του Λι στο χείλος του ασυνείδητου βασικά μαρκάρεται από δύο σταθμούς, τη γνωριμία του με τον νεαρότερό του Γιουτζίν, έναν απόστρατο περιπλανώμενο που ψάχνει έναν σκοπό στην πόλη του Μεξικού στις αρχές των '50s, χωρίς όμως να βιάζεται, και τη μετ’ εμποδίων κοινή τους αναζήτηση του φυσικού παραισθησιογόνου γιαγκέ στη ζούγκλα, όπου συναντούν μια υποτίθεται θρυλική και δυσεύρετη βοτανολόγο (η Λέσλι Μάνβιλ, που τρομάξαμε να αναγνωρίσουμε).
Ο Ιταλός σκηνοθέτης βρήκε ένα εφέ για να «χωρέσει» φαντασματικά τον Λι στον Γιουτζίν, να τον πλησιάσει πνευματικά προτού γίνουν εραστές, να δει από μέσα την ψυχή του μήπως και τον συγκινήσει.
Αγριεμένη και σκιαχτική, τον προειδοποιεί πως αυτό που θα βιώσει δεν μοιάζει με την πρέζα που έχει συνηθίσει αλλά με έναν καθρέφτη της ψυχής που διαρκεί μια μικρή αιωνιότητα. Και μπορεί ο πιο κολεγιακός τύπος Γιουτζίν να τον ακολουθεί στο τριπ με τον ίδιο ράθυμο τρόπο που δέχτηκε να κάνουν σεξ, παραδόξως «συναινετικά αποπλανημένος», πάντα με μια απαλή απόσταση (έξοχος ο Ντριου Στάρκι σε μια λιτή ερμηνεία όπου καλείται να περνά δίπλα από συναισθήματα), αλλά ο Λι το θέλει πολύ, και το ζει μέχρι το μεδούλι, αποφασισμένος να δοκιμάσει μια δραματική και επώδυνη απόδραση από τον ρεαλισμό.
Το ίδιο κάνει άλλωστε και ο Λούκα Γκουαντανίνο: γυρισμένο στη μυθική Τσινετσιτά, το «Queer» μοιάζει με εξωτική φαντασίωση από την αρχή ως το τέλος, μια μακρινή ηχώ χρωμάτων και αισθήσεων, από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των μπαρ και των δρόμων του Μεξικού με τις κοκορομαχίες, τα ναρκωτικά, τα μπουρδέλα, τις σιλουέτες της μιας νύχτας αλλά και τον υπαινιγμό μιας μεγάλης ευκαιρίας μέχρι την ακόμα πιο ιδρωμένη και παραισθητική ζούγκλα της αχαρτογράφητης ψυχεδέλειας, δεκαετίες προτού σκάσουν μαζικά τα μανιτάρια και εκλαϊκευθούν οι ψυχοτρόπες εμπειρίες, πάντα με την επιμελημένη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη συνοδεία της κοφτερής πρωτότυπης μουσικής των Ρέζνορ - Ρος κι ενός νόστιμου σάουντρακ ανόμοιων παλιότερων τραγουδιών που ελέγχεται για εκτροχιασμένο εκλεκτισμό. Ο συνεχής πειραματισμός του Λι ενέχει πάντα κάτι οριακό και εξαιρετικά επείγον – η λαχτάρα του για ηδονή θα ξέπεφτε στο επίπεδο του αδιάφορου kink αν δεν έπασχε τόσο πολύ από την επιθυμία για ταύτιση με τον άνθρωπο που ποθεί και αγαπά.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης βρήκε ένα εφέ για να «χωρέσει» φαντασματικά τον Λι στον Γιουτζίν, να τον πλησιάσει πνευματικά πριν γίνουν εραστές, να δει από μέσα την ψυχή του, μήπως και τον συγκινήσει. Κι όταν ο νεαρός του φίλος τού χαρίζει με το αζημίωτο μερικά ψίχουλα σάρκας, συμπόνιας και φροντίδας και τον ιντριγκάρει με την ανάγκη του για ανεξαρτησία, ο Λι δεν κινείται ποτέ προς αυτόν με ιδιοκτησιακές διαθέσεις (μάλιστα, στην αρχή κοντοστέκεται όταν τον βλέπει να φορά στον λαιμό το αστέρι του Δαβίδ, για να μη στενοχωρηθεί η μητέρα του!), ίσως επειδή εκτιμά και συμμερίζεται την ελευθερία και φοβάται μη χάσει έναν συνοδοιπόρο που δεν έχει αντίρρηση να διαμελισθεί από υπέρβαση και καύλα παρά να βουλιάξει με τους υπόλοιπους αγγλόφωνους της παρέας του Green Lantern στις αρπαχτές συνάξεις πίσω στο Μεξικό – η διαφορά που λέγαμε…
Σε αυτήν τη συναρπαστική διαδρομή με τις αφηγηματικές νάρκες που απέφυγε ο Τζάστιν Κουρίτσκις και τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ του queer υδράργυρου του Μπάροουζ και του δυσθεώρητου ηφαίστειου που κυνηγάει ο ήρωας, ο Ντάνιελ Κρεγκ παίζει με 40 πυρετό και εννοεί κάθε αρπαχτικό και μαγκωμένο βλέμμα πόθου, κάθε βύθιση στη ναρκωμένη ψευδαίσθηση μιας ζωής σε παύση, όλη την περιφρόνηση που νιώθει για το «σινάφι» του και τον αυτοεξευτελισμό του άνισου έρωτα. Άνετα πρόκειται για ερμηνεία καριέρας και μία από τις μεγαλύτερες που έχουμε δει για το μαρτύριο της επιθυμίας. Ποιος το περίμενε ο θεσμικός 007 να σταθεί στο ύψος τόσο ασυνήθιστων περιστάσεων και να συλλάβει με εφιαλτική μεγαλοπρέπεια τον άνομο Λι, ένα τρισδιάστατο φάντασμα που μπορεί να αυταπατάται, αλλά δεν προδίδει το σκίρτημα, αφαιρεί από την έκφραση, μα είναι πάντα παρών.