Η ταινία «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό», που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 7 Οκτωβρίου σε διανομή Cinobo.
Με αφετηρία το sex tape μιας Ρουμάνας δασκάλας, που διαρρέει στο διαδίκτυο και δημιουργεί προβλήματα στην επαγγελματική και την κοινωνική της ζωή, ο Ρουμάνος Ράντου Ζούντε στήνει ένα αταξινόμητο φιλμ, που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που είδατε ή θα δείτε μέσα στη σεζόν. Η τελική σκηνή του έργου προκάλεσε ντελίριο ενθουσιασμού στον κινηματογράφο Ιντεάλ, όπου προβλήθηκε πριν από λίγες μέρες στο πλαίσιο των «Νυχτών Πρεμιέρας».
Συνομιλήσαμε με τον σκηνοθέτη μέσω zoom, για να μας λύσει μερικές απορίες.
— Kύριε Ζούντε, έχετε χωρίσει την ταινία σας σε τρία διακριτά, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους μέρη. Πώς καταλήξατε σε αυτήν τη δομή;
Ήταν μια μακρά δημιουργική διαδικασία. Στην αρχή ήθελα να κάνω μια ταινία για μια δασκάλα κι ένα ερασιτεχνικό sex tape που διαρρέει στο διαδίκτυο, αλλά στην πορεία διαπίστωσα ότι η ιστορία από μόνη της δεν ήταν ενδιαφέρουσα, το ενδιαφέρον ήταν πώς συνδέεται με το υπόλοιπο περιβάλλον, με την κοινωνία, με θέματα όπως η ελευθερία, ο ψηφιακός κόσμος και η ιδιωτικότητα. Οπότε σκέφτηκα να βρω έναν τρόπο να εντάξω αυτά τα θέματα στο φιλμ.
Κρατούσα διαρκώς σημειώσεις, αλλά δεν μπορούσα να βρω έναν τρόπο να τα ενσωματώσω στην ιστορία. Όλα άρχισαν να βγάζουν νόημα, όταν είδα μια έκθεση κυβιστών ζωγράφων και σκέφτηκα να δοκιμάσω να κάνω μια ταινία με δομή εμπνευσμένη από αυτό το κίνημα. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα, αλλά και πάλι δεν ήξερα ακριβώς πώς να το κάνω.
Τη λύση μου έδωσε ένα βιβλίο του Αντρέ Μαλρό που λέγεται «οι Φωνές της Σιωπής». Εκεί ο Μαλρό σε κάποιο σημείο αναφέρει ότι ο Ντελακρουά έκανε προσχέδια για τους πίνακές του, αλλά, σε αντίθεση με άλλους ζωγράφους, τα κρατούσε όλα στο στούντιο του. Και ο Μαλρό παρατηρεί ότι αυτά τα προσχέδια, αυτοί οι ανολοκλήρωτοι πίνακες, σήμερα μοιάζουν με πίνακες μοντέρνας τέχνης, σαν κάτι που θα ζωγράφιζε ο Πικάσο. Οπότε σκέφτηκα να κάνω μια ταινία που να μοιάζει περισσότερο με προσχέδιο, με σκίτσο, σαν ανολοκλήρωτος πίνακας ζωγραφικής, και έτσι κατέληξα σε αυτή τη δομή.
Στο πρώτο μέρος ακολουθούμε τη γυναίκα στην πόλη και παρατηρούμε την πόλη, στο δεύτερο μέρος παραθέτω πληροφορίες που άντλησα όλο αυτό το διάστημα και το τρίτο μέρος είναι κάτι σαν commedia dell’arte, σαν sitcom.
Δεν θέλω να είμαι δικαστής, ούτε εισαγγελέας στα social media, το βρίσκω λανθασμένο. Οπότε το φιλμ μου ασχολείται πολύ με αυτό. Και προσωπικά δεν θέλω να ζω σε μια κοινωνία που κάποιος παραγκωνίζεται και καταστρατηγούνται τα δικαιώματά του, επειδή μερικοί θεωρούν αυτό που κάνει ανήθικο.
— Και στην αρχή ξεκινάτε με το επίμαχο ερασιτεχνικό βίντεο. Με εξέπληξε που αρκετοί κάνουν λόγο για προβοκατόρικη εισαγωγή, είναι εντυπωσιακό ότι μετά από τόσες σχετικές εικόνες που έχουμε καταναλώσει μέσα στα χρόνια, η εισαγωγή σας χαρακτηρίζεται προκλητική, δεν βρήκα τίποτα προκλητικό, τουναντίον είναι και αστείο.
Συμφωνώ μαζί σας, μου είπαν ότι είναι σοκαριστική σκηνή και τους είπα δεν έχει τίποτα σοκαριστικό, προσπάθησα να την κάνω όσο πιο μπανάλ γίνεται, χωρίς εξεζητημένες διαστροφές, σε βαθμό που νιώθεις οίκτο για τους πρωταγωνιστές.
Είδα πολλά ερασιτεχνικά βίντεο για να στήσω αυτήν τη σκηνή και παρατήρησα το εξής. Βλέπεις αντίστοιχα γερμανικά και σουηδικά βίντεο να είναι γυρισμένα σε πολυτελή ξενοδοχεία, σε προσεκτικά επιπλωμένα δωμάτια, σε παραλίες κ.λπ. και τα αντίστοιχα ρουμάνικα είναι σε κάτι φτωχικά δωμάτια, κακοφωτισμένα, με συγγενείς που μπορείς να ακούσεις στο βάθος και φασαρία από το κυκλοφοριακό χάος στον δρόμο. Οριακά είναι σαν παρωδίες αντίστοιχων βορειοευρωπαϊκών βίντεο. Κι αυτό ακριβώς ήθελα να αποτυπώσω με αυτήν τη σκηνή.
— Στο τρίτο μέρος της ταινίας σας, μια σειρά από χαρακτήρες κάνουν μια συζήτηση γύρω από το τι επιτρέπεται, από το τι είναι ηθικό και τι όχι. Παρακολουθώντας την ταινία σας, ένιωθα ότι στα δυο πρώτα μέρη είναι σαν να ανοίγετε εσείς ο ίδιος έναν αντίστοιχο διάλογο με το κοινό σας.
Κατά κάποιον τρόπο αυτός ήταν ο στόχος μου. Ένας φίλος, κριτικός κινηματογράφου, έχει την άποψη ότι η ταινία μου λέει την ίδια ιστορία τρεις φορές. Μία στον δρόμο, μια σαν δοκίμιο και μία σαν κωμωδία. Και μάλλον έχει δίκιο.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι ηθικολόγος, πιστεύω στον νόμο. Για μένα ό,τι είναι νόμιμο και επιτρέπεται, θα έπρεπε να επιτρέπεται. Αν τώρα κάτι δεν είναι νόμιμο και απαγορεύεται, θα πρέπει να συζητήσουμε αν αυτό είναι σωστό και, αν όχι, να πολεμήσουμε για να αλλάξει. Για παράδειγμα, στη Ρουμανία η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικό αδίκημα μέχρι το 2001, είχα φίλους που πήγαν φυλακή στα ‘90s για αυτόν τον λόγο. Κι αν δεν θέλαμε να ενταχθούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ξέρω αν θα άλλαζε αυτή η διάταξη. Φανταστείτε ότι στο πρώτο ρουμάνικο Pride υπήρχαν άνθρωποι που έριχναν πέτρες στην παρέλαση, ανάμεσά τους και ιερείς.
Αλλά για να επανέλθω, ναι, όταν κάτι επιτρέπεται από τον νόμο, δεν θα έπρεπε να συζητάμε αν είναι σωστό. Για αυτό και είμαι κάθετα αντίθετος στην cancel culture, αυτό το φαινόμενο που κάποιος κατηγορείται για κάτι και αυτομάτως ακυρώνεται. Ο Τζόνι Ντεπ πήρε βραβείο στο Σαν Σεμπαστιάν και κάποιοι διαμαρτύρονταν και το φεστιβάλ απάντησε ότι δεν έχει καταδικαστεί για κάποιο αδίκημα και είχε δίκιο. Δεν θέλω να είμαι δικαστής, ούτε εισαγγελέας στα social media, το βρίσκω λανθασμένο. Οπότε το φιλμ μου ασχολείται πολύ με αυτό.
Και προσωπικά δεν θέλω να ζω σε μια κοινωνία που κάποιος παραγκωνίζεται και καταστρατηγούνται τα δικαιώματά του, επειδή μερικοί θεωρούν αυτό που κάνει ανήθικο. Αν π.χ. ο φίλος σου είναι άπιστος ή λέει συνέχεια ψέματα, να του κόψεις και την καλημέρα. Αλλά αυτό αφορά την ιδιωτική σφαίρα. Δεν θα έπρεπε να απασχολεί τη δημόσια σφαίρα.
— Με αυτά που λέτε, ακούγεται σαν ο χαρακτήρας της δασκάλας να είναι το avatar σας μέσα στην ταινία.
Είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω σε αυτό. Ο Φλομπέρ υποτίθεται πως είπε «η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ», στην πραγματικότητα όμως δεν το είπε αυτός, αν το ερευνήσεις, θα δεις ότι ήταν τα λόγια κάποιου μελετητή του έργου του που αποδόθηκαν στον Φλομπέρ.
Σε κάποιες παραμέτρους ταυτίζομαι με τον χαρακτήρα της δασκάλας, σε κάποιες άλλες όχι. Δεν συμμερίζομαι ερμηνείες τέτοιου τύπου πάντως, τις βρίσκω πολύ ρομαντικές και δεν είμαι καθόλου ρομαντικός, δεν θέλω να εκφράζω τον εαυτό μου μέσα στην ταινία.
— Ναι, το δηλώνετε και με ένα σχετικό ρητό περί συναισθημάτων στο δεύτερο μέρος της ταινίας σας. Στο ίδιο μέρος λέτε κάποια στιγμή ότι το σινεμά είναι η ασπίδα της Αθηνάς για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε με ασφάλεια τη Μέδουσα, δηλαδή τη φρίκη του κόσμου. Και το λεγόμενο σινεμά της «απόδρασης»; Αυτό δεν είναι σινεμά;
Νομίζω ότι το σινεμά έχει πολλές μορφές και δεν θα έπρεπε να περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη μορφή, σε ένα είδος. Οπότε υπάρχει θέση στον κόσμο μας και για το σινεμά της απόδρασης. Για μένα πρόβλημα γεννάται, όταν δεν είναι ξεκάθαρο πού ανήκει μια ταινία.
Αν π.χ. βλέπεις μια διαφήμιση, θα πρέπει να ξέρεις ότι αυτό που βλέπεις είναι διαφήμιση, να μην το περνάς για ντοκιμαντέρ. Αντίστοιχα αν βλέπεις τους Avengers, είναι πολύ εντάξει, επειδή είναι σαφές ότι πρόκειται για μια ταινία φαντασίας. Το σινεμά, όπως λέει κι ο Γιόνας Μέκας, είναι ένα δέντρο και το εμπορικό σινεμά είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος του. Απλά δεν είναι το σινεμά που με ενδιαφέρει να κάνω.
— Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια το σινεμά της χώρας σας έχει καταξιωθεί διεθνώς στα μεγάλα φεστιβάλ, δημιουργώντας ένα ρουμάνικο νέο κύμα. Έχει δημιουργήσει αυτό κάποιον ανταγωνισμό μεταξύ σας;
Δεν θα το αποκαλούσα ακριβώς ανταγωνισμό, αλλά έχει συμβεί αυτό που συμβαίνει όταν η αγορά είναι τόσο μικρή. Θεωρητικά, όταν έχουμε έναν κοινό εχθρό, το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την έλλειψη χρηματοδότησης, θα έπρεπε να είμαστε ενωμένοι. Αυτό συνέβαινε παλιότερα. Μετά την καταξίωση του εθνικού μας σινεμά, δυστυχώς άρχισε να επικρατεί ο ατομισμός και η απληστία. Αρκετοί συνάδελφοι, από τη στιγμή που εξασφαλίζουν χρηματοδότηση για τη δική τους ταινία, αδιαφορούν για τους υπόλοιπους, δεν υπάρχει αλληλεγγύη.
Ενδεικτικά, μετά τη βράβευση μου στο Βερολίνο καταφέρθηκα εναντίον του Κέντρου και δεν με στήριξε κανείς εκτός από τον Αλεξάντερ Νανάου του Collective, ο οποίος έκανε το ίδιο μετά την υποψηφιότητά του για Όσκαρ. Κι αν τελικά κάποτε διαμαρτυρηθούν, θα το κάνουν επειδή δεν εξασφάλισαν υποστήριξη για τους ίδιους, τα κίνητρά τους είναι μόνο ατομικά. Και είναι μεγάλο κρίμα, γιατί θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τα πράγματα ενωμένοι.
— Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, κάποιες θεματικές ή αισθητικές ομοιότητες στα έργα των κινηματογραφιστών που απαρτίζουν αυτό το ρουμάνικο νέο κύμα;
Θα έλεγα ότι ο προσανατολισμός έχει στραφεί στη σύγχρονη κοινωνία και με έναν τρόπο που είναι περισσότερο κοινωνικός, ψυχολογικός ή μεταφυσικός, παρά πολιτικός. Και δεν πιστεύω στη μεταφυσική, πιστεύω περισσότερο στην ιστορία, παρά στη μεταφυσική. Οπότε θα ήθελα να δω περισσότερη πολιτική στο σινεμά μας.
Για παράδειγμα, υπάρχουν ταινίες για το κουμμουνιστικό παρελθόν της χώρας μου, έχω κάνει κι εγώ μια τέτοια, αλλά δεν υπάρχουν ταινίες για το ναζιστικό, το φασιστικό παρελθόν. Δεν νομίζω ότι είναι υγιές αυτό, να μας απασχολεί μόνο το πρόσφατο παρελθόν. Και παρατηρώ ότι, αν ασχολείσαι με τη μεταφυσική, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μπορείς να κάνεις μια ταινία για τη ζωή, για τον θάνατο, για τον Θεό και θα σου πουν εντάξει. Αν δοκιμάσεις κάτι πιο πολιτικοποιημένο, όμως, θα αντιμετωπίσεις πρόβλημα.
Έκανα π.χ. ένα φιλμ για την καταπίεση των Ρομά, ένα άλλο για τον αντισημιτισμό στη Ρουμανία, και ξαφνικά ακόμα και συνάδελφοι άρχισαν να λένε «αυτό δεν είναι σινεμά, είναι προπαγάνδα, αυτός ο τύπος δεν είναι καλλιτέχνης». Έκανα ένα φιλμ για την LGBTQ κοινότητα και έλεγαν ότι αυτό που κάνω δεν είναι σινεμά. Αν γυρίζεις ταινίες για μεταφυσικά θέματα, θεωρείσαι σπουδαιότερος καλλιτέχνης από ότι αν ασχολείσαι με πολιτικά ζητήματα. Ακούγεται κλισέ, αλλά είναι ένα κλισέ που ευδοκιμεί στη χώρα μου.
— Και μια τελευταία ερώτηση, που δεν μπορώ να μην κάνω. Τελικά η ταινία σας είναι «ατυχές πήδημα» ή «παλαβό πορνό»; Ο τίτλος της ταινίας σας ήταν ένας γρίφος που δεν μπόρεσα να λύσω.
Κοιτάξτε να δείτε, ο ρουμάνικος τίτλος είναι λίγο πιο σύνθετος σε σχέση με τον αγγλικό και τον ελληνικό (σημ.: ο ρουμάνικος τίτλος είναι Babardeală cu bucluc sau porno balamuc). Για παράδειγμα, η λέξη babardeală, που σημαίνει «πήδημα», έχει τσιγγάνικη καταγωγή και θεωρείται από την ελίτ πολύ πρόστυχη. Υπήρχαν μάλιστα παλιότεροι κριτικοί που έλεγαν ότι δεν ήξεραν καν αυτή τη λέξη, ότι έπρεπε να την ψάξουν στο λεξικό. Υποστήριζαν ότι είναι τόσο αγνοί που δεν την είχαν ακούσει ποτέ, κάτι που βρίσκω λίγο υποκριτικό.
Και οι άλλες λέξεις, όπως το bucluc και το balamuc, προέρχονται από το οθωμανικό παρελθόν της χώρας μου και χρησιμοποιούνται αρνητικά, κυρίως από τον tabloid τύπο. Αφενός λοιπόν ήθελα να υπάρχουν στοιχεία που η ελίτ θεωρεί υποκουλτούρα στον τίτλο, αλλά έχουν κι ένα ιστορικό context, κι αφετέρου, όπως σας είπα στην αρχή, ήθελα να κάνω μια ταινία που να μοιάζει με προσχέδιο, με ημιτελή πίνακα. Οπότε αποφάσισα και ο τίτλος μου να είναι ημιτελής, να μοιάζει κι αυτός με προσχέδιο τίτλου.