«Τα Μπάσταρδα έχουν αφήσει την πόλη μόνη της. Στην εξοχή το νέο τους σπίτι μυρίζει μόνο καλοκαίρι. Πέντε κορίτσια και πέντε αγόρια ζούνε εδώ και τώρα, για το τώρα. Εδώ δεν πλησιάζει κανείς, εδώ όλοι φυλάνε σκοπιά, φιλάνε ο ένας τον άλλον, παίζουν τους νεκρούς. Είναι ακόμα παιδιά. Είναι τα δικά σας παιδιά. Τα δικά μας μπάσταρδα».
Η ταινία του Νίκου Πάστρα, μια DIY παραγωγή που δημιουργήθηκε με τη βοήθεια του κοινού, η οποία κέρδισε τον Αργυρό Αλέξανδρο στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ είναι υποψήφια στις κατηγορίες πρωτότυπης μουσικής και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στα βραβεία «Ίρις» της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ετοιμάζεται να βγει στις αίθουσες και με την ευκαιρία κάνει ένα μεγάλο πάρτι στο «Ρομάντσο».
«Η ταινία έγινε μέσα στην καραντίνα», λέει ο Νίκος Πάστρας, κρατώντας τον Ταρζάν (ένα μαύρο κοκόνι) στην αγκαλιά του. «Η ιδέα ξεκίνησε απ’ τα παιδιά που πρωταγωνιστούν, τα είχα δει στις εξετάσεις τους και ήταν γαμάτα. Είχαν μόλις τελειώσει τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, ήταν συμμαθητές και φίλοι, οπότε υπήρχε μια οικειότητα μεταξύ. Τα γνώρισα, κάναμε παρέα και σκεφτήκαμε να κάνουμε μαζί την ταινία.
Προετοίμαζα για πολλά χρόνια μια άλλη ταινία μεγάλου μήκους, η οποία πήρε αναβολή και λόγω καραντίνας αλλά και για άλλους λόγους. Ήταν μια περίοδος που ήταν όλα μαύρα, δεν δούλευε κανείς, οπότε αρχίσαμε να συζητάμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Μου είχε έρθει η ιδέα να κάνω κάτι σαν μεταλλαγμένη “Γλυκιά Συμμορία” με νέους που το σκάνε απ’ την κοινωνία και τα σπίτια τους για να απομονωθούν κάπου και να ζήσουν με τον τρόπο που θέλουν.
Δεν ήταν σκοπός μου να κάνω μια ταινία για να αποτυπώσω αυτήν τη γενιά, αυτό που θέλω είναι να βγει κάτι πιο οικουμενικό. Η τέχνη, άπαξ και γίνεται πολιτική με τη βούλα, χάνει κάτι. Σίγουρα παίρνεις θέση κάνοντας το οτιδήποτε, γράφοντας ένα κείμενο, διαλέγοντας αυτόν τον καλλιτέχνη και όχι τον άλλον, κάνοντας πλάνο γενικό ή κοντινό, αλλά δεν μπορώ να πω ότι κάνω πολιτικό σινεμά.
Θέλαμε οπωσδήποτε να το κάνουμε μέσα στην καραντίνα, μας είχε πιάσει το ή θα γίνει τώρα ή δεν θα γίνει ποτέ, έτσι έκανα ένα crowd funding, το οποίο δεν πίστευα ότι θα πιάσει, γιατί στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου διαδεδομένο.
Πολύ σύντομα, μέσα σε είκοσι μέρες, μαζέψαμε κάποια χρήματα, ελάχιστα, αλλά ήταν όσα χρειαζόμασταν για να ταξιδέψουμε και να ζήσουμε όλοι μαζί. Γιατί αυτό που κάναμε ήταν ότι πήγαμε σε ένα σπίτι στην επαρχία, στην Αργολίδα, και ζήσαμε έναν μήνα εκεί, δουλεύοντας αποκλειστικά την ταινία, πέντε άτομα συνεργείο, δέκα ηθοποιοί.
Έκατσα κι έφτιαξα μαζί με τα παιδιά τους χαρακτήρες, έναν σεναριακό σκελετό με αρχή, μέση και τέλος. Τις σκηνές τις έφτιαξα ξεχωριστά, αλλά χωρίς να τις δουλέψω κειμενικά, τις δουλεύαμε μαζί, το τι θα λέγεται, επειδή είχαμε μια άνεση μεταξύ μας αλλά και με το συνεργείο δουλέψαμε πάρα πολύ αυτοσχεδιαστικά. Δηλαδή μπαίναμε σε κάθε σκηνή, ξέροντας όλοι τι θέλουμε να βγει, ποιο είναι το ζητούμενο και όλο το διαλογικό κομμάτι ήταν αυτοσχεδιαστικό. Γι’ αυτό ακριβώς δουλέψαμε με δύο κάμερες, για να μη χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε τις σκηνές.
Οπότε πήγαμε έτσι, με πολύ ρίσκο, γυρίζοντας κάθε μέρα υλικό. Δεν είχαμε καθόλου παραδοσιακό πρόγραμμα γυρίσματος, ζούσαμε και γυρνάγαμε, κοιμόμασταν στον ίδιο χώρο, ξυπνάγαμε μαζί. Όλο αυτό μάς έδωσε μια ελευθερία που ερχόταν σε αντίθεση με όσα γίνονταν εκείνη την εποχή στην Αθήνα, όπου όλοι ήταν με μάσκες. Εμείς, αφού είχαμε ελεγχθεί όλοι, δεν φορούσαμε μάσκες, αλλά δεν βγαίναμε από το σπίτι, ήμασταν απομονωμένοι. Υπήρχε μια τρομερή ελευθερία.
Μετά, όταν τέλειωσαν τα γυρίσματα, βρήκαμε μια εταιρεία παραγωγής, μας βοήθησε οικονομικά να την ολοκληρώσουμε, και ξαναπήγαμε στο σπίτι μετά από έξι μήνες να κάνουμε τα συμπληρωματικά γυρίσματα, γιατί είχαν μείνει κάποιες πιο δύσκολες σκηνές.
Η ταινία αφορά μια ομάδα παιδιών τα οποία απαρνιούνται, μαζί με τον κοινωνικό τους περίγυρο, και τις οικογένειές τους. Οι γονείς τους τα καταδιώκουν με μια υπερβολή σουρεαλιστική, εμφανίζονται και προσπαθούν να τα πάρουν πίσω. Εκεί καταλαβαίνεις και στην κυριολεξία γιατί λέγονται “μπάσταρδα”.
Το “Μπάσταρδο” ήταν άλμπουμ του Mazoha, από εκεί ξεκίνησε ο τίτλος της ταινίας. Όταν άρχισα να δουλεύω την ιδέα με τα παιδιά και σκεφτόμουν την ταινία, άκουσα για πρώτη φορά το βινύλιο, του έστειλα μήνυμα στο Μessenger, του είπα τι ήθελα να κάνω και βρεθήκαμε στην Αθήνα όταν ήρθε να προλογίσει το “Breakfast Club” για το Midnight Express – μια πολύ ωραία σύμπτωση γιατί είναι μια ταινία που έχει να κάνει με τα προβλήματα των νέων.
Οπότε πήγαμε με τα παιδιά να δούμε την ταινία κι εκεί γνώρισα τον Τζίμη. Κολλήσαμε κατευθείαν, μου είπε “πάρε ό,τι κομμάτι θέλεις”, και κάπως έτσι μπήκε και αυτός στην ταινία ‒ με επηρέασαν πολύ και οι στίχοι του που έχουν έναν εφηβικό τρόπο, καθόλου προσποιητό. Νιώθω ότι είναι 15 χρονών αυτός που τους έχει γράψει. Άτυπα είναι συν-σεναριογράφος γιατί η ταινία είναι σαν μιούζικαλ σε κάποια σημεία, η μουσική και τα τραγούδια του σχολιάζουν την εικόνα.
Το πρώτο γύρισμα έγινε τον Νοέμβρη του ’20 και τελείωσε τον Ιούλιο του ’21, τα γυρίσματα συνολικά και το μοντάζ πήραν άπειρους μήνες, συνολικά σχεδόν δυόμισι χρόνια. Είχα ένα υλικό τεράστιο, αυτοσχεδιαστικό, το πρώτο assembly ήταν 4 ώρες, κάποια πράγματα δεν μπήκαν. Το μοντάζ ήταν δύσκολη διαδικασία.
Με ενδιαφέρει η ταινία να μην είναι arthouse, αν και μοιραία είναι, γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα σύστημα με το οποίο να δουλεύουμε και να εξελισσόμαστε, όντες πιο φιλικοί προς το κοινό. Με ενδιέφερε όμως πάρα πολύ να μπορεί να τη δει κάποιος και, πέρα από οτιδήποτε άλλο, να ψυχαγωγηθεί κιόλας.
Τα “Μπάσταρδα” παίχτηκαν στη Θεσσαλονίκη και κέρδισαν τον Αργυρό Αλέξανδρο στο τμήμα τους. Η ταινία γενικά νομίζω ότι αρέσει σε αρκετούς, αλλά φυσικό είναι να μην αρέσει σε όλους γιατί την κάναμε με απόλυτη ελευθερία· είναι και αυτοχρηματοδοτούμενη, έτσι ευτυχώς δεν έχουμε να λογοδοτήσουμε κάπου.
Ακούω σχόλια λίγο πουριτανικά για τη σεξουαλικότητα στην ταινία, και μου κάνει εντύπωση, κακώς πίστευα ότι είμαστε σε μια εποχή που τα έχει ξεπεράσει αυτά. Νιώθω ότι τα πράγματα είναι μπροστά μόνο επιφανειακά, δηλαδή έχουν γίνει πολλά βήματα μπροστά και πλέον μιλάνε οι άνθρωποι για τα προβλήματά τους, αλλά στο θέμα του ερωτισμού νομίζω ότι είμαστε πολύ συντηρητικοί. Η ταινία αντιμετωπίζει με χιούμορ τον ερωτισμό, που είναι πηγαίος, κι όμως κάποιους τους ενόχλησε. Δεν είναι explicit, αλλά τελικά η εποχή μάς προλαβαίνει. Ο Larry Clark θα είχε κρεμαστεί στην εποχή μας. Αυτά που έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια, η πίεση τόσων ετών, έχουν κάνει τους ανθρώπους ευερέθιστους.
Δεν ήταν σκοπός μου να κάνω μια ταινία για να αποτυπώσω αυτήν τη γενιά, αυτό που θέλω είναι να βγει κάτι πιο οικουμενικό. Η τέχνη, άπαξ και γίνεται πολιτική με τη βούλα, χάνει κάτι. Σίγουρα παίρνεις θέση κάνοντας το οτιδήποτε, γράφοντας ένα κείμενο, διαλέγοντας αυτόν τον καλλιτέχνη και όχι τον άλλον, κάνοντας πλάνο γενικό ή κοντινό, αλλά δεν μπορώ να πω ότι κάνω πολιτικό σινεμά.
Το πολιτικό σινεμά είναι κάτι πολύ σημαντικό για να το πάρω επιπόλαια, είναι ένα όπλο. Πολιτικό σινεμά έκανε ο Αγγελόπουλος, ο Παντελής Βούλγαρης, που ταυτόχρονα έκανε σινεμά ωραίο και εμπορικό ‒ και έχει πολύ μεγάλη σημασία να είναι εμπορικό και όχι μια καλλιτεχνική ταινία δύσκολη.
Το φινάλε ενοχλεί πολύ επίσης, είναι διαφορετικά κινηματογραφημένο και πάει κόντρα σε όλη την υπόλοιπη ταινία. Είναι με slow motion, drones, κάπως επίτηδες τελείως άλλο πράγμα. Με κατηγόρησαν ακόμα και ότι καπηλεύομαι τη “Γλυκιά Συμμορία” και απάντησα “παιδιά, δεν το κλέβω, έχω βάλει τη μουσική του Χατζηνάσιου σε μια σκηνή, με την άδεια του Χατζηνάσιου και της Μαρί Λουίζ, δεν έκανα κάτι κρυφά. Και πάλι λένε “τ’ αρχίδια του Nικολαΐδη»... Δεν είναι η “Γλυκιά Συμμορία” της εποχής της».
Τα δέκα παιδιά που πρωταγωνιστούν κράτησαν το μικρό τους όνομα στην ταινία. Οι Ναταλία Swift, Ζαχαρίας Γουέλα, Αφροδίτη Καποκάκη, Εριφύλη Κιτζόγλου, Χριστίνα Κυπραίου, Μάριο Μπανούσι, Γιώργος Μπουφίδης, Κατερίνα Νταλιάνη, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Γιάννης Τομάζος, έζησαν μια μοναδική εμπειρία στα γυρίσματα της ταινίας και σε όλη τη διαδικασία παραγωγής της, που δεν θα ξεχάσουν ποτέ:
Ναταλία Swift
«Κάνω ένα κορίτσι το οποίο δεν μιλάει από επιλογή, βγάζει μόνο ήχους σαν φωνές ζώων σχεδόν και επικοινωνεί και με τα ζώα. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο μιλάω όντως είναι η Κατερίνα, και κατά τη διάρκεια της ταινίας ανακαλύπτω κάποια πράγματα πολύ σημαντικά για τον εαυτό μου, γιατί είμαι εκεί και πώς υπάρχω σε σχέση με τους άλλους.
Ήταν πάρα πολύ όμορφα, μια φανταστική εμπειρία, γιατί δουλεύαμε πάρα πολύ και όλοι μαζί, ζούσαμε μαζί ενάμιση μήνα. Είχαμε πάει στο εξοχικό μου για τα γυρίσματα, οπότε ξυπνούσαμε μαζί, δουλεύαμε μαζί, τρώγαμε μαζί. Ήμασταν ήδη δεμένοι, από πριν, γιατί ήμασταν μαζί στη σχολή, αλλά η ταινία μάς έδεσε ακόμα περισσότερο, ήταν πολύ καθοριστικό για όλους μας αυτό».
Γιώργος Μπουφίδης
«Υπάρχει μια πλοκή η οποία διαδραματίζεται μέσα στο σπίτι. Υποδύομαι ένα νεαρό παιδί με τη δική του ιδιοσυγκρασία που, όπως και τα υπόλοιπα, για τους δικούς του λόγους αποφασίζει να βγει εκτός κοινωνίας και οικογενειακού πλαισίου και να ενταχθεί σε μια άλλη κοινωνία.
Είχαμε μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή και οι περισσότεροι είχαμε μηδαμινή εμπειρία με την κάμερα και τα γυρίσματα, παρ’ όλα αυτά δόθηκε χώρος για να αυτοσχεδιάζουμε στις σκηνές, να γράψουμε δικά μας κείμενα, κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο και έχει τη σημασία του, ανεξαρτήτως αποτελέσματος».
Ζαχαρίας Γουέλα
«Ο Ζαχαρίας δεν είναι μέσα στην κεντρική παρέα, έρχεται μετά, με τη Χριστίνα, και εντάσσεται σε αυτό του γκρουπ, δεν γνωρίζεται με τους υπόλοιπους. Αγαπάει πάρα πολύ τα άστρα, του αρέσει να κοιτάει τον ουρανό το βράδυ, του αρέσει επίσης πολύ η επιστημονική φαντασία, να διαβάζει κόμικς. Είναι λίγο πιο απομονωμένος από τους άλλους. Ακόμα και όταν πάνε να κάνουν κατάληψη στο σπίτι, αυτός πάλι επιλέγει να απομονωθεί και να είναι αποτραβηγμένος απ’ τους υπόλοιπους για δικούς του λόγους. Ακόμα εξερευνά την ταυτότητά του και αυτό φαίνεται στις σχέσεις που δημιουργεί μέσα σε αυτόν τον χώρο, δεν είναι καθαρός απέναντι στους άλλους.
Αυτό που θα μου μείνει είναι η αίσθηση της κοινής συμβίωσης, το γεγονός ότι μέναμε εκεί όλοι μαζί, με το συνεργείο, ότι ήμασταν κοινόβιο, που με έκανε να ξεχάσω λίγο το εγώ μου και με βοήθησε πάρα πολύ και να ηρεμήσω και να απολαύσω περισσότερο τις στιγμές. Μου δημιούργησε μια αίσθηση αισιοδοξίας ότι ίσως η ζωή να είναι λίγο πιο απλή και εύκολη όταν είμαστε όλοι μαζί».
Κατερίνα Νταλιάνη
«Είναι μια κοπέλα η οποία πιστεύει πάρα πολύ σε αυτό το εγχείρημα του να είναι όλοι μαζί σε ένα σπίτι και να ζουν με δικούς τους νόμους και κανόνες, ώστε κάποια πράγματα τα παραβλέπει. Σε μια σκηνή μάλιστα λέει “ό,τι και να έχει γίνει, εγώ από δω δεν φεύγω, δεν υπάρχει γυρισμός, δεν έχουμε κάτι στο οποίο να γυρίσουμε, οπότε πρέπει να πιστέψουμε πολύ σ’ αυτό που κάνουμε εμείς και να μείνουμε ενωμένοι”.
Κρατάω τον τρόπο που υπήρχαμε όλοι μαζί, ο ένας για τον άλλο, και εκτός των γυρισμάτων, βοηθούσαμε, βλέπαμε τις σκηνές των άλλων, ήμασταν υποστηρικτικοί. Kρατάω ότι τόσα άτομα καταφέραμε να ζήσουμε όλοι μαζί, τσακωνόμασταν, τα ξαναβρίσκαμε, και ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι...»
Μάριο Μπανούσι
«Στην ταινία είμαι ο Μάριο, δεν είμαι όπως στην αληθινή ζωή, ωστόσο έχει στοιχεία από μένα αυτό το μαζεμένο ντροπαλό παιδί που βγάζει τα απωθημένα του ανά στιγμές ‒ το έχω αυτό το στοιχείο, είμαι ντροπαλός και όπου νιώσω άνετα, θα βγάλω κάτι πιο έντονο.
Αυτό που κρατάω είναι η εμπειρία των γυρισμάτων, που ήταν κάτι που δεν είχα ξανακάνει, οπότε το να μείνω έναν μήνα σε ένα χωριό κοντά στη θάλασσα, με τις κάμερες, μου άρεσε πάρα πολύ. Όταν δεν είχα γύρισμα, μου άρεσε να παρακολουθώ την υπόλοιπη διαδικασία και επειδή με ενδιαφέρει η σκηνοθεσία, το να βλέπω τις κάμερες, το φως, ήταν σαν μάθημα για μένα».
Αφροδίτη Καποκάκη
«Είμαι μια νεαρή κοπέλα που νομίζω πως το βασικό της θέμα είναι ο αδελφός της, η σχέση που έχει μαζί του, που είναι αρκετά κτητική. Είναι δίδυμα, η κοπέλα πάσχει από επιληπτικές κρίσεις και ο αδελφός της είναι ένα από τα άτομα που ξέρουν να τη βοηθάνε όταν συμβαίνει αυτό, κι αυτό τους έχει δέσει αναγκαστικά, αλλά υπάρχει κτητικότητα και ζήλια σε αυτήν τη σχέση, δεν επιτρέπουν σε τρίτους να μπαίνουν ανάμεσά τους. Έχουν αναπτύξει αυτόν τον δεσμό επειδή δεν έχουν σχέση ούτε με τη μητέρα ούτε με τον πατέρα τους. Για την Αφροδίτη αυτό είναι μια ασφάλεια, αλλά τον Μάριο έχει αρχίσει να τον πνίγει.
Οι αγαπημένες μου στιγμές ήταν όταν τελειώναμε τα γυρίσματα και πηγαίναμε μια βόλτα στη θάλασσα και κάναμε απολογισμό της ημέρας».
Εριφύλη Κιτζόγλου
«Είναι μια κοπέλα η οποία εμφανίζεται στο σπίτι σε δεύτερο χρόνο, αρχικά το επισκέπτεται μέσω των ονείρων της, κατά έναν περίεργο τρόπο έχει μια σχέση με το μεταφυσικό και με τα όνειρα. Σαν τύπος έχει γκόθικ στοιχεία, πιο μαύρα.
Πήγα αργότερα στα γυρίσματα, ήρθε να με πάρει ο Χρήστος. Φτάνουμε σε αυτό το καταπληκτικό μέρος, είναι βράδυ, χειμώνας και ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Έπρεπε να κάνουμε απόλυτη ησυχία γιατί γύριζαν τη σκηνή ακριβώς πριν μπω εγώ μέσα στο σπίτι, οπότε ήταν σαν να συνέβαινε πραγματικά η σκηνή που θα γυρίζαμε».
Χρήστος Πούλος-Ρενέσης
«Ο χαρακτήρας μου είναι ένας περιπλανώμενος τύπος που είναι όντως μπάσταρδος, δεν έχει γονείς ή, και να έχει, δεν τον περιμένει κανένας, έχει μόνο το αμάξι του και το καναρίνι του. Ζει μέσα στο αμάξι του και μπαίνει σε αυτό το οικοσύστημα που δημιουργείται από τους υπόλοιπους χαρακτήρες με έναν ρόλο πανοπτικό, δηλαδή είναι και δεν είναι, αλλά αλληλεπιδρά με όλους.
Θυμάμαι, μια φορά έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα για μια μέρα, για να φέρω το αμάξι. Πήρα το ΚΤΕΛ και φτάνοντας στην Αθήνα της καραντίνας είδα πραγματικά μια πόλη-φάντασμα, περπατούσα στον δρόμο μόνος μου. Κλείστηκα στο σπίτι μου και δεν ξαναβγήκα».
Χριστίνα Κυπραίου
«Η Χριστίνα είναι ερωτευμένη με τη θάλασσα και τα λουλούδια. Λατρεύει τα φορέματα, τον κολλητό της φίλο Ζαχαρία και τα αιχμηρά αντικείμενα. Μία από τις ιδιαιτερότητές της είναι το ότι της αρέσει να πονάει τους άλλους, και τον εαυτό της, για να εκφράσει την αγάπη της ή τη χαρά της.
Θα μου μείνει αξέχαστη η ανάγκη που υπήρχε για να γίνει αυτή η ταινία, ειδικά την εποχή που έγινε. Υπήρχε τεράστιος ενθουσιασμός, μεράκι και εμπιστοσύνη. Θα θυμάμαι για πάντα τις μέρες που συγκατοικούσαμε τόσα άτομα σε ένα σπίτι, τα πρωινά, την ώρα του γυρίσματος, τα μικρά μπάσταρδα (5 πανέμορφα σκυλάκια που βρέθηκαν παρατημένα κοντά στο σπίτι) και τη μουσική του Mazoha να μας δίνει δύναμη. Είχαμε πράγματι σταματήσει τον χρόνο».
Γιάννης Τομάζος
«Στην ταινία είμαι το Μπάσταρδο 10, ο Γιάννης, ένα σημαδεμένο αγόρι, αθεράπευτα ονειροπόλο. Τους νοιάζεται όλους, αλλά αγαπάει ελάχιστους. Είναι οργανωτικός και ηγετικός χωρίς να το έχει επιλέξει. Κάνει σεξ επειδή είναι καλός φίλος. Δεν θέλει να χάνει τον έλεγχο, αλλά παρτάρει συχνά-πυκνά. Δεν χαμογελάει συχνά, αλλά δεν το κάνει επίτηδες. Όταν η Κατερίνα είναι χαρούμενη, είναι μια χρωματιστή μέρα. Είναι ο καλύτερος φίλος, αλλά δεν το δείχνει. Αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι όσο και να κρατάει το τσεκούρι, κάποιες ρίζες δεν κόβονται.
Από την ταινία δεν έχει ξεχαστεί τίποτα και κανένας. Ούτε θα ζήσει κανείς μας κάτι παρόμοιο ξανά. Συνήθως ξυπνούσα απ’ τους πρώτους, έκανα καφέ, ανέβαινα στην ταράτσα να βρω σήμα και έβλεπα την Ανατολή. Όποτε φέρνω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, χαμογελάω πάντα».
Η ταινία προβάλλεται από την Πέμπτη 24/5 στη Ριβιέρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.