Ξεκινώντας από κάτι προσωπικό, τα προ ιδιωτική τηλεόρασης χρόνια, η προβολή στην ΕΡΤ ή στο βίντεο μιας ταινίας του Τζέρι Λιούις ή του Λουί ντε Φινές θα ήταν το highlight της ημέρας. Η σύνδεση των δύο ήταν σχεδόν άμεση –οι ταινίες ολότελα δικές τους– στο μυαλό ενός παιδιού πριν ανακαλύψει ρόλους και εργασίες μέσα σε μια κινηματογραφική παραγωγή. Χρόνια αργότερα, βρήκα ένα βίντεο με το τιμητικό César που έδωσαν οι Γάλλοι στον Λουί ντε Φινές για το σύνολο της καριέρας του το 1980. Ποιον φώναξαν για να του το δώσει; Τον Τζέρι Λιούις, έναν κωμικό που λάτρεψε το λαϊκό κοινό της χώρας αλλά κυρίως οι συνήθως δύστροποι κριτικοί της, που τον ανήγαγαν σε ιδιοφυΐα της κωμωδίας, καθώς τους μετέφερε χρόνια πίσω, πριν από τη γέννηση του σινεμά ακόμα, στις ρίζες του vaudeville και των καμπαρέ. To 2002, η Αμερικανίδα ακαδημαϊκός Ρέι Μπεθ Γκόρντον κυκλοφόρησε μια λεπτομερή μελέτη της γαλλικής κωμωδίας του 19ου αιώνα που κορυφώθηκε με τις πρώτες κινηματογραφικές ταινίες, τιτλοφορώντας το βιβλίο της «Why the French Love Jerry Lewis», φράση που συχνά χρησιμοποιούνταν κοροϊδευτικά κατά των Γάλλων.
Μια τυχαία live εμφάνιση στο Λας Βέγκας και η ερμηνεία ενός τραγουδιού που ήξερε από παιδί, του «Rock-A-Bye Baby», άνοιξε νέους ορίζοντες. Ο Λιούις σταμάτησε να προβληματίζεται για το τι θα έκανε στην καριέρα του, γιατί τα έκανε όλα μαζί. Ζωντανές εμφανίσεις, ηχογραφήσεις δίσκων, ταινίες στο Χόλιγουντ και εμφανίσεις στην τηλεόραση από έναν άνθρωπο-ορχήστρα, που δεν βολευόταν όμως μόνο στον ρόλο του εκτελεστή και κυνηγούσε και αυτόν του δημιουργού.
Ο Τζόι Λέβιτς που έγινε Τζόι Λιούις και μετά Τζέρι Λιούις ήταν παιδί διασκεδαστών, οι οποίοι έφευγαν συχνά για περιοδείες και άλλαζαν τόπο κατοικίας, με τον μικρό τους γιο να επιζητά την προσοχή τους, φτιάχνοντας μικρά σκετς και αναπτύσσοντας πολύ γοργά μια κωμική περσόνα. Μέτριος μαθητής, δεν ολοκλήρωσε το σχολείο, δεν έγινε δεκτός στον αμερικανικό στρατό κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και αξιοποίησε την ενέργειά του παίρνοντας μικρά ρολάκια δίπλα στον πατέρα του ή ταλαιπωρώντας φίλους και γείτονες με διάφορες ευρηματικές σκανταλιές. Ο χώρος του entertainment ήταν η φυσική εξέλιξη για εκείνον και μια χώρα που έβγαινε από έναν μεγάλο πόλεμο και ήθελε αισιοδοξία και γέλιο θα γινόταν το ιδανικό κοινό του. Χρειαζόταν πάντως κάτι για να κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα, καθώς χιλιάδες σαν αυτόν είχαν αντίστοιχα όνειρα, και το βρήκε στη συνεργασία με τον πιο γήινο Ντιν Μάρτιν, έναν τραγουδιστή και εκκολαπτόμενο ηθοποιό, με τον οποίο πολύ γρήγορα άρχισαν να κάνουν εμφανίσεις σε κλαμπ ως δίδυμο.
Γρήγορα ήρθε το ραδιόφωνο και λίγο μετά οι πρώτες εκπομπές στην τηλεόραση που μοιραία κέντρισαν το ενδιαφέρον ανθρώπων του Χόλιγουντ. Ο παραγωγός Χαλ Γουόλις τους έκλεισε το 1949 και υπό τις οδηγίες του δούλεψαν μαζί ως το 1956, εμφανιζόμενοι συνολικά σε 16 ταινίες, πρώτα σε μικρούς ρόλους και σύντομα ως πρωταγωνιστές. Οι ταινίες των Μάρτιν και Λιούις βασίζονταν αποκλειστικά στη μεταξύ τους χημεία και όχι τόσο στις περιπέτειες στις οποίες έμπλεκαν, καθώς οι ξεκάθαροι ρόλοι που είχαν (ο συγκρατημένος, «ενήλικας» Μάρτιν και το ασταμάτητο «παιδί» Λιούις) βοηθούσαν πολύ σε αυτήν τη διάδραση. Ο Λιούις όμως γινόταν όλο και πιο ανεξέλεγκτος και το κοινό άρχισε σταδιακά να ξεχνά πως πηγαίνει σινεμά για να δει ένα δίδυμο κωμικών, με τον Μάρτιν να αντιλαμβάνεται τη φθορά του και να αρχίζει να ξανασκέφτεται το τραγούδι. Ο καλλιτεχνικός χωρισμός τους, όχι ιδιαίτερα κομψός, ήταν ό,τι καλύτερο και για τους δυο, αλλά οδήγησε τον Λιούις σε ένα αδιέξοδο σε σχέση με το πού θα έπρεπε να επικεντρωθεί στη συνέχεια της καριέρας του.
Όταν ο Τζέρι Λιούις παρέδωσε το τιμητικό βραβείο Σεζάρ στον Λουί ντε Φινές
Μια τυχαία live εμφάνιση στο Λας Βέγκας και η ερμηνεία ενός τραγουδιού που ήξερε από παιδί, του «Rock-A-Bye Baby», άνοιξε νέους ορίζοντες. Ο Λιούις σταμάτησε να προβληματίζεται με το τι θα έκανε στην καριέρα του, γιατί τα έκανε όλα μαζί. Ζωντανές εμφανίσεις, ηχογραφήσεις δίσκων, ταινίες στο Χόλιγουντ και εμφανίσεις στην τηλεόραση από έναν άνθρωπο-ορχήστρα, που δεν βολευόταν όμως μόνο στον ρόλο του εκτελεστή και κυνηγούσε και αυτόν του δημιουργού. Στη Warner βρήκε τον Φρανκ Τάσλιν, έναν σκηνοθέτη που δούλευε ως τότε στα κινούμενα σχέδια της εταιρείας, και μαζί άφησαν πίσω τους κωμικές συμβάσεις, κάτι που ξεκίνησε από την τελευταία ταινία που είχε κάνει με τον Μάρτιν, το «Hollywood or Bust», και συνεχίστηκε με το «Delicate Delinquent» το 1957 και τα επόμενα τρία χρόνια.
Το 1960 ήταν που πήρε την απόφαση να τα κάνει όλα μόνος του στο «Bellboy», στην αρχή μιας χρυσής πενταετίας και αναμφίβολα της πιο δημιουργικής στιγμής της ζωής του. Πολυμήχανος, τελειοποίησε το σύστημα της βοηθητικής οθόνης που επέτρεπε στον σκηνοθέτη (δηλαδή στον εαυτό του) να δει άμεσα αυτό που μόλις είχε γυρίσει και ξεκίνησε να κάνει ένα φιλμ με μικρό budget και λίγο χρόνο, βλέποντας την Paramount να αποχωρεί στα μέσα των γυρισμάτων, όταν οι ιθύνοντες της εταιρείας αντιλήφθηκαν ότι γυρνά μια σχεδόν βωβή ταινία. Το «Bellboy», ένας φόρος τιμής στην πηγαία κωμωδία, το slapstick που δεν χωρά μέσα του ευφυολογήματα αλλά χαρίζει γέλιο μέσα από ακροβατικές κινήσεις και ταχύτατες καταστάσεις, ολοκληρώθηκε με χρήματα του ίδιου του Λιούις και το κοινό τού τα επέστρεψε με το παραπάνω. Το μοτίβο αυτό συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με τα «Ladies Man» (1961), «Errand Boy» (1961) και κυρίως με το «Nutty Professor» (1963), το προσωπικό του «Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ», την ταινία στην οποία πολλοί είδαν και μια προσωπική ματιά στη διχοτομημένη προσωπικότητα του κωμικού, καθώς ήταν κοινό μυστικό ότι πίσω από το παιδικό προσωπείο κρυβόταν ένας δύσκολος χαρακτήρας.
Το χιούμορ αυτών των ταινιών του Λιούις είναι μακρινός απόγονος της προ κινηματογράφου κωμωδίας, την οποία υπηρέτησαν πριν από αυτόν οι μεγάλοι κωμικοί του βωβού σινεμά, από τον Μακ Σένετ ως τον Τσάπλιν, τον Κίτον ή τον Λόρελ. Η παρουσία του δεν ήταν tribute σε αυτούς, αφού δεν έγινε ποτέ και η αντίστοιχη μελέτη, αλλά είχε κοινή βάση, ένα είδος χιούμορ που είχε αρχίσει να εξασθενεί ήδη και από τα μέσα της δεκαετίας του '60 κι έπειτα έφτανε ως και την αποδοκιμασία. Οι ΗΠΑ άλλαζαν υπό το βάρος σοβαρών ιστορικών γεγονότων και η παιδικότητα αντικαταστάθηκε από το (πολιτικό ή μη) σχόλιο, την ειρωνεία και τη δύναμη της γλώσσας, που υπερτερούσε σε σχέση με αυτήν της εικόνας. Εκεί κάπου ο Λιούις έγινε για πολλούς ένα κακό αστείο, η εκτίμηση στο πρόσωπο και τις ταινίες του ήταν δείγμα αμορφωσιάς. Όχι σε όλο τον κόσμο όμως, καθώς εκεί που στις ΗΠΑ το άστρο του ξεθώριασε, η δεύτερη γενιά των κριτικών του «Cahiers du cinéma» τοποθετούσε το «Bellboy» πλάι στην «Persona» του Μπέργκμαν, σε μια λίστα ταινιών που έπρεπε να διαβαστούν υπό ένα άλλο, πιο πολιτικό πρίσμα.
Και η ιστορία δεν θα τελείωνε εδώ, με τα «Cahiers» να συναγωνίζονται για χρόνια το «Positif» για το ποιος θα γράψει τους μεγαλύτερους διθυράμβους για το συνολικό έργο του Λιούις ως ηθοποιού και σκηνοθέτη, τον Γκοντάρ να λέει τα καλύτερα για τις ταινίες του και σύσσωμη τη γαλλική κριτική να κατηγορεί τους Αμερικανούς που δεν εκτιμούσαν τέτοιο θησαυρό. Κορύφωση αυτής της υποστήριξης ήταν το εξάωρο ντοκιμαντέρ «Bonjour, Mr. Lewis» που έφτιαξε για λογαριασμό της γαλλικής τηλεόρασης ο κριτικός Ρομπέρ Μπεναγιούν, το σημαντικότερο ίσως πορτρέτο που έγινε ποτέ για τον Λιούις. Ο τελευταίος, μετά τις χρυσές μέρες του '60, δοκίμασε την τύχη του στο δράμα με το «The day the clown cried» (1972), μια ταινία που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει στην ώρα της, δεν παίχτηκε ποτέ και σήμερα ανήκει στη βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κογκρέσου, με σαφή εντολή να μην προβληθεί για χρόνια.
Τη δεκαετία του '80 έκανε τις δύο τελευταίες σκηνοθετικές του απόπειρες, τα «Hardly Working» (1980) και «Cracking Up» (1983), με πολύ προσωπικό χιούμορ που δεν εκτιμήθηκε από την αμερικανική κριτική (την ίδια ώρα που οι Γάλλοι παραληρούσαν), ενώ είχε μια εξαιρετική εμφάνιση ως γνωστός τηλεοπτικός παρουσιαστής στο κατάμαυρο αριστούργημα του Μάρτιν Σκορσέζε, «King of Comedy». Συνέχισε τις εμφανίσεις στην τηλεόραση, τον ετήσιο τηλεμαραθώνιο για τον Οργανισμό Έρευνας για τη Μυϊκή Δυστροφία που έκανε από το 1966 ως το 2010 και απέδωσε συνολικά γύρω στα 2,5 δισ. δολάρια, αλλά και προσωπικές κατηγορίες για οικονομικές ατασθαλίες. Απομακρύνθηκε, κάνοντας κάποιες σκόρπιες εμφανίσεις όπως και μια awkward συνέντευξη στο «Hollywood Reporter» πριν από μερικούς μήνες. Πέρα από την αδιάκοπη υποστήριξη των Γάλλων, πολλοί ανά τον κόσμο τον επανέφεραν τα τελευταία χρόνια στην επικαιρότητα, με πρώτο τον οραματιστή διευθυντή του κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βιέννης, Χανς Χουρτς (ο οποίος πέθανε πριν από έναν μήνα περίπου), που οργάνωσε την πρώτη πλήρη ρετροσπεκτίβα του έργου του ως σκηνοθέτη το 2013. Πέθανε στα 91 του χρόνια, χωρίς να τιμηθεί ποτέ με κάποιο Όσκαρ, πέρα από το Humanitarian Award που του έδωσε η Ακαδημία το 2009, πληρώνοντας, πάνω απ' όλα, το ότι υπηρέτησε ένα είδος λαϊκό, που δύσκολα γίνεται αποδεκτό σε τέτοιους κύκλους.
σχόλια