Γεννημένος στις 18 Δεκεμβρίου του 1911 στη μικρή κωμόπολη Μιντλτάουν του Κονέτικατ, μέλος μιας πολυμελούς οικογένειας, πέρασε σκληρά παιδικά χρόνια στις φτωχογειτονιές του Χάρλεμ, πέρα από τους 101 δρόμους του Μανχάταν, όπου ο ρωσοεβραϊκής καταγωγής πατέρας του δούλευε ως μπαρμπέρης. Μνήμες που αναβίωσε ο ίδιος ο Ζιλ Ντασέν στο αυτοβιογραφικό του σενάριο –που εξέδωσε το 1990, αλλά δεν έμελλε να γυρίσει σε ταινία– Ο μπαμπάς τρελαινόταν για Καρούζο, όπου αφηγείται με πολύ χιούμορ τις ατέλειωτες εξώσεις που τους έκαναν κάθε φορά που αδυνατούσαν να πληρώσουν το νοίκι και τις μετακομίσεις που ακολουθούνταν από μια συναυλία των επτά παιδιών με τον πατέρα διευθυντή χορωδίας!
Ήταν γύρω στα δεκαεπτά όταν, μαγεμένος από τον κόσμο του θεάτρου, έγινε μέλος της Artef (ως ηθοποιός αρχικά), μιας ομάδας η οποία στήριζε κυρίως το εβραϊκό λαϊκό θέατρο. Τη δεκαετία του '30 η οικονομική ύφεση ήταν στο απόγειό της, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής όμως το θέατρο θριάμβευε χάρη στο επιδοτούμενο από την κυβέρνηση Theatre Works Project, στους κόλπους του οποίου ο Ντασέν ανδρώθηκε καλλιτεχνικά, παράλληλα με μορφές όπως ο Ουέλς και ο Καζάν. Για να ζήσει διασκεύαζε έργα για το ραδιόφωνο και ήταν με μια διασκευή του, το «Παλτό» του Γκόγκολ, με την οποία έκανε και το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης στη σκηνή. Η μία σκηνοθεσία έφερνε την άλλη, μέχρι που έφερε και το πρώτο συμβόλαιο στο Χόλιγουντ.
Το «Ποτέ την Κυριακή», στο οποίο κράτησε τον αντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο ελλείψει χρημάτων, έγινε παγκόσμιο box office hit, έκανε την Ελλάδα τουριστικό προορισμό και τη Μελίνα σούπερ σταρ, αφού πρώτα της εξασφάλισε το Βραβείο Ερμηνείας το 1960 στις Κάννες, όπως και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ – στον Ντασέν για τη σκηνοθεσία και το σενάριο.
Για έξι μήνες θα πληρωνόταν για να κάθεται και να μαθαίνει παρατηρώντας. Πρόταση ελκυστική σε χρόνια μεγάλης ανέχειας και ανεργίας. Ο Ντασέν βρέθηκε να μαθητεύει με κολοσσούς όπως ο Κέινεν και ο Χίτσκοκ. Όταν εξέπνευσε το συμβόλαιό του γύρισε δοκιμαστικά μια μικρού μήκους ταινία, τη Μαρτυριάρα Καρδιά, βασισμένη σε διήγημα του Πόε, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε κανένας παράγοντας να τη δει, έως ότου προβλήθηκε κατά λάθος σε μια αίθουσα στη θέση των Επικαίρων και άρεσε. Αυτό το τυχαίο γεγονός τού έδωσε και το πράσινο φως για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, εν έτει 1941, το Πράκτορας των Ναζί, με πρωταγωνιστή τον μεγάλο σταρ του Ράινχαρτ, Κόνραντ Φάιτ.
Έτσι γίνεται δεκτός σε μια παρέα εξόριστων διανοουμένων από τη ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη, που συμπεριλάμβανε προσωπικότητες όπως ο Μπρεχτ και ο Μαν. Μικρή παρηγοριά στην εμπλοκή του με παραγωγή ταινιών των οποίων δεν είχε τον δημιουργικό έλεγχο και τις απαξίωνε απόλυτα, αν και σκηνοθετούσε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως η Κρόουφορντ, η Λουσίλ Μπολ και ο Τζον Γουέιν. Μια άλλη ασχολία ήταν η δημιουργία του Actor's Lab, απ' όπου θα ξεπετάγονταν ηθοποιοί όπως ο Χιουμ Κρόνιν και ο Κλαρκ Γκέιμπλ. Όταν μετά από επτά ταινίες στην παντοδύναμη MGM ήθελε να σταματήσει, η άρνηση της τελευταίας να διακόψει το συμβόλαιό του μαζί της τον οδήγησε σε μια ιδιότυπη λευκή απεργία, στο πλαίσιο της οποίας αρνούνταν να εξαργυρώσει τα τσεκ που λάμβανε και απέρριπτε όλα τα σενάρια που του έστελναν.
Αλλά η οριστική ρήξη ήρθε όταν συγκρούστηκε με το μεγάλο αφεντικό Λούις Μάγερ. Ρήξη καταλυτική, αφού σύντομα ακολούθησε η συνεργασία του με τον «πεφωτισμένο» παραγωγό Μαρκ Χέλινγκερ, χάρη στον οποίο γύρισε τα δύο πρώτα του σημαντικά φιλμ: τον Δήμιο των κολασμένων με τον Μπαρτ Λάνκαστερ το '47 και τη θρυλική Γυμνή Πόλη το '48. Μία από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκε στους δρόμους της Νέας Υόρκης, εισάγοντας τον νεορεαλισμό στον αμερικανικό κινηματογράφο. Μια καταγραφή των μεγάλων αντιθέσεων και της αθέατης πλευράς του κόσμου του εγκλήματος, ένας συνδυασμός ντοκιμαντέρ και φιλμ νουάρ. Αν και το τελικό μοντάζ απογοήτευσε τον Ντασέν, η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, φτάνοντας να δώσει τον τίτλο και την ιδέα σε τηλεοπτική σειρά. Η επόμενη, εξαιρετική επίσης δουλειά του, θα ήταν σχετικά με τη μαφία των εμπόρων οπωροκηπευτικών στην Καλιφόρνια, σε σενάριο του Bezzerides, το Thieves' Highway.
Ο μακαρθισμός δεν αργεί να πλήξει τον αριστερών πεποιθήσεων σκηνοθέτη και ήδη φιγουράρει στη μαύρη λίστα όταν υπογράφει τη σκηνοθεσία μιας επιθεώρησης με την Μπέτι Ντέιβις. Ο φίλος του, Ντάριλ Ζάνουκ, της 20th Century Fox τον στέλνει επειγόντως στο Λονδίνο για να γυρίσει την ταινία που αποδείχτηκε το προσωπικό του αριστούργημα, το Η νύχτα και η πόλη, την ταινία στην οποία φανερώνεται όλη του η ευαισθησία και η μαστοριά, ο ανθρωποκεντρισμός και ο λυρισμός του! Αναγκάζεται να πάρει την οικογένειά του, την πρώτη του γυναίκα Μπέατρις Λόνερ και τα τρία τους παιδιά, και να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου περνούν πέντε δύσκολα χρόνια, καθώς το αμερικανικό σύστημα διανομής σαμποτάρει το όνομά του.
Πουλάει σενάρια με ψευδώνυμο, ενώ διάφορες απόπειρες να σκηνοθετήσει στην Ιταλία ναυαγούν. Ώσπου του προτείνουν ένα γαλλικό φιλμ νουάρ ως σπεσιαλίστα του είδους. Η ελλιπής γνώση γαλλικών τον οδηγεί στο διάσημο πια τριανταπεντάλεπτο σιωπηρής ληστείας (δέκα χρόνια μετά, το επανέλαβε στην κωμωδία Τοπ Καπί) που του χαρίζει το βραβείο σκηνοθεσίας του 1955 στις Κάννες, όπου το Ριφιφί εκπροσωπούσε τη Γαλλία. Εκείνη ακριβώς τη χρονιά η Μελίνα Μερκούρη ελπίζει σε ένα βραβείο με τη Στέλλα, αλλά, αντ' αυτού, συναντάει τον άνθρωπο που την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και θα της έδινε το διαβατήριο της διεθνούς καριέρας.
Τον φέρνει στην Ελλάδα, γυρίζουν μαζί στην Κρήτη το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη στα γαλλικά, με τίτλο Celui qui doit mourir, την πρώτη διεθνή παραγωγή στη χώρα μας στην παράδοση του ιταλικού νεορεαλισμού, κάτι που κατέχει και επαναλαμβάνει στον Νόμο το '58, με τη Λολομπρίτζιτα, τον Μαστρογιάνι, τον Μοντάν και, φυσικά, τη Μελίνα. Επισημοποιούν έτσι τη σχέση τους και μοιράζονται τη ζωή τους και τα σχέδια τους μεταξύ Αθήνας και Παρισιού: ο Ντασέν αποκτάει μια νέα ταυτότητα και μια νέα καριέρα.
Το Ποτέ την Κυριακή, στο οποίο κράτησε τον αντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο ελλείψει χρημάτων, έγινε παγκόσμιο box office hit, έκανε την Ελλάδα τουριστικό προορισμό και τη Μελίνα σούπερ σταρ, αφού πρώτα της εξασφάλισε το Βραβείο Ερμηνείας το 1960 στις Κάννες, όπως και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ – στον Ντασέν για τη σκηνοθεσία και το σενάριο. Το ζεύγος γυρίζει την επόμενη χρονιά μια ελληνική τραγωδία σε σύγχρονο φόντο, τη Φαίδρα, ύστερα την πρώτη τους έγχρωμη, το Τοπ Καπί, φλερτάρουν με το nouveau roman και την Ντιράς στο 10:30pm Summer με συμπρωταγωνιστές τους Πίτερ Φιντς και Ρόμι Σνάιντερ.
Παντρεύονται με πολιτικό γάμο στην Ελβετία και φεύγουν για το Μπρόντγουεϊ. Ανεβάζουν σε εκδοχή μιούζικαλ το Ποτέ την Κυριακή με τίτλο Illya Darling, στην Ελλάδα επιβάλλεται δικτατορία και στο Ισραήλ ξεσπάει ο Πόλεμος των Έξι Ημερών. Ο Ντασέν ταξιδεύει στο Σινά για να γυρίσει το αντιπολεμικό ντοκιμαντέρ Survival. Πίσω στην Αμερική, επιστρέφει στο Χόλιγουντ με μια «μαύρη» εκδοχή του Καταδότη, το Up Tight, με τη Ρούμπι Ντι συν-σεναριογράφο, αλλά δεν γίνεται ευμενώς αποδεκτό από τη μαύρη κοινότητα, κι ας περιλάμβανε σκηνές από την κηδεία το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Τους απαγορεύεται με τη Μελίνα να επισκεφτούν την Ελλάδα λόγω της συμμετοχής τους στον αντιδικτατορικό αγώνα κι έτσι γυρίζουν στην Πολωνία με τον Ασάφ Νταγιάν, γιο Ισραηλινού στρατηγού, την τρυφερή αυτοβιογραφία του Ρομάν Γκαρί, Υπόσχεση στην Αυγή.
Μαζεύουν λεφτά για να κάνουν ένα φιλμ για τη χούντα, αλλά τους προλαβαίνουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου κι έτσι η Πρόβα δεν καρπώνεται την απήχηση που επιδίωκαν, παρά τη συμβολή σημαντικών προσωπικοτήτων στη δημιουργία της. Επιστρέφουν στην Ελλάδα θριαμβευτικά, σκηνοθετεί με μεγάλη επιτυχία με τον θίασο του Νίκου Κούρκουλου την Όπερα της πεντάρας, με την Μελίνα στον ρόλο της Τζένη. Ακολουθεί η Κραυγή Γυναικών με την Έλεν Μπέρστιν στον ρόλο μιας σύγχρονης Μήδειας και τη Μελίνα να παίζει τον εαυτό της. Η τελευταία ξεκινάει πολιτική καριέρα. Λίγο πριν από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 και την υπουργοποίησή της, ο Ντασέν γυρίζει την καναδική παραγωγή Circle of two με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τέιτουμ Ο'Νιλ.
Εξοργισμένος από το μοντάζ, απαιτεί να αφαιρεθεί το όνομά του από τους τίτλους! Ήταν η τελευταία του ταινία. Έχοντας χάσει το '80 τον γιο του Τζο, πετυχημένο τραγουδιστή στη Γαλλία, αφιερώνεται στο θέατρο και στα οράματα της υπουργού πολιτισμού Μελίνας. Μέχρι που το '94 φεύγει κι αυτή. Ιδρύει το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη» και αφοσιώνεται στο αίτημα για επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Ο θάνατος τον βρήκε στις 31 Μαρτίου 2008, σε ηλικία ενενήντα επτά ετών. Άφησε πίσω του μια σημαντική κινηματογραφική κληρονομιά και δύο κόρες, την Τζούλι, μουσικό, και τη Ρίκι, ποιήτρια και στιχουργό.
σχόλια