Όσοι έχουν περάσει το κατώφλι του σπιτιού του Δημήτρη Ξανθούλη στο Σύνταγμα δεν έχουν νιώσει άβολα ούτε λεπτό ανάμεσα στα εκατοντάδες αντικείμενα από τα οποία περιστοιχίζονται σε κάθε βήμα τους.
Αυτό το διαμέρισμα, σε μια πολυκατοικία που ακτινοβολεί το μεράκι και το γούστο με το οποίο φτιάχτηκαν οι καλές κατασκευές στο κέντρο της Αθήνας τη δεκαετία του '60, θα ήταν εντελώς διαφορετικά διαμορφωμένο αν ανήκε σε άλλον. Ο οικοδεσπότης μας δεν πείραξε τίποτα, αντίθετα τοποθέτησε τη συλλογή του μέσα σε ένα σπίτι που, αν και είναι τόσο γεμάτο, έχει ενσωματώσει τα αντικείμενα έτσι που η κυκλοφορία ανάμεσά τους γίνεται άνετα.
Είναι ένα σπίτι που ανοίγει συχνά, σε γιορτές, καλέσματα, στους φίλους που τον υπεραγαπούν, γιατί μιλάμε για έναν φιλόξενο, ανοιχτό άνθρωπο, εξαιρετικό μάγειρα και οικοδεσπότη. Στην πόρτα, ακριβώς πίσω του, μας υποδέχεται η Τζίνα που μας κάνει μερικά χαδιάρικα γαβγίσματα. Έχει συνηθίσει να κινείται ανάμεσα σε γλάστρες, βάζα, τραπεζάκια με την ίδια την άνεση με την οποία κινείται και ο οικοδεσπότης.
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί πώς είναι να ζεις με τόσα αντικείμενα τριγύρω σου. «Είναι ζαλιστικό να ζεις μέσα σε μια συλλογή. Όταν ζεις εδώ το συνηθίζεις, αλλά όταν πηγαίνω στα ταξίδια μου, σε ξενοδοχεία, ξεκουράζομαι στα άδεια, χωρίς αντικείμενα δωμάτια», λέει. «Μόνο τότε το καταλαβαίνω».
Οι συλλογές, τα αντικείμενα, σε νικάνε. Όπως σε νικάνε και τα βιβλία. Αν και τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αρέσει κάτι στον Δημήτρη, δεν μπορεί να αντισταθεί όταν ανακαλύπτει άλλο ένα αντικείμενο που τον ενδιαφέρει.
Οι συλλογές, τα αντικείμενα, σε νικάνε. Όπως σε νικάνε και τα βιβλία. Αν και τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αρέσει κάτι στον Δημήτρη, δεν μπορεί να αντισταθεί όταν ανακαλύπτει άλλο ένα αντικείμενο που τον ενδιαφέρει. Όσοι τον γνωρίζουν ξέρουν ότι έχει απαράμιλλο γούστο, κοφτερό μάτι και απίθανες γνώσεις. Όταν τον ρωτώ τι θα αποχωριζόταν, μου απαντά «τα πάντα», εκτός από τη βασική συλλογή του.
Έχουμε μπροστά μας έναν απίθανο συνδυασμό ελληνικών κυρίως αντικειμένων, κινέζικων επίπλων, ανάμεσα σε κομψές βιτρίνες από καταστήματα του '50 και παραδοσιακά κομμάτια τα οποία συνδέονται με χειροτεχνίες που δεν βρίσκονται εύκολα πια.
Η βασική συλλογή του Δημήτρη Ξανθούλη αποτελείται από μεταπολεμικά κεραμικά από την Αττική. Είναι επικεντρωμένη στις δημιουργίες της Ήρας Τριανταφυλλίδη, μιας παραγνωρισμένης κεραμίστριας, κορυφαίας προσωπικότητας, μιας γυναίκας που αντιμετώπιζε το υλικό της με ελευθερία την οποία δεν βρίσκεις ούτε στους σύγχρονους μεγάλους καλλιτέχνες της κεραμικής.
Στο σπίτι και εργαστήριό της στο Μαρούσι, αυτή η μυθιστορηματική μορφή της ελληνικής κεραμικής με καταγωγή από το Βατούμ δούλευε και έπλαθε τον πηλό με απίστευτη δυναμική, έχοντας κερδίσει τον σεβασμό των τεχνιτών του Αμαρουσίου, που στο πρόσωπό της αναγνώριζαν μια σημαντική δημιουργό, αν και τα έργα της δεν κινούνταν στον χώρο της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής των μαρουσιώτικων εργαστηρίων.
Τη συλλογή αυτή συμπληρώνει και μια άλλη με αντικείμενα από τους τεχνίτες του Αμαρουσίου και συναρπαστικές δημιουργίες από την παραγωγή του θρυλικού εργοστασίου «Κεραμεικός». Το βάζο στο μικρό τραπεζάκι απέναντί μου, εντελώς διαφορετικό από πολλά άλλα, φέρει την υπογραφή του Πάνου Βαλσαμάκη, το ίδιο και τα κεραμικά πλακάκια στο χαμηλό σιδερένιο τραπέζι. Ο Βαλσαμάκης υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του εργοστασίου από το 1930 έως το 1942 και αυτή θεωρείται η καλύτερη καλλιτεχνική περίοδος του «Κεραμεικού».
Ο Δημήτρης Ξανθούλης άρχισε να μαζεύει κεραμικά από τα νεανικά του χρόνια. Τον γοήτευε πάντα η μεταμόρφωση αυτής της ταπεινής πρώτης ύλης σε τεχνουργήματα, έργα τέχνης ακόμα και μέσα στην απλότητά τους.
Όταν άνοιξε τον «Εξερευνητή», ένα κατάστημα στο οποίο δεν μπορούσες να αντισταθείς και να μην περάσεις το κατώφλι του, άρχισε να ταξιδεύει φέρνοντας έπιπλα εξαιρετικής ασιατικής τέχνης που τα συνδύαζε με έργα και αντικείμενα σύγχρονης ελληνικής.
Το κατάστημα έκλεισε πριν από δέκα χρόνια, αλλά ο ίδιος δεν σταμάτησε να ανακαλύπτει αντικείμενα με γούστο, να συλλέγει, να συμβουλεύει ανθρώπους με ευαισθησία που θέλουν να αποκτήσουν αντικείμενα καλού γούστου, που θα μπορέσουν να συνδυάσουν με άλλα, σύγχρονα και παλιά. Δημιουργεί συνδυασμούς που μοιάζουν απλοί και ξεκούραστοι, ωστόσο είναι δομημένοι με μεγάλη προσοχή και συνοχή.
Κάπως έτσι είναι φτιαγμένο και το σπίτι του. Οι πολυθρόνες που κάποτε ανήκαν στην αμερικανική πρεσβεία, από το εργαστήριο του Μις βαν ντερ Ρόε, ντύθηκαν με ένα απαλό πράσινο και μαζί με τον απλό λευκό καναπέ, με ένα ριχτάρι με αγγέλους και πετούνιες του Γιάννη Τσαρούχη, από τα υπέροχα τυπώματα σε πανιά που έκανε ο Κώστας Στάικος, φτιάχνουν ένα φωτεινό σαλόνι.
Στον τοίχο τέσσερα έργα του Νίκου Αλεξίου, απέναντι από μια γιαπωνέζικη συρταριέρα, μικρές βιτρίνες-τραπεζάκια, μια απίθανη πιατέλα με ψάρια από τον 16ο αιώνα του Μπερνάρ Παλισί και ένα μαρμάρινο στρογγυλό τραπέζι με φερ φορζέ πόδια συμπληρώνουν το σαλόνι, ενώ στο βάθος ένας νησιώτικος καναπές και ένα ψηλό τραπέζι με κομμάτια της συλλογής του δημιουργούν επίπεδα και διαφορετικά ύψη στο δωμάτιο.
Στο τραπέζι του σαλονιού ένα πορτοκαλί κεραμικό ξεχωρίζει, έργο του Ακίλιο ντε Πιαν, πατέρα του χορογράφου Λεωνίδα ντε Πιαν, δίπλα σε ένα ξύλινο παιχνίδι από την Αίγυπτο.
Μια ακόμα ψηλή κινέζικη ντουλάπα χρησιμεύει στην τραπεζαρία ως πιατοθήκη. Μεγάλα βάζα και ένα μακρόστενο τραπέζι από τικ με παραδοσιακές καρέκλες από τη μια μεριά και ένας νησιώτικος καναπές από τη Σύμη από την άλλη φτιάχνουν άλλο έναν οικείο χώρο με θέα το μπαλκόνι και έναν πελώριο πάπυρο που δίνει μια νότα ευχάριστη, ενώ ένα σημείο στο άλλο μπαλκόνι του σπιτιού μοιάζει με έκθεση από γλάστρες ελληνικής κεραμικής.
Τον τοίχο της τραπεζαρίας στολίζουν έργα των φίλων του Δημήτρη, το πορτρέτο του από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, έργα των Αντώνη Κυριακούλη, Λότι Καρπ, Παμ Γκόλντμπλουμ, ένας καραγκιόζης-αεροπόρος του Ευγένιου Σπαθάρη και σε ένα μικρό επίτοιχο τραπέζι είναι ακουμπισμένα γεωμετρικά κεραμικά κηροπήγια από Μαρουσιώτες τεχνίτες.
Σε ένα δεύτερο σαλόνι στην άλλη μεριά του σπιτιού, ένα μεγάλο γιαπωνέζικο πάνελ καλύπτει τον τοίχο πάνω από τον μακρύ καναπέ και τα μαξιλάρια του που έχουν γίνει από περίτεχνα σεμέν και βρίσκονται ακουμπισμένα σε καναπέδες και πολυθρόνες σε όλο το σπίτι. Στο κέντρο του δωματίου κυριαρχεί ένα τραπέζι του Τζίο Πόντι και ένας μακρύς μπουφές με κεραμικά βάζα που μπορεί να τον περιεργάζεται κανείς για ώρες.
Το μαγικό σε αυτό το σπίτι είναι ότι κάθε αντικείμενο έχει μια ιστορία. Μια ιστορία που αντανακλά το πνεύμα του οικοδεσπότη, φιλοπερίεργο, ανοιχτό, πρόθυμο να περάσει στην επόμενη περιπέτεια. Εδώ η συλλογή παίρνει ζωή και την αναπνοή μιας ευχάριστης καθημερινότητας έξω από τη βιτρίνα της.