Γεννήθηκα στα ‘80s στην Κυψέλη, στην οδό Σπετσών, σε μία από τις ελάχιστες μονοκατοικίες με κήπο, που δεν υπάρχει πια και σήμερα ακούγεται σαν κάτι το σπάνιο. Είχα χαρούμενα παιδικά χρόνια σε αυτό το σπίτι, θα ήθελα πολύ δηλαδή να υπήρχε μια χρονομηχανή ώστε να μπορέσω να ξαναμπώ σε αυτό, να το ξαναδώ. Στα ‘90s μετακομίσαμε στην Πλατεία Αμερικής. Πιο ζόρικη η περιοχή, πιο ζόρικα και τα χρόνια αυτά για μένα, αφού ήμουν στην εφηβεία που έχει σκαμπανεβάσματα και οι αναμνήσεις μου έχουν τα δικά τους.
• Οι γονείς μου ήταν πανεπιστημιακοί, χημικοί και οι δύο. Ο πατέρας μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια –η γιαγιά μου ήταν χορεύτρια και ο παππούς βιολοντσελίστας στην Κρατική Ορχήστρα– που όμως του είχε απαγορεύσει να ασχοληθεί με οποιονδήποτε τρόπο με τη μουσική, θεωρούσαν πως οι καλλιτέχνες έχουν δύσκολη ζωή. Και παρόλο που ο πατέρας μου είχε κλίση στη μουσική, ποτέ δεν καταπιάστηκε με αυτή, μόνο έπαιζε κρυφά ντραμς σε κάτι ροκ συγκροτήματα της εποχής και αγόραζε πάρα πολλούς δίσκους. Βρισκόμουν λοιπόν σε ένα σπίτι στο οποίο ακουγόταν πολλή μουσική, από τον πατέρα μου rock ‘n’ roll και soul, από τον αδελφό μου punk και ψυχεδελική ροκ, αλλά έπρεπε να μεγαλώσω για να καταλάβω ότι αυτά που ακούγαμε εμείς δεν ήταν αυτά που άκουγε ο υπόλοιπος κόσμος, είχα πάρα πολλά ερεθίσματα, αλλά υπήρχε ένα κενό μεταξύ της πραγματικής ζωής και όσων ήξερα εγώ.
Δεν είναι ότι προσέχω κάθε λέξη μου, ακολουθώ το ένστικτό μου, οι άνθρωποι που με παρακολουθούν ξέρουν και τις προθέσεις μου. Εννοείται πως θα υπάρξει κοινό που θα σε μισήσει, ειδικά όσον αφορά το πολιτικό σκίτσο. Αν δεν σε μισήσουν οι φασίστες, τι κάνεις σε αυτήν τη ζωή;
• Αν με έβαζαν μπροστά στο αρμόνιο, θα έπαιζα όλη μέρα. Και όταν έβγαιναν οι γονείς μου με τους φίλους τους για φαγητό μού έφερναν ένα μπλοκ, μαρκαδόρους και περνούσα τέλεια. Οτιδήποτε δημιουργικό μού τραβούσε την προσοχή. Πήγαινα ωδείο, έκανα πιάνο, από πιτσιρικάς μπήκα σε μπάντες, το πρώτο μου λάιβ σε μπαρ το έκανα στα δεκαπέντε, θεωρούσα δεδομένο ότι στη ζωή μου θα ασχοληθώ με τη μουσική, ένιωθα ότι αυτό ήταν το μεγάλο μου κόλλημα. Όταν ήρθε η ώρα των Πανελληνίων, ειπώθηκε αυτό το κλασικό «να κάνεις και τη μουσική σου, και ό,τι σου αρέσει, αλλά να βγάλεις και μια σχολή». Κάπως έτσι οδηγήθηκα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Αθήνας, δεν ήταν ακριβώς η πρώτη μου επιλογή, αλλά δεν ήταν κάτι το τελείως άσχετο για μένα, έβλεπα αυτήν τη δουλειά με καλό μάτι.
• Είχα αρχίσει να κάνω κομιξάκια με έναν φίλο μου ήδη από το δημοτικό, τραβούσαμε ο ένας τον άλλον σε αυτό, όμως δυστυχώς η κινητήρια δύναμη που μας έσπρωχνε ήταν ότι κοροϊδεύαμε έναν άλλον φίλο μας σε αυτά, όχι πολύ ευγενικά κιόλας. Ευτυχώς τα είχαμε δείξει σε λίγους. Και μας έχουν συγχωρήσει όλοι αυτοί που σατιρίζαμε από την τάξη μας σε εκείνη την ηλικία.
• Με το που τελειώνω τη σχολή, ξεκινάω να δουλεύω στη Σχολή Χιλλ. Από τη μία, είναι απίστευτο συναίσθημα να ξέρεις ότι έχεις δώσει κάτι στα παιδιά, να συναντάς μαθητές σου μετά από χρόνια και να σε χαιρετάνε. Από την άλλη, είναι μια δουλειά φοβερά αγχωτική και πιεστική, έχεις τεράστια ευθύνη, δεν είναι ότι έκανες ένα λάθος και δεν τρέχει τίποτα. Ταυτόχρονα με τη δουλειά στο σχολείο παίζω στους Empty Frame, που ήταν η μπάντα μου για πολλά χρόνια και μια πολύ όμορφη ιστορία για μένα, σε μια περίοδο που υπήρχε ως σκηνή το alternative ελληνικό ροκ. Παράλληλα, ξεκινάω δειλά-δειλά και το κόμικ. Πρώτα ασχολούμαι με αυτό ως σεναριογράφος σε συνεργασία με τον Σπύρο Δερβενιώτη και το 2007 αποφασίζω ότι πρέπει να κάνω κάτι πιο προσωπικό, κάτι εντελώς δικό μου. Τότε δεν είχαμε social media, όμως υπήρχαν ακόμα περιοδικά, η πρώτη μου σκέψη λοιπόν ήταν να φτιάξω ένα demo με δέκα στριπάκια και να τα στείλω σε ό,τι περιοδικό υπήρχε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, και δεν το λέω με πικρία, ήταν πολύ πρωτόλεια τα σχέδιά μου, σε μια εποχή που για να σε βάλουν σε έντυπο θα έπρεπε να έχεις ένα σχεδιαστικό επίπεδο.
• Ανεβάζω ό,τι κάνω σε ένα δικό μου site και τα «Κουραφέλκυθρα» αρχίζουν να αποκτούν κοινό, που εκείνη την εποχή σήμαινε ότι κάποιος έπρεπε να σκέφτεται «ανέβασε κάτι αυτός ο τύπος;» και να μπαίνει κάθε εβδομάδα να δει αν όντως το έκανα. Να τα διάβαζαν εκατό άτομα; Αλλά φανατικά, σταθερά, κάτι τους είπε αυτό το πράγμα. Στην αρχή είχαν συγκεκριμένους χαρακτήρες, ενώ όσο περνάει ο καιρός είναι πιο ανεξάρτητα, κάτι που δείχνει πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος, πόσο δύσκολα επενδύει σήμερα σε κάτι που έχει συνέχεια.
• Αργότερα τα «Κουραφέλκυθρα» μπήκαν στο Comicdom Press και στο So Comic, στο σάιτ από όπου πέρασαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες κομιξάδες εκείνης της εποχής, το οποίο σε πλήρωνε μάλιστα για να κάνεις κόμικ, κάτι που ήταν αδιανόητο. Στην παρουσίαση του πρώτου μου βιβλίου σε κομιξάδικο της Αθήνας πρέπει να έδωσα δέκα τεύχη, εκ των οποίων τα πέντε πρέπει να τα πήρε η μάνα μου. Μετά μπήκα στο Facebook. Κακά τα ψέματα, αυτό βοήθησε να φτάσει η δουλειά μου και σε εκείνους που δεν είχαν ακούσει για τα «Κουραφέλκυθρα» από κάποιον φίλο τους. Σήμερα θεωρώ πως έχουν γίνει κάπως γνωστά σε έναν συγκεκριμένο κόσμο, όμως παραμένουν ακόμα ένα underground κόμικ.
• Έρχεται το μεγάλο break down για μένα όταν έχω μια δουλειά στην οποία πρέπει να πηγαίνω κάθε μέρα προετοιμασμένος, είμαι σε μια μπάντα που έχει πρόβες, ηχογραφήσεις, περιοδείες, και από εκεί που έκανα ένα στριπάκι μία φορά την εβδομάδα, ξαφνικά διαχειρίζομαι τα social media για το κόμικ μου, τρέχω σε όλα τα φεστιβάλ για να δείξω τα βιβλία μου, φτιάχνω μπλουζάκια και κούπες, συνεργάζομαι με site. Ωραία αυτή η ιστορία του πολυπράγμονα και του πολυτάλαντου, αλλά έπρεπε να επιβιώσω κιόλας. Οπότε αποφασίζω ότι κάτι θα σταματήσω. Έφυγα από τους Empty Frame, τα παιδιά συνεχίζουν ακόμα και είναι πολύ φίλοι μου, ήταν μία από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που πήρα, αλλά δεν έβγαιναν οι χρόνοι και κάπως είχε χαθεί η μαγεία για μένα στη μουσική. Ξεκινάω να ασχολούμαι και με τη γελοιογραφία και μετά ήρθε η ώρα του σχολείου, από το οποίο είμαι τρία χρόνια τώρα σε άδεια άνευ αποδοχών. Μετά προέκυψε και το ραδιόφωνο από το πουθενά, δεν είναι κάτι που το κυνήγησα. Είχα πάει να δώσω μια συνέντευξη στο Nostos 100.6, κάπως τους έκανα και την επόμενη χρονιά μού πρότειναν να έχω τη δική μου εκπομπή. Σε κάθε τι καινούργιο και δημιουργικό λέω «πάμε». Οπότε και πάλι δεν έχω ζωή, γιατί στην Ελλάδα, αν θες να επιβιώσεις από αυτά που σου αρέσουν, πρέπει να δουλεύεις άπειρες ώρες.
• Κανείς από τους χαρακτήρες με τους οποίους ξεκίνησαν τα «Κουραφέλκυθρα» δεν βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Ο θείος Αιμίλιος εμφανισιακά μοιάζει με έναν αδελφό του παππού μου, τον θείο Νάκο, που τον αγαπούσα πολύ και έζησε μέχρι τα εκατό. Μόνο που ο θείος Νάκος είχε απίστευτο χιούμορ και οι ιστορίες που έλεγε είχαν πάντα ενδιαφέρον, ήταν ένας συναρπαστικός αφηγητής, σε αντίθεση με τον θείο Αιμίλιο που βασίζεται στη μορφή του Έλληνα θείου ο οποίος ξεκινάει να μιλάει στο τραπέζι, πάει από το ένα θέμα στο άλλο και εσύ αναρωτιέσαι πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Όσο για το ότι μοιάζει ο τρόπος που μιλάει με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στην αρχή δεν το είχα σκεφτεί, αργότερα όμως, όταν μου το επισήμαναν, εννοείται ότι πήρα και εγώ στοιχεία από αυτόν, αλλά κυρίως άνοιγα βιβλία του Καρκαβίτσα, του Καραγάτση, του Βενέζη, του Μυριβήλη, μάζευα ωραίες λέξεις που έχουν χαθεί και τις έβαζα όλες στον θείο Αιμίλιο.
• Στο κόμικ –στο δικό μου τουλάχιστον– το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς και το πιο δύσκολο είναι το σενάριο, όταν με ρωτάνε δηλαδή πόση ώρα μου παίρνει να το φτιάξω, δεν έχω ιδέα τι να απαντήσω. Μπορεί να μου έρθει τώρα μια ιδέα και να μη μου πάρει χρόνο, να πάω σπίτι και να κάτσω να τη φτιάξω, και είναι και άλλα στριπάκια που κάθομαι και ζυγίζω την κάθε λέξη τους, που κοιτάω να δω πώς θα βάλω και στο background κανένα αστειάκι. Το χειρότερο είναι να μη σου έρχεται τίποτα, αυτό είναι βασανιστικό μέχρι αηδίας.
• Έχω διατηρήσει το στυλ μου μέσα στα χρόνια, είναι κάπως… αφαιρετικό να το πω; Παιδικό; Αλλά δεν μπορώ και καλύτερα. Πάντως νομίζω πως έχει εξελιχθεί, αν πάρεις το πρώτο στριπάκι που έκανα και το τελευταίο, δεν είναι το ίδιο πράγμα, σε καμία περίπτωση, ωστόσο υπάρχει μια συνέχεια.
• Πώς προέκυψε η λέξη «Κουραφέλκυθρα»: Υπάρχει η εκδοχή ότι είναι απλώς μια λέξη που εκφράζει απόλυτα το συγκεκριμένο κόμικ, δεν σημαίνει τίποτα, δεν θέλει να σου περάσει κάποιο μήνυμα, θέλει απλώς να γελάσεις. Υπάρχει και μια άλλη θεωρία, αφορά ένα όραμα που είχα δει με τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος εμφανίστηκε μπροστά μου και μου είπε «σε παρακολουθώ από ψηλά, παιδί μου, και με αυτό το όνομα θα πας μπροστά, θα διαπρέψεις στα γράμματα αν το χρησιμοποιήσεις», και από τότε το χρησιμοποιώ. Μόνο την τοποθεσία στην οποία μου εμφανίστηκε δεν έχω βρει ακόμα, το δουλεύω όμως.
• Δεν θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει λογοκρισία, όμως δεν θα κάνω ένα στριπ το οποίο να είναι ενάντια σε ομάδες που διεκδικούν δικαιώματα, δεν θέλω, δεν μου βγαίνει. Έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, με κάποια εσωτερικά όρια, δεν θα το έκανα ακόμα και σε εποχές που δεν ήμασταν τόσο προσεκτικοί. Κάποια λίγα παλιότερα σκίτσα μου που τα βλέπω τώρα δεν θα τα αφαιρέσω από τα παλιά βιβλία γιατί είναι κομμάτι της ιστορίας των «Κουραφέλκυθρων», αλλά μπορεί να βάλω πια ένα σχόλιο από κάτω ότι δεν πέτυχαν τον σκοπό τους γιατί σήμερα μπορεί να ερμηνευτούν διαφορετικά. Επίσης ξέρω ότι πια θα υπάρξουν κάποιες αντιδράσεις που είναι υπερβολικές και του ίντερνετ, όχι της πραγματικής ζωής, όπως αυτές που είδα σε ένα στριπάκι που χρησιμοποιούσε το τραγούδι «Είσαι Κινεζάκι; Τρως πολύ ρυζάκι;». Αν θες να βρεις κάτι για να παραπονεθείς, θα το βρεις. Για τα πολιτικά μου σκίτσα μού στέλνουν μηνύματα σύμφωνα με τα οποία κάθε εβδομάδα τα παίρνω από άλλο κόμμα. Δεν γίνεται να έχεις άποψη, κάποιο κόμμα θα σε πληρώνει.
• Είμαστε σε μια εποχή στην οποία είναι πολύ εύκολο να κριθείς για το έργο σου. Ο καθένας θα έπρεπε να εκφράζεται και να κάνει αυτό που θέλει και να κρίνεται γι’ αυτό. Το κακό είναι ότι είμαστε άσπρο ή μαύρο, δεν υπάρχουν πια αποχρώσεις ώστε αν κάποιος κάνει ένα λάθος να μπορείς να πεις «εντάξει, έκανε μια μαλακία». Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ότι προσέχω κάθε λέξη μου, ακολουθώ το ένστικτό μου, οι άνθρωποι που με παρακολουθούν ξέρουν και τις προθέσεις μου. Εννοείται πως θα υπάρξει κοινό που θα σε μισήσει, ειδικά όσον αφορά το πολιτικό σκίτσο. Αν δεν σε μισήσουν οι φασίστες, τι κάνεις σε αυτήν τη ζωή; Και τα «Κουραφέλκυθρα» όμως υπάρχει κόσμος που τα μισεί, που δεν τα πιάνει με τίποτα. Όταν ανέβαιναν στο Luben, υπήρχαν και εκείνοι που έλεγαν «πότε θα τον διώξετε αυτόν;». Έτσι είναι τα social media.
• Τελευταία γελάω πάρα πολύ με ένα αυτοσχεδιαστικό κωμικό podcast, το «Comedy Bang! Bang!».
• Είναι περίεργο πράγμα η έμπνευση. Το πιο σύνηθες για μένα είναι να μου έρθει κάτι πάνω σε συζήτηση ή παρατηρώντας πράγματα της καθημερινότητας. Θα σου πω πώς σκέφτηκα δυο αστεία αυτή την εβδομάδα: Το ένα προέκυψε μιλώντας με κάποιους φίλους μου από το δημοτικό· λέγαμε ότι όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε μπάλα συνηθίζαμε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον «είσαι ατομιστής», που για εμάς σήμαινε «δεν δίνεις πάσες», αν και ο ατομισμός είναι μια σοβαρή φιλοσοφική έννοια, άρα θα μπορούσαμε να λέμε και «είσαι υπαρξιστής/ μανιχαϊστής/ γιατί δίνεις τόσες πάσες, είσαι αλτρουιστής;». Μετά, είχα ένα θέμα με τον αυχένα μου, πονούσα και έτυχε να πετύχω σε ένα μαγαζί μια αφίσα με το «Φιλί» του Κλιμτ. Βλέποντας λοιπόν τη σκυφτή φιγούρα του πίνακα, έκανα τη σύνδεση με το δικό μου πρόβλημα, σκέφτηκα ότι και αυτός ο τύπος θα μπορούσε να έχει αυχενικό. Και μετά είπα «ποιον πας να φιλήσεις και πρέπει να σκύψεις κατά αυτόν τον τρόπο; Τις γάτες σου που δεν γουστάρουν», και έτσι βγήκε ένα στριπάκι. Συνήθως αυτά που έρχονται φυσικά είναι και τα πιο αστεία. Όταν μου έρθει μια καλή ιδέα, είναι φοβερό το συναίσθημα, θα ξυπνήσω την επόμενη μέρα και θα φτιάξω ένα «Κουραφέλκυθρο» με μια τεράστια χαρά που για καμία άλλη δουλειά δεν θα είχα.
• Ο καλλιτέχνης Λαχταριστός Σαβαγιάρ έχει προκύψει από όταν είχα πάει σε μια Μπιενάλε και είχα δει ένα έργο που ήταν ένας κενός χώρος και είχε για τίτλο κάτι του στυλ «Η αγάπη». Με τον χαρακτήρα της Ζοζεφίνας ταυτίζονται πάρα πολλοί – και κρύβει και την πιο ωραία ιστορία. Όλοι λίγο-πολύ στο σχολείο ήμασταν σαν εκείνη ή ξέραμε κάποιον που ήταν έτσι. Όταν δούλευα σε τάξη, ήταν πάρα πολύ συνηθισμένο το να προσπαθώ να εξηγήσω κάτι, να λέω «έχετε απορίες;», και να σηκώνει ένα παιδάκι το χέρι για να ρωτήσει κάτι τελείως άσχετο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως όταν τη σχεδίαζα είχα στο μυαλό μου μια μέρα εκδρομής σε ένα μουσείο, που πάλευε η ξεναγός να μιλήσει στα παιδιά για μια επιτύμβια στήλη η οποία αποτύπωνε ένα άθλημα. Ρωτούσε τα παιδιά «τι σας θυμίζει αυτό, μήπως κάτι από το σήμερα;». Και σηκώνει ένα πιτσιρίκι το χέρι του και λέει «κυρία-κυρία, αυτό το λαμπατέρ που έχετε εκεί το έχουμε και στο σπίτι μας». Αυτή η παιδικότητα τού «πρέπει να πω αυτό που έχω στο μυαλό μου και χέστηκα για το τι μου λες εσύ» οδήγησε στον χαρακτήρα της Ζοζεφίνας.
• Κάνω μεγάλο αγώνα προκειμένου να μη με απασχολεί ποιο «Κουραφέλκυθρο» πήρε like και πιο όχι τόσα, δυστυχώς δεν τα καταφέρνω, μου είναι πολύ δύσκολο. Αλλά προσπαθώ, γιατί αυτό που θέλω στ’ αλήθεια δεν είναι το να γίνει κάτι viral σήμερα και αύριο να μην ασχολείται κανείς μαζί του. Ήθελα τα «Κουραφέλκυθρα» του 2007 να διαβάζονται και σήμερα, να έχουν μια συνοχή, και ο μόνος τρόπος για να την εξασφαλίσω είναι να κάνω πράγματα που πιστεύω, ακόμα και αν κάποια δεν πάνε καλά στα like. Υπάρχει κόσμος που έρχεται σε όλα τα φεστιβάλ, που με στηρίζει στο Patreon, που αγοράζει τα βιβλία ενώ μπορεί να βρει όλα σχεδόν τα «Κουραφέλκυθρα» δωρεάν στο ίντερνετ πια. Θεωρώ ότι αυτό είναι το κοινό που έχτισα ακολουθώντας πάντα αυτό που εμένα μου φαίνεται true και αστείο.
• Αν με έχει απογοητεύσει κάποιος σκιτσογράφος που παρακολουθούσα; Σίγουρα πάρα πολύς κόσμος έχει απογοητευτεί από τον Αρκά. Ήταν μια επιρροή μου και προσωπικά με έχει βοηθήσει, έχουμε μιλήσει τηλεφωνικά σε μια φάση που ήμουνα έτοιμος να τα παρατήσω, και εκείνος με είχε ενθαρρύνει να συνεχίσω. Προφανώς με έχουν στεναχωρήσει σκίτσα του, θα ήθελα να μην τα είχα δει, να μην τα ήξερα, μου έχουν δημιουργήσει φοβερό εσωτερικό conflict. Αλλά δεν θεωρώ ούτε ότι σβήνουν το έργο του ούτε ότι τον κάνουν απαραίτητα κακό άνθρωπο. Είναι μέρος της ζωής μου πολύ μεγάλο η δουλειά του, γι’ αυτό και πάντα σε σχέση με άλλους δείχνω μια επιείκεια.
• Tα Κουραφέλκυθρα: The Movie προέκυψαν από μια φάρσα. Δυο Πρωταπριλιές πίσω, στέλνω στο Cinobo –χωρίς να ξέρω κάποιον εκεί– και τους προτείνω να κάνουμε μαζί ένα post και να πούμε ότι θα γυρίσουμε μια σειρά βασισμένη στο κόμικ, στην οποία θα παίζουν ο Τάσος Κωστής, η Ηρώ Μπέζου και η Χρύσα Ρώπα, που θα κάνει τον εαυτό της. Ποστάρουμε όντως ένα αφισάκι και γίνεται χαμός, το «έφαγαν» πολλοί και ενθουσιάστηκαν. Την επόμενη χρονιά μού είπαν από το Cinobo «θες αυτή την Πρωταπριλιά να ξανακάνουμε την ίδια φάρσα, αλλά αυτήν τη φορά να είναι αλήθεια;». Αντί για μια σειρά animation, που θέλει τρελό budget και δύσκολα μπορεί να τη στηρίξει κάποιος στην Ελλάδα, κάναμε τελικά μια μικρού μήκους που το σενάριό της είναι ουσιαστικά όσο πιο πολλά αστεία από στριπάκια μπορούσα να μπλέξω σε ένα πεντάλεπτο, γιατί μπορεί να είναι η μόνη μου ευκαιρία να δω τα «Κουραφέλκυθρα» να ζωντανεύουν.
• Υπάρχει μια πολύ μεγάλη τάση στην Ελλάδα που θέλει οτιδήποτε κωμικό να έχει κάποιο νόημα. Δεν μπορεί κάτι απλώς να είναι αστείο, έτσι είναι χαμηλότερου επιπέδου, αν όμως θέλει κάποιο μήνυμα να περάσει, το δεχόμαστε. Μπήκα στο TikTok τελευταία, που δεν το πολυκαταλαβαίνω, ούτε μου πολυαρέσει ως πλατφόρμα, το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα να στέλνει τη δουλειά σου σε πολύ κόσμο που δεν έχει ιδέα τι και ποιος είσαι. Ανεβάζω ένα στριπάκι που μας δείχνει το σχολείο της Μοντεσόρι στη Ρώμη του 1910 και όλο το αστείο είναι στο τελευταίο καρέ και στην ατάκα «Μοντεσόρι νοτ σόρι», είχα χτίσει δηλαδή μια ιστορία για να γραφτεί αυτή η ηλιθιότητα στο τέλος. Και ξεκινάει στα σχόλια μια συζήτηση ότι «επιτέλους, κάποιος τα είπε για τα μοντεσοριανά σχολεία, είναι άθεοι, είναι μασόνοι» από τη μία, και από την άλλη μου λένε ότι προσπαθώ να υποβαθμίσω και αδικώ τη μέθοδο, ο καθένας το δικό του. Απλώς δεν έβρισκα άλλη λέξη να μου κάνει ομοιοκαταληξία με το «σόρι», αναρωτήθηκα δηλαδή αν το διάβασαν όλο. Μπορεί κάτι απλώς να είναι αστείο, ίσως και χαζό, και αν σε κάνει να γελάσεις, έχει πετύχει τον σκοπό του. Αυτό που με απωθεί γύρω μας είναι ότι βλέπω μια φοβερή άνοδο του συντηρητισμού, ως αντίδραση σε καθετί καινούργιο, προοδευτικό, σε οτιδήποτε πρόκειται να βελτιώσει τη ζωή ανθρώπων που έχουν αδικηθεί και διεκδικούν ίσα δικαιώματα. Όσο βλέπω ότι από τη μία προχωράνε τα πράγματα τόσο υπάρχει μια αντίθετη δύναμη που τα τραβάει στα άκρα και αυτή μου χαλάει τη διάθεση και τη μέρα.
• Το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που κάνω είναι να περπατάω στην Αθήνα, όπου μπορεί ακόμα και στο πεζοδρόμιο να σε πατήσει μηχανάκι που πηγαίνει ανάποδα. Και έχω κάνει και σκίτσα με τα οποία τα έχω χώσει σε ανθρώπους οι οποίοι ευχαρίστως θα μου άνοιγαν το κεφάλι, αν είχαν την ευκαιρία. Έχω πάρει μηνύματα απειλητικά, και δημόσια και ιδιωτικά, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου ευχάριστο.
• Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό δεν μου δίνει τίποτα ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Είμαι σίγουρος ότι μέσα στη νέα γενιά θα υπάρχουν κάποιοι μικροί πυρήνες διαφορετικότητας που θα φέρουν κάποιες θετικές αλλαγές, γιατί πάντα από εκεί τις περιμένεις αυτές, από τους νέους και τους «περίεργους», αλλά, σε ένα επίπεδο πιο γενικό και παγκόσμιο, η πορεία που παίρνει ο κόσμος δεν μου δίνει καμία αίσθηση ότι θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα.
• Είμαι 42 τώρα. Νομίζω πως η μεγαλύτερη δυσκολία της γενιάς μου είναι να καταλάβει το τραπ και το γιατί αρέσει στον κόσμο.
Μπορείτε να βρείτε τα Κουραφέλκυθρα (σε έντυπη μορφή κυκλοφορούν από την Jemma Press) και τις γελοιογραφίες που κάνει ο Αντώνης Βαβαγιάννης για το News 24/7 στο Facebook και στο Instagram (@kourafelkythros) ενώ μπορείτε να τον ακούσετε καθημερινά 11.00π.μ. - 12.00μ.μ. στον Nostos 100.6. Τα Κουραφέλκυθρα: The Movie μπορείτε να τα παρακολουθήσετε αποκλειστικά στο cinobo.com.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.