«Όταν κλείνω την αυλόπορτα πίσω μου και περνάω από τον κήπο για να μπω στο σπίτι μου, αισθάνομαι ότι μπαίνω σε ένα καταφύγιο και σε έναν ωραίο, δικό μου κόσμο» λέει ο Κωνσταντίνος Μπούρας καθώς βολεύεται στα μαξιλάρια, πάνω στο παγκάκι της αυλής του, που τώρα την άνοιξη είναι στα καλύτερά της.
Οι τριανταφυλλιές είναι ανθισμένες, όπως και τα δέντρα με τα εσπεριδοειδή, ενώ οι φυλλωσιές τους δημιουργούν μια ωραία δροσιά ακόμα και μέσα στο καταμεσήμερο. «Η ζωή σε μια μονοκατοικία έχει κάποιες ποιότητες διαβίωσης που δεν μπορείς να βρεις σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας. Η συνέχεια του εσωτερικού χώρου με τον εξωτερικό είναι μια μοναδική εμπειρία» συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος που μέχρι πριν από λίγους μήνες ζούσε στον 23ο όροφο ενός κτιρίου στο Upper West Side του Μανχάταν.
Ένα ντιζάιν αντικείμενο ή ένα μοντέρνο κομμάτι αποκτά άλλη αισθητική αξία δίπλα σε ένα πιο ιστορικό ή λιγότερο ντιζάιν κομμάτι. Όλα αρχίζουν να δρουν συμπληρωματικά και αποκτούν πιο πολύ ενδιαφέρον διότι είναι μη αναμενόμενη η συνύπαρξή τους και γιατί οι ιστορίες τους δημιουργούν πιο πυκνή πλοκή.
Αρχιτέκτονας στο επάγγελμα και πολίτης του κόσμου στην αντίληψη, επέστρεψε στο πατρικό του στην Αθήνα μετά από δέκα χρόνια διαμονής στο εξωτερικό –έναν χρόνο στο Μιλάνο, δύο στη Βοστώνη και άλλα επτά στη Νέα Υόρκη– με αφορμή ένα αρχιτεκτονικό έργο (σ.σ. έκανε την αρχιτεκτονική μελέτη για το παλιό εργοστάσιο χρωμάτων «Ίρις» στην Ελευσίνα, το οποίο πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθεί, αρχικά ως χώρος πολιτισμού εν όψει της ανακήρυξής της πόλης σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2021 και έπειτα από τον δήμο) και «γιατί ήθελα να πειραματιστώ και να ξεκινήσω κάτι δικό μου» λέει ο ίδιος.
«Κάποιοι με ρωτάνε πώς μπορώ να μένω εδώ, σε μια ήσυχη γειτονιά, έχοντας περάσει τόσα χρόνια μέσα στη βαβούρα του Μανχάταν. Μάλιστα, μια φίλη μου, αστειευόμενη, μου λέει: "Αχ, από τη Νέα Υόρκη στη Νέα Σμύρνη". Όμως εγώ το απολαμβάνω. Μου αρέσει που είναι παρά πολύ κοντά σε όλα: δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο από το κέντρο και αλλά τόσα από την παραλία, όπου πάω ανελλιπώς χειμώνα-καλοκαίρι. Έτσι κι αλλιώς, στη Νέα Υόρκη έμενα πάντα uptown, που σημαίνει ότι ήμουν λίγο πιο έξω από τη "δράση", αλλά πολύ κοντά σε αυτήν, τόσο όσο – έτσι κι εδώ. Βέβαια, υπάρχει μια υψομετρική αντίστιξη: από τον 23ο όροφο όπου έμενα στο Μανχάταν, με απρόσκοπτη θέα στο πράσινο του Central Park, τώρα μένω στο ισόγειο, αυτό που οι Αγγλοσάξονες περιγράφουν ως «garden flat», αλλά είμαι μέσα στο πράσινο!».
Με την επιστροφή του, λοιπόν, στα πάτρια εδάφη αποφάσισε πολύ συνειδητά, αντί να επιλέξει κάποιο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, να μείνει ξανά στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. «Η Νέα Σμύρνη παραμένει όμορφη. Όσο και να έχει χαλάσει, είναι ακόμα πράσινη και ήσυχη, με ωραίες μονοκατοικίες, κάποιες μάλιστα πολύ ενδιαφέρουσες, του μοντέρνου κινήματος». Όντως, ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες υπάρχουν ακόμα εκείνες οι παλιές μονοκατοικίες που χτίστηκαν από τη δεκαετία του '30 και μετά στα τότε περίχωρα της Αθήνας. Η οικογένεια του παππού του ήταν Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και ο παππούς με τη γιαγιά του εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σμύρνη το 1953, οπότε και έχτισαν τη συγκεκριμένη μονοκατοικία.
«Πού να ήξεραν πόσες ζωές και πόσες ιστορίες θα χωρούσε αυτό το σπίτι» λέει ο Κωνσταντίνος. «Αυτό το σπίτι έχει ζήσει πολλά. Ήταν πάντα ένα ανοιχτό μέρος που υποδεχόταν πολύ κόσμο κι έτσι εξακολουθώ να το βιώνω κι εγώ τώρα».
Στον κήπο υπάρχουν λεμονιές, πορτοκαλιές, νεραντζιές, μανταρινιές, μουσμουλιές και ροδιές. «Τα δέντρα του κήπου έχουν την ηλικία του σπιτιού. Κάποια από τα υπόλοιπα φυτά τα έχω φυτέψει εγώ ως παιδί» λέει. Πρόσφατα, πάντως, έκανε και τη διαμόρφωση με τα στρογγυλά πατήματα μέσα στον κήπο, ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί και να κάθεται ακόμα και μετά τη βροχή.
«Ασχολιόμουν φανατικά με την περιποίηση του κήπου από παιδί, μαζί με τους παππούδες μου και τους γονείς μου – κάποια στιγμή, μάλιστα, κάποιοι νόμιζαν ότι θα γίνω γεωπόνος. Στα δέκα χρόνια που έλειψα από την Ελλάδα, όταν επέστρεφα για διακοπές, φρόντιζα να αφιερώσω κάποιες μέρες στον κήπο για φύτεμα, κλάδεμα κ.λπ. Οι φίλοι μου ακόμα εκπλήσσονται από τα πόσα πράγματα ξέρω για τα φυτά και την κηπουρική. Επίσης, κάποιοι συνάδελφοι αρχιτέκτονες τοπίου εγκρίνουν αυτά που κάνω, όποτε χαίρομαι και γι' αυτό» λέει.
Πάντως, οι μεταλλικές καρέκλες που έφερε από ένα παλαιοπωλείο στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια, όπου πηγαινοερχόταν από τη Νεα Υόρκη γιατί δίδασκε για ένα διάστημα στην αρχιτεκτονική σχολή του UPenn, και τα τραπέζια που είναι τοποθετημένα σε δύο διαφορετικά σημεία της αυλής δίνουν την αίσθηση της ζωής μέσα στον κήπο. Σαν να υπάρχει ακόμα ένα διαμέρισμα μέσα στον εξωτερικό χώρο. «Άλλωστε, στην Ελλάδα ο βίος τους περισσότερους μήνες του χρόνου είναι υπαίθριος» λέει. «Γιατί να μην το εκμεταλλευτούμε αυτό;».
Μέσα στο σπίτι με τα μωσαϊκά πατώματα –σήμα κατατεθέν των σπιτιών εκείνης της εποχής– δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα, εκτός βέβαια από τη διακόσμησή του, για την οποία χρησιμοποίησε μια αισθητική mix and match. «Ένα ντιζάιν αντικείμενο ή ένα μοντέρνο κομμάτι αποκτά άλλη αισθητική αξία δίπλα σε ένα πιο ιστορικό ή λιγότερο ντιζάιν κομμάτι. Όλα αρχίζουν να δρουν συμπληρωματικά και αποκτούν πιο πολύ ενδιαφέρον διότι είναι μη αναμενόμενη η συνύπαρξή τους και γιατί οι ιστορίες τους δημιουργούν πιο πυκνή πλοκή».
«Όλα στο σπίτι έχουν μια ιστορία, η προέλευσή τους και ο τρόπος που έχουν αποκτηθεί. Είναι αντικείμενα από ταξίδια σε μέρη όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και η Ινδία, από γκαλερί και παλαιοπωλεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, από δημοπρασίες αλλά και από στούντιο καλλιτεχνών.
Επίσης, (κυρίως) στους τοίχους του σπιτιού υπάρχουν και αρκετά έργα τέχνης. «Είμαι περήφανος για τη συλλογή που έχω» λέει κι αρχίζει να μου μιλάει για τη φωτογραφία του Γάλλου φωτογράφου Henri-Cartier Bresson από τον Αρτεμώνα της Σίφνου ("Ile de Sifnos", 1961) που έχει κρεμασμένη σε μια μεριά. «Αγοράστηκε από τον οίκο Sotheby's της Νέας Υόρκης. Πρέπει να πω, βέβαια, ότι η δύναμη της φωτογραφίας ήταν πολύ μεγαλύτερη όταν ήταν κρεμασμένη "οut of context", και άρα μη αναμενόμενη, στο διαμέρισμα όπου έμενα στη Νέα Υόρκη, αποτελώντας το "ελληνικό" στοιχείο του σπιτιού».
Στον χώρο της τραπεζαρίας, πίσω από το φωτιστικό του Frank Gehry, υπάρχουν δεκαπέντε έργα του σημαντικού Ιάπωνα καλλιτέχνη Sadaharu Horio, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν και αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας περφόρμανς του για την γκαλερί Axel Vervoordt στο Armory Show της Νέας Υόρκης το 2017.
Μαζί με αυτά και οι καρέκλες της τραπεζαρίας της γιαγιάς του αλλά και μια vintage καρέκλα Eames. «Την έψαχνα όλα τα χρόνια που ήμουν στην Αμερική, για να τη βρω τελικά, έτσι ακριβώς όπως την ήθελα, τη μέρα που έφευγα από τη Νέα Υόρκη! Οπότε την έβαλα κι αυτήν στη φορτωτική, μαζί με τα υπόλοιπα υπάρχοντά μου». Είναι να απορεί κανείς πώς κατάφερε να βρει μια λευκή λάμπα Guzzini από τα '70s πεταμένη στον δρόμο, όπως και τον μπουφέ, τον οποίο περιμάζεψε επίσης από τον δρόμο κι έπειτα τον έδωσε να τον περιποιηθεί δεξιοτέχνης μαραγκός.
Σε ένα άλλο δωμάτιο, στον χώρο που διαμόρφωσε ως γραφείο, συνδυάζει american mid-century modern με οικογενειακά έπιπλα από την Κωνσταντινούπολη, όπως ο καναπές της αδελφής του παππού του και μια πολυθρόνα Eames, που αγόρασε σε δημοπρασία στο Νιου Τζέρσεϊ. Πάνω στο γραφείο υπάρχει ένα φωτιστικό από τον Bernard Schottlander που έρχεται και ταιριάζει ωραία με τις art deco καρέκλες που έχει από τη θεία του.
Στο καθιστικό έχει κρατήσει έναν κοτλέ καναπέ των γονιών του που έχει διακοσμήσει με μαξιλάρια από ύφασμα για κοστούμι, αγορασμένο στο Μιλάνο. Ακριβώς απέναντι έχει βάλει δύο αναπαυτικές πολυθρόνες. «Μου τις χάρισε ένας φίλος μου σε άθλια κατάσταση. Τις πήρα με χαρά και τις αναπαλαίωσα φυσικά. Όταν ο φίλος μου τις ξαναείδε φτιαγμένες, μάλλον άλλαξε γνώμη που μου τις έδωσε έτσι, ελαφρά τη καρδία».
Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού είναι τοποθετημένο κι ένα κουτί από ένα περφόρμανς-δείπνο με τη Yoko Ono. «Ήμουν καλεσμένος της πρόεδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου Guggenheim, της οποίας σχεδίαζα το σπίτι εκείνη την περίοδο μέσω του αρχιτεκτονικού γραφείου όπου δούλευα στη Νέα Υόρκη».
Πίσω στη Νέα Σμύρνη, ανάμεσα στα έργα τέχνης που υπάρχουν σε όλο το σπίτι ξεχωρίζουν η «Λαμπιτώ», ακουαρέλα του Νίκου Εγγονόπουλου για κοστούμι της «Λυσιστράτης» το 1965 στην Επίδαυρο, ο «Ορφέας», επίσης του Νίκου Εγγονόπουλου, με προσωπική αφιέρωση, «Του Κωνσταντίνου», στο πίσω μέρος από την κόρη του ζωγράφου, Εριέττη, υπογεγραμμένα σχέδια του αρχιτέκτονα Frank Lloyd Wright για ένα ουτοπικό πρότζεκτ στο Hollywood Hills στο Λος Άντζελες αλλά και μια προσωπογραφία του από τον George Condo πάνω στην κάρτα του εστιατορίου Cafe Cluny στο West Village, όπου και γνωρίστηκαν τυχαία ένα βράδυ.
Υπάρχουν έργα διάσπαρτα παντού μέσα στο σπίτι, διαφόρων καλλιτεχνών, όπως οι Joseph Albers, Γιάννης Αδαμάκος, Κώστας Τσόκλης, Χριστίνα Σαραντοπούλου, Dominique Dubien, Αλέξανδρος Μαγκανιώτης, Έλλη Γρίβα, Κυριακή Μαυρογεώργη, Μαρία Κόκκινη, Χρήστος Σούλαρης κ.ά. Πάνω στο κρεβάτι του ξεχωρίζουν, φυσικά, τα (αριθμημένα) μαξιλάρια της καλλιτέχνιδας Miranda July που έχουν πάνω τους τυπωμένες τις εξής φράσεις: «Here you will dream of endless kissing - Here you will dream of people you admire exposing your fraudulence».
Λίγο παραδίπλα, μια καρέκλα του Αrne Jacobsen μπροστά στη βιβλιοθήκη της προγιαγιάς του αλλά και διάφορες καδραρισμένες φωτογραφίες της οικογένειας του παππού του στην Κωνσταντινούπολη και μια φωτογραφία οικογενειακού γάμου στη Νέα Σμύρνη. Σε έναν από τους τοίχους του υπνοδωματίου υπάρχει ένα τρίπτυχο με «τσαρουχική» γραφή. «Μου το έφτιαξε ένας Αμερικανός φίλος για τη γιορτή μου. Και να φανταστείς ότι αγνοούσε τον Τσαρούχη» λέει ο Κωνσταντίνος.
«Οι φίλοι μου ευχαριστιούνται πολύ όταν έρχονται στο σπίτι μου και το έχουν περιγράψει σαν έναν μικρό παράδεισο, με όλη την ατμόσφαιρα που έχουν και το σπίτι και ο κήπος. Μου αρέσει να δημιουργώ ατμόσφαιρες – αυτό κάνω και στη δουλειά μου, προσπαθώ να δημιουργώ ατμόσφαιρες» λέει.
σχόλια